Η ιδεολογικοποίηση της φτώχειας

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Η ιδεολογικοποίηση της φτώχειας

Η κουβέντα για την επιβολή 23% ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση έχει απασχολήσει πολύ και εξακολουθεί ακόμα να απασχολεί τη δημόσια σφαίρα. Η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι είχε βρει μια νέα αγελάδα να αρμέξει, δεν υπολόγισε τις αντιδράσεις της επιβολής ενός τέτοιου φόρου στην εκπαίδευση. Το θέμα θα μπορούσε να κλείσει εδώ, καταγγέλλοντας την ιδεοληψία της κυβέρνησης και την αδυναμία της να συγκεντρώσει χρήματα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πλην των φόρων.

Το θέμα όμως δεν είναι τόσο απλό — μια σειρά δηλώσεων στελεχών και υπουργών της κυβέρνησης καταδεικνύει ότι το είναι πολύ πιο βαθύ. Η οργίλη αντίδραση του έμπειρου «γραμμοφόρου» υπουργού Παιδείας Φίλη ότι οι πολίτες δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία αλλά για τη βελτίωση του δημοσίου ήταν το πρώτο χτύπημα του καθορισμού ενός αδιόρατου κοινωνικού νήματος. Λίγο αργότερα, η αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας και πανεπιστημιακός Σία Αναγνωστοπούλου θα το έκανε πιο ξεκάθαρο με τη δήλωση της ότι «ο πρωθυπουργός μπορεί να στείλει το παιδί του σε ιδιωτικό, ο γιος του εργάτη όμως δεν μπορεί — τα ίδια λεφτά παίρνουν;»

Ένα από τα βασικά αξιώματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, που αναδείχθηκε σε θεμέλιο λίθο του ελληνικού μικροαστισμού και μεσοαστισμού, υπήρξαν οι αιματηρές θυσίες για την παροχή καλής εκπαίδευσης στα παιδιά, αξίωμα που συνετέλεσε αποφασιστικά στην κοινωνική κινητικότητα και ανέλιξη και που τώρα πλήττεται πλέον καίρια. Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πανεπιστημιακός Δ. Σεβαστάκης θα προσδώσει ευθέως και πολιτικά χαρακτηριστικά στο θέμα: «Αυτοί που στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά δεν είναι δικοί μας και δεν μας νοιάζει». Ένα άγαρμπο αλλά στυγνό δίπολο στήνεται: καλοί-κακοί, πλούσιοι-φτωχοί, τα παιδιά του λαού που δεν πρέπει να πηγαίνουν στα ιδιωτικά σχολεία γιατί «διαβρώνονται» αλλά στο δημόσιο σχολειό [sic]. Ποιος θα πίστευε ότι ενάμιση αιώνα μετά οι θέσεις στελεχών και υπουργών της Αριστεράς θα ταυτιζόντουσαν με το περίφημο Υπόμνημα περί του κατωτέρου κλήρου και περί εκπαιδεύσεως του Ν. Σαριπόλου να μην υπάρχει σχολική εκπαίδευση για τα κορίτσια γιατί εκείνα από καλές οικογένειες θα διαβρωνόντουσαν με τον συγχρωτισμό τους με τα κορίτσια των κατώτερων κοινωνικά τάξεων.

Λίγο αργότερα, άλλη μια δήλωση βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, του Γ. Δημαρά αυτή τη φορά, κινείται σε μια παρόμοια κατεύθυνση, αλλά περνάει στα ψιλά. Ο προερχόμενος από τον χώρο της Οικολογίας βουλευτής παρουσιάζεται θιασώτης της επιβολής ΦΠΑ 23% στο μοσχαρίσιο κρέας «ως μιας ευκαιρίας αλλαγής των διατροφικών συνηθειών». Το κατοχικό σύνδρομο της πείνας, το κουλούρι της Φρειδερίκης, το γάλα στα σχολεία, όλα αυτά που πάλεψε σκληρά να αποτινάξει η ελληνική κοινωνία, επανέρχονται από μια πίσω πόρτα ενδεδυμένα με διάφορους μανδύες.

Η φτωχοποίηση γίνεται εργαλείο ριζοσπαστικοποίησης, καθορισμού, επανένταξης και νέας πολιτικοποίησης. Δεν είναι τόσο ένα κοινοτιστικό όσο ένα καρικατουρίστικο τσαβεζικό μοντέλο. Οι «ατέλειωτοι χειμώνες» θα είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της «νέας κοινωνίας» — αφού δεν μπορεί να παραχθεί πλούτος, θα δαιμονοποιείται — οι έχοντες θα είναι κακοί και καταδιωκόμενοι — στην «καλή τάξη» θα ανήκουν οι φτωχοί, οι μαθητές των δημόσιων σχολείων, όσοι δεν τρώνε και πολύ συχνά κρέας.

Αυτές βέβαια οι νουθεσίες, οι προτροπές, οι επιβολές στα εθνικολαϊκιστικά μορφώματα με έντονες ολοκληρωτικές τάσεις ισχύουν για τον λαό. Οι νομενκλατούρες εξαιρούνται: ο Σταθάκης αναζητεί κάπου 1.000.000 ευρώ, ενώ —μεταξύ πολλών άλλων— ειδική νομοθετική ρύθμιση κατατίθεται για να επανακαταθέσει το «εσφαλμένο» πόθεν έσχες του ο Φλαμπουράρης (που κατά τα άλλα εντάχθηκε στη ρύθμιση των 100 δόσεων, ενώ του παρεσχέθη και γενναία έκπτωση για τα ποτίσματα στο εξοχικό του, στην Αίγινα).

Οι «πεφωτισμένοι ηγέτες» πρέπει να είναι χορτάτοι για να διοικούν τον νηστικό λαό.