Η ιεροτελεστία της ονειρικής αφήγησης
Η ανθρώπινη συνείδηση είναι απέραντη, δε χωράει στις σελίδες ενός βιβλίου, και κάθε εμπειρία περιλαμβάνει αμέτρητες πτυχές. Στοχεύαμε σε κάτι απόλυτο, πετύχαμε όμως μόνο μια φευγαλέα ματιά.
Κι είναι αμέτρητες οι φορές που φευγαλέες ματιές σ’ αυτή την υβριδική (αυτο)βιογραφία, ορθότερα τη συνομιλία ενός ανθρώπου με τη βιογραφία του, γίνεται εκνευριστική — φταίει που η συν-συγγραφέας Kristine McKenna είναι ξεδιάντροπα ερωτευμένη με τον βιογραφούμενο David Lynch, και ο όρος αγιογραφία δεν αρκεί για να περιγράψει κάποια αποσπάσματα: «Και τι όμορφος που είναι, και τι ιδιοφυής, και τι ευγενικός, και τι οραματιστής, και τι ωραία έπιπλα σχεδιάζει, και πώς είναι μοναδική η τέχνη του, και πώς σε κοιτάζει και ανατριχιάζεις, και πώς δεν υπάρχει ούτε μια γκρίζα πλευρά σ’ αυτόν τον άνθρωπο» (που μια αφερεγγυότητα, για να το ωραιοποιήσουμε, ως σύντροφος ζωής, σύζυγος και πατέρας την είχε).
Κι όμως…
Κι όμως είναι μια υπέροχη συναρπαστική ανάγνωση ο Χώρος Ονείρων, κι αυτό αποδεικνύεται όχι μόνο από τους ταχείς ρυθμούς με τους οποίους καταβροχθίζεις τις 500-τόσες σελίδες του, αλλά και επειδή σε ωθεί αδιαπραγμάτευτα, σε εξαναγκάζει, να επιστρέψεις ξανά στον κόσμο του David Lynch, ταινία προς ταινία. Κι έχοντας μπει για λίγο μέσα στο δαιδαλώδες πλάνο του μυαλού του (και, ναι, από το δεξιό αυτί εισέρχεσαι στο κεντρικό νευρικό του σύστημα, το έχουμε δει αυτό στο Μπλε Βελούδο), κατανοείς καλύτερα αυτόν τον κόσμο. Κι έτσι, μέσα στον αυγουστιάτικο καύσωνα βρέθηκα να ξαναβλέπω τα άπαντα του Lynch, και να αναζητώ 18 ώρες για να δω τον τρίτο κύκλο του Twin Peaks που δείχνει να είναι κατάθεση ζωής εντέλει.
Για ποιο λόγο αναζητώ αυτές τις 18, αυτές τις 38 —μαζί με τις υπόλοιπες ταινίες του— ώρες; Γιατί «ο Ντέιβιντ είναι ιδιοφυΐα, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ψυχή, τα συναισθήματα, την καρδιά. Βέβαια είναι θεοπάλαβος και προβάλλει τον δικό του συναισθηματικό και σεξουαλικό αναβρασμό στη δουλειά του», που λέει και ο Μελ Μπρουκς. Κι εμείς, μέσω του βιβλίου, και μέσω των εικόνων του, γινόμαστε συνοδηγοί του, έντρομοι μα αδηφάγοι συλλέκτες εμπειριών. Κάτι σαν τον νεαρό Κάιλ ΜακΛάχλαν στο Μπλε Βελούδο.
Είναι πρωτότυπη η δομή του Χώρου Ονείρων. Κάθε περίοδος της ζωής του Λιντς περιγράφεται από τη ΜακΚένα μέσω δεκάδων συνεντεύξεων με ανθρώπους που γνώρισαν από κοντά τον Λιντς: πρώην και νυν συνεργάτες, πρώην σύζυγοι, παιδικοί φίλοι, περαστικοί γνώριμοι, όλοι έχουν να πουν τα καλύτερα για τον σκηνοθέτη. Ο οποίος αμέσως μετά από κάθε κεφάλαιο παίρνει ο ίδιος τον λόγο και σχολιάζει, διορθώνει, επεκτείνει τις αναμνήσεις από τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Και απορεί συνεχώς για το ταξίδι που έκανε:
Ένα ταπεινό αγροτόπαιδο από τη Μοντάνα που η περιέργειά του για τον παράξενο κόσμο γύρω του τον οδήγησε στην τέχνη. Ένας έφηβος που είδε μια νυχτοπεταλούδα να κολλάει πάνω στις παχιές στρώσεις χρώματος ενός καμβά του· o θάνατος που φώλιασε, σχηματίζοντας μια γοητευτική δίνη, στον πίνακα και τον γοήτευσε. Η αστική σκληρότητα των λούμπεν συνοικιών της Φιλαδέλφειας των ύστερων εφηβικών χρόνων. Η είσοδός του ως ρομαντικού στον χώρο της ελαφρότητας και του σαρκασμού της κλίκας της ποπ-αρτ και των κοκτέιλ πάρτι της Νέας Υόρκης. Το νεανικό ευρωπαϊκό ταξίδι μέχρι την Αθήνα για τη μακρινή προοπτική μιας κοπέλας, και τα παράξενα βατράχια στην επιστροφή σε στάση στη γιουγκοσλαβική ενδοχώρα. Ο προσηλυτισμός του στον κινηματογράφο, οι σπουδές, η μακρά πορεία προς την πρώτη του κατάθεση, το Eraserhead: «Φτιάχνει έναν φρικιαστικό λάκκο κι εσύ πέφτεις μέσα. Κανονικά θα πρέπει να σε τρομοκρατεί η πτώση, όμως συναντάς ηρεμία και γαλήνη». H τύχη να τον εμπιστευτεί ο Μελ Μπρουκς με το βικτωριανό δράμα του Ανθρώπου Ελέφαντα, ο γραμμικός αφηγηματικός θρίαμβος και οι τσακωμοί με τον Άντονι Χόπκινς. Το αστρικό ρίσκο και η γαλαξιακή αποτυχία του Dune. Η ταχεία ολοκλήρωση της προσωπικής του υπογραφής με το Μπλε Βελούδο. (Το είδα σήμερα τα ξημερώματα ξανά. Τι φρέσκο που δείχνει ακόμη! Και πόσοι το μιμούνται καθημερινά…) Η δόξα στις Κάννες με τον Sailor και τη Lula, η άνοδος και η πτώση του Twin Peaks, η σκοτεινιά του Lost Highway, η αγροτική γαλήνη του Straight Story, η πολυκύμαντη ονειρική κατάληξη του Mulholland Drive, ο κύκλος που έκλεισε με το Inland Empire, με την πειραματικότητά του και την εσωστρέφειά να σε ξαναφέρνει στο εξίσου πειραματικό και εσωστρεφές Eraserhead.
Σε όλα αυτά τα χρόνια φίλοι, γυναίκες, συνεργάτες, ηθοποιοί πέρασαν και στάθηκαν πιστά δίπλα του ή έφυγαν. Ο Λιντς συνέχισε σαν αθώο αφηρημένο παιδί να ανακαλύπτει τον κόσμο γύρω του:
Η ζωή των περισσότερων ανθρώπων είναι γεμάτη μυστήριο, αλλά οι ρυθμοί είναι τέτοιοι στις μέρες μας, που δεν υπάρχει και τόσος χρόνος για να ξαποστάσουμε για να ονειροπολήσουμε και να παρατηρήσουμε αυτό το μυστήριο. Απομένουν πλέον όλο και λιγότερα μέρη στον κόσμο όπου μπορείς να διακρίνεις τα αστέρια στον ουρανό.
Καθετί είναι για τον Λιντς ένα νέο παιχνίδι, τη χρηστικότητα του οποίου πρέπει να εξαντλήσει πριν το διαλύσει σε 40 κομμάτια για να συλλάβει το πώς λειτουργούσε. Και μετά να φτιάξει ένα νέο παιχνίδι από τα συντρίμμια, με το οποίο δεν είναι απαραίτητο ότι θα προσκληθούν πολλοί για να παίξουν μαζί του.
Σε όλα αυτά τα χρόνια ο Λιντς ανοίγει παράθυρα, στα φυσιολογικά τα δικά μας και στα φυσιολογικά τα δικά του που είναι τα αλλόκοτα δικά μας: μιλάμε για έναν άνθρωπο που νόμιζε πως είχε στην κατοχή του για χρόνια τη… μήτρα της Ραφαέλα ντε Λαουρέντις — της τη ζήτησε αυτός ο συλλέκτης αλλόκοτων πραγμάτων όταν έμαθε ότι θα υποβληθεί σε υστερεκτομή, την εποχή κάπου μεταξύ Dune και Μπλε Βελούδου. Για την ιστορία, του δώσανε μια χοίρεια μήτρα κι αυτός την κουβαλούσε μαζί του...
Έχει αδυναμίες η ιδιότυπη αυτή βιογραφία, πέρα από κάποιες χρονικές ανακολουθίες. (Π.χ., το Absolute Beginners που γυριζόταν, λέει, την εποχή του Ανθρώπου Ελέφαντα αντί για 5-6 χρόνια μετά, ή το Tender Mercies που προτάθηκε λέει στον Λιντς μετά το Μπλε Βελούδο του 1986: μιλάμε για την ταινία στην οποία πήρε Όσκαρ ο Ντιβάλ το 1983!) Έχει αυτό τον αγιογραφικό τόνο της εμμονικής θαυμάστριας σε ερωτικό παροξυσμό με το θέμα της. Αλλά έχει μια πλήρη ανάπτυξη της περσόνας του Λιντς, και ο αναγνώστης καλείται να δει τι κρύβεται πίσω από τα παστέλ χρώματα: ο Λιντς ως άτομο που αδυνατεί να υποστηρίξει οποιαδήποτε ουσιαστική συναισθηματική επαφή, ανύπαρκτος ως πατέρας, σκαιός στην εγκατάλειψη της Ροσελίνι όπως και στην εγκατάλειψη κάθε συντρόφου του, αλλά και ο Λιντς ως μοντερνιστής του 21ου αιώνα που περιφέρεται ως εικαστικός, ως σχεδιαστής επίπλων, ως πολυτεχνίτης, ως ιδεολόγος του καφέ («Είναι αδιαμφισβήτητη η πίστη του Λιντς στον καφέ», που λέει και η ΜακΚένα, λες κι άλλα δυο-τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν αποζητούμε καφέ να ανοίξει το μάτι μας: ακόμη και ο καφές του Ντέιβιντ είναι ιερός για τη συγγραφέα, σαν προσκύνημα σε παντόφλες Αγίου), ως συνεργάτης όποιου τον φωνάξει, από τον Λουμπουτέν μέχρι κάτι παράξενες γιαπωνέζικες ροκ μπάντες (μπορεί βέβαια όλα αυτά απλά να είναι προς το ζην; και συνεπώς διόλου κατακριτέα), μέχρι το απίστευτο Ίδρυμα Ντέιβιντ Λιντς για την Ενσυνείδητη Εκπαίδευση και την Παγκόσμια Ειρήνη με τις διδαχές του Μαχαρίσι.
Όμως…
Όμως όλα αυτά σβήνουν όταν μεταφερόμαστε μαζί του στις ώρες που συνέλαβε κάποια σκηνή από ταινία του, στις στιγμές που πελαγωμένος στα γυρίσματα ανακάλυψε έναν αλλιώτικο δρόμο, στις πρωτογενείς ανακαλύψεις του ΜακΛάχλαν ή της Ναόμι Γουότς, στα παράξενα όνειρα με κοκκινολαίμηδες ή τρομακτικές μνήμες που ξέσκισαν την ομορφιά της ειδυλλιακής παιδικής νύχτας, όταν γυμνές βασανισμένες γυναίκες κυκλοφόρησαν στους δρόμους της αθώας επαρχιακής πόλης που μεγάλωσε. Όλα σβήνουν όταν ο Λιντς μιλά με ενθουσιασμό για κάθε στιγμή μιας πολύπλοκης ζωής που ταξίδεψε παντού, από τα δάση της αμερικανικής ενδοχώρας μέχρι τα κόκκινα χαλιά των Όσκαρ και των Καννών, από τα σκοτεινά ετοιμόρροπα εργοστάσια του σύγχρονου Λοτζ μέχρι τα σαλόνια απατεωνίσκων της μοντέρνας τέχνης — και μέχρι τον ίδιο του τον νου. Μέχρι τον ανθρώπινο νου. Κι εκεί, το δαιδαλώδες ταξίδι, δεν μπορούσε να έχει καλύτερο πλοηγό από τον Ντέιβιντ Λιντς.
Ο Χώρος Ονείρων κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ροπή σε μετάφραση της Αφροδίτης Γεωργαλιού, που γνωρίζει πολύ καλά το σύμπαν του Λιντς.