Η ιστορία της ζωής μου σε 5.000 βιβλία
Τα βιβλία που εδώ και δεκαετίες αποκτώ και σωρεύω στη βιβλιοθήκη μου (δηλαδή σε οποιοδήποτε πρόσφορο γι’ αυτή τη δουλειά σημείο του σπιτιού — ακόμα και εκτός σπιτιού σε ορισμένες περιπτώσεις) διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το χρώμα του εξωφύλλου τους, το ύψος και το μέγεθος, ακόμα και ως προς το σχήμα τους κάποτε· διαφέρουν (αλίμονο!) στη φορά των γραμμάτων που έχουν στη ράχη τους, και μας αναγκάζουν να στρέφουμε μια δεξιά, μια αριστερά το κεφάλι για να διαβάσουμε τους τίτλους τους· διαφέρουν ως προς το γραμματειακό τους είδος, την ημερομηνία που είναι σημειωμένη πάνω δεξιά στην πρώτη τους σελίδα και, οπωσδήποτε, ως προς την κατάσταση που τα έχει αφήσει η αναγνωστική μου ορμή ή ακηδία.
Πέρα από όλα αυτά, ωστόσο, τα βιβλία που έχω στη βιβλιοθήκη μου διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς τη σχέση που έχω αναπτύξει μαζί τους στο πέρασμα των χρόνων, και βάσει αυτού του κριτηρίου μπορούν να υπαχθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες και πολλές υποκατηγορίες ή ομάδες. Αν εξαιρέσουμε τα χρηστικά βιβλία, τα κάθε λογής λεξικά δηλαδή («Λεξικόν ομηρικόν», «Λεξικό μουσικών όρων», «Λεξικό της ελληνικής μυθολογίας», «Φιλοτελικό λεξικό») και τα βιβλία αναφοράς («Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», «Όπερα: Συνθέτες, Έργα, Ερμηνευτές», «The Encyclopedia of Murder and Mystery», «Οι περιπέτειες του Τομ Σόγερ»), όλα τα υπόλοιπα, τα οποία φυσικά κείνται ανάκατα στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, διακρίνονται στα βιβλία που έχω διαβάσει και σε εκείνα που δεν έχω διαβάσει.
Από αυτά τα τελευταία κάποια τα θεωρώ τελεσίδικα αδιάβαστα, ξέρω δηλαδή πως —πιθανότατα— δεν υπάρχει περίπτωση να τα διαβάσω, ανεξάρτητα από τον λόγο για τον οποίο τα είχα κάποτε αγοράσει. Η «Μυστική ζωή» του Άγγελου Τερζάκη, το «Πάρκο των ελαφιών» του Νόρμαν Μέιλερ, το «Για την επανάσταση» της Χάννα Άρεντ περιλαμβάνονται, νομίζω, σε αυτή τη θλιβερή κατηγορία. Τότε γιατί τα κρατάς; θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Για πολλούς λόγους φυσικά, είναι η απάντησή μου, αλλά κυρίως επειδή στην ίδια κατηγορία, των τελεσίδικα αδιάβαστων βιβλίων, ήταν πρόπερσι και ο «Πατούχας» του Ιωάννη Κονδυλάκη, τον οποίο τώρα πια σκοπεύω κάποια μέρα, που δεν μπορώ όμως να την προσδιορίσω με ακρίβεια αυτή τη στιγμή, να τον διαβάσω.
Αυτή ακριβώς είναι μια δεύτερη ομάδα αδιάβαστων βιβλίων, στην οποία εντάσσονται όσα βιβλία δεν αναγνώσθηκαν μεν στην ώρα τους, τότε που τα απέκτησα δηλαδή, αλλά δεν έχω παραιτηθεί ακόμα από την πρόθεση να το κάνω κάποια στιγμή, στο εγγύς πλην απροσδιόριστο μέλλον. Πολλά βιβλία, ύστερα από κάποια χρόνια παραμονής σε αυτή την ομάδα, φυσιολογικά μεταφέρονται στην προηγούμενη· σταματάω δηλαδή πια να προγραμματίζω το μέλλον τους ή και να σκέφτομαι μόνο ότι κάποτε πιθανότατα θα τα διαβάσω. Υπάρχουν ωστόσο κάποια άλλα, ο «Παρασκευάς» του Μισέλ Τουρνιέ, οι «Δύσκολες νύχτες» της Μέλπως Αξιώτη, η «Κοινή ανθρώπινη μοίρα» του Σάμιουελ Μπάτλερ, που παραμένουν σε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, του προς μελλοντική ανάγνωση βιβλίου, για πάρα πολλά χρόνια, για δεκαετίες ορισμένα από αυτά.
Η τρίτη ομάδα της κατηγορίας «αδιάβαστα βιβλία» είναι όσα αγοράστηκαν πρόσφατα και, ακουμπισμένα πρόχειρα σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης, στο γραφείο ή στο κομοδίνο, περιμένουν να έρθει η σειρά τους. Για κάποια από αυτά έρχεται γρήγορα. Για άλλα, όπως γίνεται συχνά, η στιγμή της ανάγνωσης καθυστερεί λίγο παραπάνω και, τότε, άλλα βιβλία της ίδιας κατηγορίας έρχονται να στοιβαχτούν επάνω τους και να τα βγάλουν από την κοινή θέα, ώσπου να τα απωθήσουν, σιγά-σιγά, και από τη βραχυπρόθεσμη μνήμη του αναγνώστη. Μερικά από αυτά θα ανασυρθούν παρ’ όλα αυτά στην επιφάνεια και θα διαβαστούν εντός ενός λογικού χρονικού διαστήματος μετά την απόκτησή τους. Κάποια θα παλέψουν για την επιβίωση και θα ηττηθούν. Άλλα δεν θα προσπαθήσουν καν: θα κατρακυλήσουν γρήγορα-γρήγορα δύο θέσεις και θα ενταχθούν στα οριστικώς αδιάβαστα βιβλία.
Η άλλη μεγάλη κατηγορία βιβλίων της βιβλιοθήκης μου περιλαμβάνει εκείνα που, πρόσφατα ή στο απώτατο παρελθόν, τα έχω διαβάσει. Κι εδώ, εννοείται, μπορούμε να διακρίνουμε ομάδες ή υποκατηγορίες — αρκετές μάλιστα, όπως είναι φυσικό. Η μεγαλύτερη, ευτυχώς, κατηγορία περιλαμβάνει εκείνα τα βιβλία μου που τα έχω διαβάσει και, σε γενικές γραμμές τουλάχιστον, θυμάμαι το περιεχόμενο και τη γραφή τους. Παράδειγμα, ένα παλαιό και ένα πρόσφατο, η «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, που την είχα διαβάσει πριν από είκοσι πέντε χρόνια, και το «Βυζάντιο έχει ρεπό» του Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη, που το διάβασα πρόπερσι το καλοκαίρι, των οποίων, και των δύο, μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου σχετικά εύκολα τα κυριότερα χαρακτηριστικά.
Μια άλλη ομάδα διαβασμένων βιβλίων περιλαμβάνει όσα κάποτε τα διάβασα, με μεγάλη ή μικρότερη προσοχή, και σήμερα ελάχιστα μόνο θυμάμαι το περιεχόμενό τους, ή και καθόλου ορισμένες φορές. Κι έτσι, βρίσκομαι καμιά φορά στην παράδοξη θέση να πιάνω στα χέρια μου ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μου, να τον ξεφυλλίζω με περιέργεια και, ενώ θυμάμαι ότι το έχω διαβάσει, θυμάμαι ενδεχομένως και τις συνθήκες αγοράς και ανάγνωσής του, δεν μπορώ να φέρω στη μνήμη μου καμία λεπτομέρεια από το περιεχόμενό του. Για τι να μιλάει άραγε η «Τέχνη της απόλαυσης» του La Mettrie ή η «Εκάτη» του Κοσμά Πολίτη; Δεν ξέρω να πω. Κι όμως θυμάμαι που διάβαζα το πρώτο στο πλοίο που με πήγαινε μιαν άνοιξη από τον Πειραιά στην Ικαρία, ενώ το δεύτερο μαζί με άλλα πέντε μυθιστορήματα ήταν στην εξεταστέα ύλη για ένα μάθημα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο, και το είχα διαβάσει.
Ακόμη χειρότερη ίσως περίπτωση, που όμως συναντάται στη σχετική βιβλιογραφία, είναι εκείνων των βιβλίων που τα αγόρασα δεύτερη φορά, γιατί δεν θυμόμουν καν πως τα είχα ήδη στη βιβλιοθήκη μου, και μάλιστα διαβασμένα — πολύ σπάνια περίπτωση ευτυχώς. Έτσι λοιπόν μου συνέβη πριν από λίγα χρόνια να φέρω στο σπίτι τον «Ταρτούφο» του Μολιέρου, να τον ξεφυλλίσω λίγη ώρα, όπως κάνω πάντα μόλις αποκτάω ένα καινούριο βιβλίο, και, όταν πήγα να τον τοποθετήσω στο ράφι μαζί με τα υπόλοιπα θεατρικά του Μολιέρου, να βρω άλλο ένα αντίτυπο εκεί. Εγώ, που κάποτε σταμάτησα τον αδελφό μου από την αγορά ενός μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη, γιατί θυμόμουν πολύ καλά πως το είχε ήδη στη βιβλιοθήκη του!
Διαφορετικής τάξης διαβασμένα βιβλία είναι εκείνα που τα έχω κάποτε διαβάσει και, ενώ είμαι βέβαιος πως δεν υπάρχει περίπτωση να τα ξαναδιαβάσω ή, έστω, να τα ξεφυλλίσω με νοσταλγία, δεν αποφασίζω να τα αποχωριστώ. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να εκτεθώ παραθέτοντας και άλλους τίτλους από τη δική μου βιβλιοθήκη· η διατύπωση του αφηγητή από το σύντομο μυθιστόρημα «Το χάρτινο σπίτι» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες είναι ακριβέστατη:
Πώς να ξεφορτωθώ, για παράδειγμα, το «Κάλεσμα της άγριας φύσης» χωρίς να ξεριζώσω έναν από τους λίγους θεμέλιους λίθους των παιδικών μου χρόνων, τον «Ζορμπά», που σφράγισε την εφηβεία μου μ’ ένα λυγμό, την «Εικοστή πέμπτη ώρα» και τόσα άλλα βιβλία εξόριστα στα πιο ψηλά ράφια, ανέγγιχτα και ωστόσο σιωπηλά, βυθισμένα στην ιερή αφοσίωση που τους αφιερώνουμε;
Διαβασμένα ή αδιάβαστα, μισοδιαβασμένα ορισμένες φορές, ταλαιπωρημένα ή ανέγγιχτα, ξεχασμένα ή αλησμόνητα, ξεθωριασμένα ή αστραφτερά, με σπασμένη τη ράχη και τσακισμένες τις σελίδες τους, στο υπόγειο ή στο κομοδίνο μας, άλλα σημειωμένα με μολύβι ή στιλό και άλλα ατσάκιστα δίπλα στα όμοιά τους της ίδιας σειράς, με σκληρό ή μαλακό εξώφυλλο, ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα, δοκίμια και παραμύθια, τα βιβλία που έχουμε στη βιβλιοθήκη μας είναι μάρτυρες της ζωής μας και μιλάνε: αφηγούνται την ιστορία του σώματός μας, όπως κάνει και η ποίηση — μόνο που κανείς εκτός από τον αναγνώστη τους δεν μπορεί να τη διαβάσει.