Η γραφή ως δράση

L
Κατερίνα Χρυσανθοπούλου

Η γραφή ως δράση

Η γραφή με το χέρι ωφελεί τον εγκέφαλο. Ένας κύριος λόγος είναι το γεγονός ότι έτσι τον χρησιμοποιούμε περισσότερο. Για τη χειρογραφή απαιτείται κίνηση, η οποία ενεργοποιεί συγκεκριμένες περιοχές στο φλοιό του εγκεφάλου, που παραμένουν ανενεργές όταν γράφουμε σε πληκτρολόγιο. Επίσης, όταν γράφουμε με το χέρι, ενεργοποιούνται και περιοχές ενεργές και κατά την ανάγνωση, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν γράφουμε μηνύματα στο κινητό, διότι το σώμα μας συμμετέχει στη χειρογραφή πολύ περισσότερο απ’ όσο όταν πληκτρολογούμε.

Ούτως ή άλλως, το γράψιμο είναι μια σύνθετη γνωστική διαδικασία που εμπλέκει περίπλοκους αντιληπτικούς και αισθητηριακούς συνδυασμούς. Η διαδικασία και η ικανότητα γραφής έχει μελετηθεί από πολλούς επιστημονικούς κλάδους, από τη νευροφυσιολογία, που ερευνά τη διαμόρφωση του κάθε γράμματος, μέχρι τις αισθητικές μελέτες για τα υφολογικά χαρακτηριστικά συγγραφέων και ποιητών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλές μελέτες που ερευνούν τη γενική σχέση μεταξύ γραφής και εγγραμματισμού, ούτε τον ρόλο τού φυσικά απτού εργαλείου γραφής (μολύβι πάνω σε χαρτί, ποντίκι και πληκτρολόγιο, ψηφιακή γραφίδα ή tablet αφής κλπ.).

Σε γενικές γραμμές, ο (σχετικά νέος) τομέας έρευνας της γραφής κυριαρχείται από γνωστικές προσεγγίσεις που ενδιαφέρονται περισσότερο για την οπτική συνιστώσα της διαδικασίας, διατηρώντας έτσι ένα διαχωρισμό μεταξύ τής (οπτικής) αντίληψης και της κίνησης. Ωστόσο, πρόσφατα θεωρητικά ρεύματα στην ψυχολογία, τη φιλοσοφία του νου και τις νευροεπιστήμες, τα οποία μελετούν τη λεγόμενη «ενσώματη γνώση» («embodied cognition»), δείχνουν ότι η αντίληψη και η κινητήρια δράση συνδέονται στενά και, μάλιστα, αλληλεξαρτώνται.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, αναπτύσσονται ενδιαφέρουσες διασυνδέσεις και συνεργασίες μεταξύ της βιολογίας, των γνωσιακών επιστημών, της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας. Το παράδειγμα της «ενσώματης νόησης» («embodied mind»), που τονίζει τη σημασία του σώματος για τις γνωστικές λειτουργίες, υποστηρίζεται από κοινού από φιλοσόφους, βιολόγους και νευροεπιστήμονες, που εναντιώνονται στον παραδοσιακό καρτεσιανό δυϊσμό («Άλλο ο νους, άλλο το σώμα»). Όλοι αυτοί θεωρούν ότι η ανθρώπινη νόηση είναι άρρηκτα και στενά συνδεδεμένη με το σώμα, αλλά ίσως και να διαμορφώνεται (και) από αυτό. Σε αυτή τη σχολή σκέψης, η γνώση δεν θεωρείται ως μια αφηρημένη και συμβολική επεξεργασία πληροφοριών, ούτε ο εγκέφαλος νοείται σαν ένας απλός επεξεργαστής. Αντιθέτως, το σώμα προσθέτει θεμελιώδη και απαραίτητα στοιχεία στη γνωστική λειτουργία — με άλλα λόγια, η ανθρώπινη νόηση βασίζεται στην ενσώματη εμπειρία και ως εκ τούτου είναι στενά συνυφασμένη με, και εξαρτάται αμοιβαία από, την αισθητηριακή αντίληψη αλλά και την κινητήρα δράση.

Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η αντίληψη και η δράση μελετούνταν ξεχωριστά. Τώρα, ερευνητικά δεδομένα από τις νευροεπιστήμες και την πειραματική ψυχολογία συγκλίνουν στο ότι η αντίληψή μας συσχετίζεται στενά με την ενεργητική εξερεύνηση του κόσμου μας, με τη συνεργασία των αισθήσεων. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι άνθρωποι κάνουν νοητικές προσομοιώσεις κινήσεων και ενεργειών, ακόμη και αν μόνο τις βλέπουν (ή τις ακούν). Ερευνητικά δεδομένα από τη νευροφυσιολογία δείχνουν πώς οι περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κίνηση ενεργοποιούνται και όταν βλέπουμε κάποιον άλλο να εκτελεί μια ενέργεια, ή όταν κοιτάζουμε εικόνες εργαλείων που απαιτούν ορισμένη δράση (π.χ., ένα σφυρί, ένα ψαλίδι, ένα στυλό ή ένα πληκτρολόγιο), ή όταν ακούμε να διαβάζονται φωναχτά ρήματα δράσης (π.χ. κλοτσάω, τρέχω, γράφω), ακόμη και αν εμείς δεν κάνουμε καμία κίνηση. Αυτές οι σχολές σκέψης υποστηρίζουν ότι η ανθρώπινη νόηση είναι «σάντουιτς» ανάμεσα στην αντίληψη και τη δράση (action-perception loop). Από την άλλη, η οικολογική ψυχολογία (Gibson) υποστηρίζει ότι μας ενδιαφέρουν περισσότερο οι λειτουργικές ιδιότητες των αντικειμένων, παρά οι φυσικές τους ιδιότητες. Με άλλα λόγια, βλέπουμε τον κόσμο έτσι όπως εμείς μπορούμε να τον εκμεταλλευτούμε, όχι «όπως είναι».

Η ενσώματη γνώση είναι η ενεργή, πολυαισθητηριακή διερεύνηση του κόσμου. Η συνειδητή εμπειρία δεν λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό του ανθρώπινου όντος (δηλαδή στον «βιολογικό εγκέφαλο» ή στον «φαινομενολογικό νου»), αλλά είναι κάτι που οι άνθρωποι κάνουν με τις ενέργειές τους καθώς εξερευνούν το περιβάλλον. Από αυτή την άποψη, έχουν μεγάλη σημασία τα αισθηριακά-κινητικά μοτίβα των πράξεών μας, αφού φαίνεται ότι η αντίληψη και η δράση προσφέρουν δομή στη γνωστική λειτουργία. Επιπλέον, κάθε τρόπος αίσθησης —ακοή, όραση, αφή, όσφρηση, γεύση, αφή, κίνηση— ως τρόπος εξερεύνησης του κόσμου διαμεσολαβείται από την πρακτική βιωμένη γνώση που έχουμε για τις αισθήσεις μας και την κίνησή μας. Για παράδειγμα, η οπτική μας εμπειρία εξαρτάται από το τι γνωρίζουμε για το πώς βλέπουμε: ας πούμε, ξέρουμε ότι αν κλείσουμε τα μάτια μας δεν θα βλέπουμε τίποτα· όμως, με κλειστά μάτια, δεν θα αλλάξει η απτική μας εμπειρία του κόσμου.

Συνεπώς, τα χέρια παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη μάθηση, όχι μόνο μέσα από τις χειρονομίες και τη μη λεκτική επικοινωνία, αλλά επίσης με τις απτικές αλληλεπιδράσεις που μας προσφέρουν οι διάφορες τεχνολογίες — όπως, π.χ., οι τεχνολογίες γραφής.