Η καλύτερη εφεύρεση του Θεού
Ανέκαθεν πίστευα ότι οι γιαγιάδες είναι η καλύτερη εφεύρεση του Θεού.
Όχι εν γένει οι γριές —ή ηλικιωμένες, αν μας χαλάει το politically incorrect του όρου—, όχι γενικά και αόριστα οι γυναίκες μιας προχωρημένης ηλικίας. Οι γιαγιάδες. Αυτές που «το ’χουν». Εξ αίματος ή θετές, ακόμα και δανεικές ή εκ παραχωρήσεως, ακόμα και με ξεχείλωμα του όρου, όμως γιαγιάδες. Αυτές που πιάνουν το μωρό χωρίς να τρέμουν μπας και γίνει θρύψαλα, αυτές που δεν φοβούνται μην τυχόν το παραχαϊδέψουν ή το παραμαλώσουν. Αυτές που δεν τους νοιάζει μην και δεν διηγηθούν στο παιδί την ενδεδειγμένη παιδαγωγική ιστορία, που σκασίλα τους κι αν τους ξεφύγει και μια κουβέντα παραπάνω, και στα παλιά τους τα παπούτσια αν κάνουν διάκριση γένους/φύλου και διαχωρισμούς ρόλων όπως «τους έμαθαν από τους παππούδες τους».
Οι γιαγιάδες είναι η καλύτερη εφεύρεση του Θεού. Αυτές που πάνε κόντρα στις τελευταίες επιταγές της παιδοψυχολογίας και της παιδαγωγικής, που σε μπουκώνουνε γλυκά και χάδια και επιμένουν να φας όλο σου το φαΐ για να ψηλώσεις, που φιλάνε το βαβά και σε μαλώνουνε και την ίδια στιγμή σε βεβαιώνουν πως μέχρι να παντρευτείς ή να πας φαντάρος θα έχει γειάνει.
Που γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια τις οδηγίες χρήσης που καρφιτσώνει στο οργανικό οικολογικό ζιπούνι σου η τρελαμένη μάνα και κάνουνε του κεφαλιού τους, γιατί αυτές ξέρουν καλύτερα. Που σε νταχτιρντίζουνε και σου λένε πως πάντα θα είσαι το μωρό τους, κι εξακολουθούν να το λένε όταν έχεις πάει τριάντα σαράντα πενήντα χρονών γάιδαρος. Που σου έχουν έτοιμο τοστάκι και αβγά μάτια τίγκα στο βούτυρο και πατάτες τηγανητές και μακαρόνια με κιμά όταν σιχαίνεσαι το αχνιστό-ψάρι-με-μπρόκολο-και-καρότα της μαμάς και σ’ το ταΐζουνε κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι. Που ξέρουνε παραμύθια και νανουρίσματα και μοιρολόγια. Και κατάρες. Και βρισιές. Και κουτσομπολιό με το καντάρι. Και ιστορίες να μη σου φτάνει μια ζωή να τις ακούς.
Και που δεν το έχουνε σε τίποτα να σου πούνε, «Φέρε εδώ, καλέ, το μωρό να το ταΐσω, κι έχω καιρό να πιάσω μπουλούκι στα χέρια μου». Κι ας μη σ’ έχουνε ξαναδεί στη ζωή τους.
Τι κι αν δεν μιλάς τη γλώσσα τους, τι κι αν δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις. Μικρό το κακό. Άντε λύσε τη μαντίλα σου, κοπέλα μου, να πάρεις λίγο αέρα. Κι άσε τη γριά να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα.
Οι γιαγιάδες. Οι κυματοθραύστες ανάμεσα σ’ εμάς και τον θάνατο.