Η Χρυσούλα μικρή

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Η Χρυσούλα μικρή

«Γκάζι πηγαίνουμε, παρακαλώ».

Να δεις που θα πηγαίνουν στην έκθεση, σκέφτομαι. Θέλω κι εγώ να πάω, αλλά διστάζω, πολλές και δυνατές αναμνήσεις εκείνη η δεκαετία, όλα τα παιδικά μου χρόνια.

Φτάνουμε, κατεβαίνουν, κι αμέσως μπαίνουν δύο κύριοι. Μόλις έχουν βγει από την έκθεση, σχολιάζουν ενθουσιασμένοι, γελούν δυνατά, θυμούνται.

«Πήγατε στην έκθεση; Να πάτε! Είναι ένα ταξίδι στον χρόνο. Αξίζει τον κόπο!»

Θα πάω, λέω από μέσα μου, αλλά με αυτόν που τα περάσαμε μαζί, που θα βλέπουμε και θα θυμόμαστε τα ίδια, με αυτόν που θα καταλάβει.

 

Οι αναμνήσεις ξεκινούν από την είσοδο: πολιτικές αφίσες της εποχής, ανάμεσά τους ξεχωρίζω εκείνη που ήταν κολλημένη πάνω από το κρεβάτι μου. Μπαίνουμε στον χώρο με τα εκθέματα για την πολιτική. Ακούγεται ο Αντρέας να μιλά στο Σύνταγμα λίγο πριν τις εκλογές του 1981. Έξι χρονών, τεράστιο πλήθος, φωνές, εγώ στους ώμους του μπαμπά με το τεράστιο μουστάκι, το έντονο βλέμμα και την αυστηρή φωνή.

Παρακάτω, κομματικά φυλλάδια. Μα αυτά ήταν, τότε, παντού! Στο πάτωμα, στα καθίσματα και στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου, στο σαλόνι του σπιτιού, τρύπωναν όπου υπήρχε γραφείο ή συρτάρι. Κομματικές ταυτότητες, κονκάρδες, μπλοκάκια αποδείξεων συνδρομών, κάθε εικόνα και ένα σωρό μνήμες, μυρωδιές, ήχοι.

Στριφογυρνώ στον χώρο λίγο σαν χαμένη, τι να πρωτοθυμηθώ, δεν είναι κι όλα ευχάριστα. Να κι ο χάρτης της πόλης, ο αρχηγός χορεύει, δεν χρειάστηκε να κοιτάξω το πού, μα φυσικά στο Περιβόλι, τόσο γνώριμο μέρος. Περνώ βιαστικά από τις υπόλοιπες εικόνες, υπόσχομαι να ξανάρθω, οι προσωπικές μου μνήμες με εμπόδισαν να τα δω όλα όπως θα ήθελα.

Συνεχίζουμε βγάζοντας φωτογραφίες σαν μαθητές, βλέποντας ρούχα από φαντεζί υφάσματα της εποχής που θυμίζουν οικογενειακές γιορτές ή κομματικές συνεστιάσεις, αντικείμενα της καθημερινής ζωής, ηλεκτρικές συσκευές, το μαξιλάρι με τον κεντημένο γαϊδαράκο που ήταν πάνω στο κρεβάτι μου, τον πρώτο υπολογιστή με τον οποίο όλοι θέλαμε να ασχοληθούμε, που τσακωνόμασταν μέχρι ξύλου για αυτόν και στο τέλος τρώγαμε μια τιμωρία και δεν έπαιζε κανείς, μουσικές που ακουγόντουσαν στο μεγάλο αυτοκίνητο της θείας όταν πηγαίναμε εκδρομές, βιβλία, περιοδικά, όλα ήταν εκεί. Όπως και το χαρακτηριστικό σπίτι της εποχής.

Το μαύρο μάρμαρο στο πάτωμα, οι μικρές μπαλκονόπορτες, η κουζίνα χωρίς παράθυρο, η μονότονη περιγραφή αγώνων ποδοσφαίρου σε μια τηλεόραση μονίμως ανοιχτή, με έκαναν να νομίζω ότι από κάπου θα πεταχτεί η μάνα μου να με μαλώσει που δεν έχω ξαπλώσει ακόμη. Και μετά εκείνο το μικρό παιδικό δωμάτιο, με τις αφίσες παντού. Ήμουν σίγουρη πως αν έκανα απόλυτη ησυχία θα άκουγα, «Σβήσε, παιδάκι μου, το φως, απόψε θα το τελειώσεις όλο το βιβλίο;»

Πετάχτηκα έξω να πάρω αέρα, να επιστρέψω στο παρόν, και συνέχισα αναζητώντας τίτλους βιβλίων και περιοδικών της εποχής. Μα πού τα ’χω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας, δεν τα πήρα μαζί μου, μάλλον. Χαμογελώ, ποιος να μου το έλεγε τότε ότι, τόσα χρόνια μετά, θα ξανάβλεπα όλα αυτά τα αντικείμενα, μαζί με αυτόν που τα ζούσα τότε, ψάχνοντας τα γυαλιά μου.

Το τηλέφωνο του γιου μου με επαναφέρει στην ενήλικη πραγματικότητα:

«Τι θα γίνει, ρε μαμά, πόσες ώρες θα είσαι σε αυτήν την έκθεση, τι βλέπεις πια και σου πήρε τόσο»;

«Τη Χρυσούλα μικρή».

Να πάτε.