Η χαμένη υπόσταση του ανθρώπου

L
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Η χαμένη υπόσταση του ανθρώπου

Δεν είναι που δεν έχω διαβάσει άλλα βιβλία για το Ολοκαύτωμα. Δεν είναι που σε κάθε ένα από αυτά εξακολουθώ να βρίσκω καινούργια στοιχεία, καινούργιες αποδείξεις για το μεγαλύτερο έγκλημα που έκανε ποτέ ο άνθρωπος, και που με συνταράζουν, με εξοργίζουν. Αυτό που πιο πολύ με συγκλονίζει πια, είναι που σε κάθε μαρτυρία ανακαλύπτω διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης των όσων οι άμοιροι αυτοί άνθρωποι υπέστησαν. Είναι που, μετά από όσα έζησαν, ο καθένας βρήκε διαφορετικό τρόπο να τα διαχειριστεί και να συνεχίσει τη ζωή του. Και είναι ακόμα που σε κάθε βιβλίο επιμένω να ψάχνω εναγωνίως να ακυρώσω τον φόβο πως αυτά που έγιναν θα μπορούσαν να ξαναγίνουν· από κάποιους άλλους που μπορεί να τους λένε αλλιώς. Ψάχνω να ακυρώσω την αρχική μου διαπίστωση πως αυτά είναι καμώματα του ανθρώπου. Διαβάζω, σκέφτομαι, ανασύρω παραδείγματα από άλλα ιστορικά γεγονότα, συγκρίνω και σκύβω το κεφάλι. Όχι, όχι! Δεν πάω να δώσω ελαφρυντικά στους Ναζί. Θέλω μόνο να τονίσω με τη σειρά μου το σημείο όπου εστιάζει και η ίδια η συγγραφέας. Γιατί δεν είναι μια ακόμα μαρτυρία. Είναι η «κραυγή για το αύριο», κι έτσι μας προκαλεί να το δούμε.

Η διαδρομή της Μπέρρυ Ναχμίας, ή Μπονίκα Κασσούτος όπως ήταν το όνομά της μικρή, διαφέρει αρκετά από τις μαρτυρίες όσων άλλων είχα διαβάσει μέχρι σήμερα. Και δεν αναφέρομαι τόσο σε όσα έζησε μέσα στο στρατόπεδο, όσο κυρίως στο πώς λειτούργησαν οι άμυνές της από τη στιγμή που απελευθερώθηκε. Επιτρέψτε μου όμως να πάρω το βιβλίο με την χρονολογική του σειρά, όπως άλλωστε το έγραψε και η ίδια.

Με μια εισαγωγή στην οποία αναφέρεται στη νεανική της ηλικία και τη ζωή της στην αγαπημένη της πόλη, την Καστοριά, με τις δυσκολίες που συνοδεύει το μεγαλύτερο παιδί μιας οικογένειας που χάνει νωρίς τη μητέρα του, μας αποκαλύπτει, ίσως όχι επίτηδες, τη δύναμη που απέκτησε από νωρίς και τη συμπόνια και ενσυναίσθηση που ένιωθε για τους γύρω της. Εξιστορεί στη συνέχεια τη σχετικά ανώδυνη για τους Εβραίους της Καστοριάς εποχή κατά την ιταλική κατοχή, όταν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, η τύχη τους προδιαγραφόταν να ακολουθήσει εκείνη των υπολοίπων Εβραίων της Ελλάδας. Ήδη, όμως, από τις μέρες της μεταφοράς τους στο στρατόπεδο του Άουσβιτς οι εικόνες αλλάζουν και τα χρώματα συγκλίνουν στις αποχρώσεις του γκρίζου. Εκεί, στη μεταφορά τους, θα είναι και οι τελευταίες στιγμές που θα συνυπάρξει με την οικογένειά της: μόλις κατεβαίνουν στα χώματα της Πολωνίας, η Μπέρρυ θα είναι η μόνη από όλη την οικογένεια που δεν θα συνεχίσει για τα κρεματόρια.

Περιγράφει τη ζωή στο στρατόπεδο με λεπτομέρειες και αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά, αρκετά για να μας δώσουν την εικόνα του αίσχους. Η Ναχμίας δεν ηρωοποιεί, δεν κρύβει, και δεν κατηγορεί. Σε αυτή την νεαρή ηλικία, ήδη συνειδητοποιεί πως αυτός είναι ο άνθρωπος. Μα θα τα καταφέρει. Αρχικά, αγκιστρώνεται από τις παραινέσεις της Ντόρας, μιας απίστευτα δυνατής Γιουγκοσλάβας εβραίας, ο Γολγοθάς της οποίας είχε ξεκινήσει ήδη κάποια χρόνια νωρίτερα. Με τις παρακινήσεις λοιπόν του αγγέλου της που ακούει στο όνομα Ντόρα, η Ναχμίας, βλέποντας το έγκλημα παντού γύρω της, σφίγγει τα δόντια.

Δε με ενδιαφέρει πια ο θάνατος, αλλά, όσο ζω, δε θα αφήσω τον εαυτό μου να πέσει.

Μηχανεύεται αναρίθμητους τρόπους για να καταφέρνει να στέκεται όρθια, και συγχρόνως να βοηθά τις συγκρατούμενες δίπλα της. Θυμάται βέβαια με πίκρα κάποιες άλλες στιγμές, που, παρά τη δυνατή της θέληση, δεν μπορεί να εμποδίσει τον βασανισμό και τον εξευτελισμό τους.

Στάθηκα κοντά τους και τις κοίταζα σαν μουγγή. Δεν ήξερα τι να πω, δεν μίλαγα, δεν είχα λόγια.

Ξέροντας πια την τύχη που περιμένει όσες θα αναγκαστούν να κάνουν ένα βήμα μπροστά στην πρωινή καταμέτρηση, η αγωνία την πνίγει. Μπροστά στον φόβο, θα της έρθουν στον νου οι στίχοι ενός τραγουδιού που είχε μάθει κάποτε:

Μην κλαις, Σπανιόλα, μη λυπάσαι / όλα θα γίνουν όπως θες… Μην κλαις, Σπανιόλα, μη λυπάσαι.

Κι από τότε θα το επαναλαμβάνει σε κάθε δύσκολη στιγμή, σαν προσευχή ή σαν γούρι. Ποιος ξέρει…

Θα σταθεί τυχερή πάντως ώστε να αποφύγει το εφιαλτικό Μπλοκ 10 του Μένγκελε από όπου πέρασε απίστευτα κοντά, ενώ αντίθετα θα βρεθεί σε ένα κομάντο με συνθήκες σχετικά καλύτερες από αλλού. Είναι το Κομάντο Canada, όπου γίνεται η διαλογή των προσωπικών αντικειμένων όσων οδηγούνται στα κρεματόρια για την αποστολή τους στη Γερμανία.

Η Μπέρρυ καταφέρνει να μας μιλήσει σαν άνθρωπος, κρατώντας μια απόσταση από όσα έζησε και όσα είδε. Θα μας μιλήσει σαν άνθρωπος για θύματα και θύτες, με την κακοψυχιά τους, τις αδυναμίες τους, τις ικανότητές τους, τα πάθη τους, ακόμα και για κάποια σκιρτήματα έρωτα που, ναι, φαίνεται πως είναι δυνατόν να ανθήσουν και σε τέτοιο περιβάλλον. Θα μας μιλήσει για το πώς οι δυσκολίες άλλους τούς καταβάλλουν και σε άλλους, όπως έγινε στη δική της περίπτωση, δίνουν δύναμη για να κάνουν ένα βήμα μπροστά και να πάρουν στα χέρια τη δικιά τους τύχη αλλά κι εκείνη των συνοδοιπόρων τους.

Η απελευθέρωση δεν θα είναι, όπως τίποτα δεν ήταν, μια απλή διαδικασία. Οι Ναζί, μέχρι την τελευταία στιγμή, τους βασανίζουν με μια «κούρσα θανάτου», θα την αποκαλέσει η ίδια, έναν αγώνα δρόμου με τα πόδια από στρατόπεδο σε στρατόπεδο. Άουσβιτς, Ράβενσμπρουκ, Ρέτσοβ… Πολλοί θα καταρρεύσουν στον δρόμο, ελάχιστα πριν το τέλος του πολέμου. Η Ναχμίας θα τα καταφέρει και πάλι. Κι αφού πρώτα θα τους ελευθερώσει ο ρωσικός στρατός, αφού η ίδια θα σωθεί άλλη μια φορά από τις εξαιρετικές, όπως αναφέρει, υπηρεσίες του ρωσικού νοσοκομείου όταν αρρώστησε από τύφο, όλοι οι Έλληνες μαζί θα αποφασίσουν να αποδράσουν προς το αμερικανικό στρατόπεδο, γιατί έμαθαν πως εκείνοι θα τους οδηγήσουν γρηγορότερα στις πατρίδες τους.

Η Μπέρρυ Ναχμίας είναι η μοναδική στην οικογένεια που επιζεί από το Άουσβιτς, και το γνωρίζει. Παρ’ όλα αυτά, στο διάστημα που κρατά η αναμονή για την επιστροφή, θα πάρει τρεις σημαντικές διαδοχικές αποφάσεις που καθόρισαν το μέλλον της: δύο αρνήσεις σε προτάσεις γάμου και μιας υιοθεσίας. Η Μπέρρυ κοιτάζει κατάματα το μέλλον, απορρίπτει τις γρήγορες και ίσως εύκολες αποφάσεις και προτιμά να το χτίσει μόνη της, με την επιστροφή στην πατρίδα.

Η φωνή της Μπέρρυ Ναχμίας στην «Κραυγή για το αύριο» —γραμμένη αρχικά το 1985, μα που κυκλοφόρησε τώρα ξανά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια με το διαφωτιστικό επίμετρο της Οντέτ Βαρών-Βασάρ— είναι η καταγραφή της μνήμης θυμάτων και μαχητών, με την ίδια ανάμεσά τους. Είναι ακόμα το σημείο εκκίνησης της σημαντικότατης δράσης της, μέσα από την οποία φρόντισε να εντοπίσει και να οργανώσει τους Έλληνες επιζώντες, αγωνιζόμενη για την εξεύρεση βοήθειας των, σε ένα πολλές φορές εχθρικό περιβάλλον. Η πιο σημαντική συνεισφορά της όμως ήταν που συνέχισε να μιλά για τις εμπειρίες τους, ενεργοποιώντας και τις νεότερες γενιές στον αγώνα για να μην επαναληφθούν ποτέ. Όταν άλλοι επιζήσαντες αδυνατούσαν να έρθουν ξανά αντιμέτωποι με το μαύρο παρελθόν, όταν κάποιοι άλλοι θεώρησαν πως μετά την καταγραφή της μαρτυρίας τους είχαν πια αδειάσει, η Μπέρρυ Ναχμίας θα συνεχίσει μέχρι τον θάνατό της να αποκαλύπτει πόσο εύκολα ο άνθρωπος χάνει την υπόστασή του.