Η κατάσταση των μεσαίων πραγμάτων

P
Γιώργος Παππάς

Η κατάσταση των μεσαίων πραγμάτων

Είναι περιγραφή της ζωής μου η ανάλυση του Παναγή Παναγιωτόπουλου για τη μεσαία τάξη. Με τις πρώτες μου μνήμες ταυτόχρονες της μεταπολιτευτικής επιτάχυνσης της κοινωνικής κινητικότητας. Με την ανάμνηση της γονεϊκής επιθυμίας να αποκτήσουν πράγματα που το αγροτικό τους υπόβαθρο δεν προσέφερε/απαιτούσε, αλλά που η επαγγελματική τους ενασχόληση επέτρεπε να θεωρούνται εφικτά. Το σπίτι, το αυτοκίνητο, η επιμονή να έχουν τα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον, η ευτυχής συγκυρία τού να συμπέσει το «να γίνει γιατρός» με μια τελική φυσική ατομική κλίση. Η αναζήτηση της ασφάλειας, της ηρεμίας, το διστακτικό άνοιγμα σε ένα καταναλωτικό πρότυπο —το «πήραμε βίντεο» τότε ακόμη—, οι κοινωνικές συγκεντρώσεις: χοροί επαγγελματικών ενώσεων, τραπεζώματα σε γιορτές, ανοιχτοί γάμοι. Οι ήσυχοι άνθρωποι ως ένα ευρύτατο στρώμα που αφομοίωνε λειτουργικά πλείστες όσες διαφορετικές κοινωνικές παραμέτρους και προσπαθούσε να μεταφράσει, εσπευσμένα και προσαρμοσμένα στους καιρούς, την εξέλιξη της μεταπολεμικής δυτικής μεσαίας τάξης. 

Από αυτή τη μεσαία τάξη της Δυτικής μεταπολεμικής κοινωνίας ξεκινά ο Παναγιωτόπουλος, επεκτείνοντας την κεντρική ιδέα που οι μαθητεύοντες στη σκέψη του Tony Judt έχουμε εμπεδώσει από καιρό:

Η πρωτοφανής περίοδος ανάπτυξης και δικαιώματος στο καλύτερο μέλλον των δεκαετιών του ’50 και του ’60, η πρώτη γενιά που δεν γνώρισε πόλεμο ή απολυταρχικές εξουσίες. Η δυνατότητα για αυτοπραγμάτωση και ατομική ευτυχία, η ικανότητα μετάβασης από τη χειρωνακτική στην τριτογενή εργασία, η απόκτηση υλικών αγαθών, το δικαίωμα στη σχόλη, η δυνατότητα να μπορείς να αμφισβητήσεις, από τα τέλη των ’60ς και μετά, με τη δεύτερη γενιά, το ίδιο το πλαίσιο που σου επιτρέπει να εξελιχθείς (μια αμφισβήτηση που δρα όμως σαν αναζωογονητική τροφή για την ίδια τη μεσαία τάξη). Η αχανής μεσαία τάξη ως χώρος που επιτρέπει την ανέλιξη σε οικονομική και κοινωνική κλίμακα. «Η ανοδική κοινωνική κινητικότητα ως απαράβατη ιστορική νομοτέλεια».

Κι αυτή η πορεία της μεσαίας τάξης έρχεται να τρέξει σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, χώρα ιδιαιτεροτήτων. Αναπόφευκτες οι αναφορές στο μνημειώδες έργο του McNeill για τη μεταμόρφωση της χώρας. Μεταμόρφωση που δόμησε πόλεις, διαμόρφωσε και διαμορφώθηκε από την πολιτική πάλη και τους πρώτους μεταπολεμικούς κοινωνικοπολιτικούς αποκλεισμούς, μεταμόρφωση που συνέχισε να τρέχει υπόγεια, μερικά, στη διάρκεια της χούντας, και που εξερράγη με τη Μεταπολίτευση, όταν το δικαίωμα έγινε κτήμα των πολλών. Το όποιο δικαίωμα. Είτε ήταν καταναλωτικού χαρακτήρα, είτε χειραφέτησης ιδεών, συλλογικοτήτων, έως και απωθημένων. 

Αυτή την εξέλιξη της ελληνικής μεσαίας τάξης ο Παναγιωτόπουλος την παρουσιάζει με λεπτομέρεια και διαγνωστική σαφήνεια τομογραφίας υψηλής ευκρίνειας, ως αλληλοεξαρτώμενη από το κράτος. Το βασικό στοιχείο της μεσαίας τάξης, η ασφάλεια, είναι που υποστηρίζεται από ένα κράτος που δημιουργεί δίκτυο: εργαζομένων και έμμεσα οικονομικά εξαρτώμενων. Και η ικανοποίηση αυτής της τάξης, που ορμητικά αποκτά ό,τι εντέλει επιθυμήσει/θεωρεί ότι δικαιούται, είναι μείζων πειρασμός για τις πολιτικές ηγεσίες. Εξ ου και ο δανεισμός που θα συντηρήσει αυτό το προστατευτικό κρατικό δίχτυ, εξ ου και αυτή η ευδαιμονία των πήλινων άκρων.

Σε αυτό το πλαίσιο περιγράφει ο Παναγιωτόπουλος τις άλλες ελληνικές ιδιαιτερότητες/εφευρετικότητες: πάνω απ' όλα το πώς η Ελλάδα μετέφρασε το δικαίωμα στον ατομικισμό της εξελισσόμενης μεσαίας τάξης, σε σκληρό οικογενειακό πυρήνα που περιστρέφεται γύρω από το παιδί (και πώς αυτή η οικογένεια διαχειρίστηκε την αλληλεπίδραση με το κράτος, την εξουσία), αλλά και τη γαλούχησή της από τα νεότευκτα ιδιωτικά ΜΜΕ και την λειτουργικότητα της ατομικής παραοικονομίας. 

Και σε αυτό το πλαίσιο έρχεται να περιγράψει την Ελλάδα της τελευταίας δεκαετίας, των πολλαπλών κρίσεων. Και να διαβάσει το μελλοντικό διακύβευμα: της επερχόμενης εξαΰλωσης της μεσαίας τάξης.

Είναι άραγε μια διαδικασία μη αναστρέψιμη; Είναι νωρίς για να το κρίνουμε: ο συγγραφέας παρουσιάζει μοντέλα πιθανών εσωτερικών διχασμών αυτής της τάξης, που συμβάλλουν στην (αλλά δεν ευθύνονται για) την αποδόμησή της. Και βλέπει πως τα «άκρα του μέσου» επενδύουν με άλλα πολιτικά χαρακτηριστικά την πορεία τους, αλλά και πώς, διεθνώς, η κοινωνική έκπτωση (όχι μόνο οικονομική αλλά και η απώλεια του «παρόμοιου βίου») μετατρέπεται σε πολιτικής χροιάς ένσταση. Πώς το εθνοκεντρικό αφήγημα που πολλοί υιοθετούν εμπεριέχει την ανασφάλεια ακριβώς τού αύριο, την ανάγκη επαναπροσδιορισμού ενός συλλογικού (άρα όχι ατομικά ανασφαλούς) στόχου, πώς η απόδραση από τα αδιέξοδα της μεσαίας τάξης ωθεί τη νέα γενιά (την ευχερέστερα αυτοπροσδιοριζόμενη σε όρους παγκοσμιότητας) στην περαιτέρω λειτουργική αποσύνθεση της μητέρας τάξης. Και εντέλει πώς το αφήγημα κοινωνικών και (όλων των κυρίαρχων) πολιτικών δομών τα τελευταία χρόνια είναι η επιστροφή στην ασφάλεια, στο δίχτυ προστασίας, η «νοσταλγία Εαυτού». Έστω και για λιγότερους. 

Η τομή του Παναγιωτόπουλου είναι πως διαβάζει τη μεσαία τάξη ως μια ενοποιό κινητήριο δύναμη. Αποκαλύπτει τον κοινό σκελετό τόσων, φαινομενικά διαφορετικών, πυρήνων, και αναδεικνύει τον κεντρικό ρόλο της στη διαμόρφωση της χώρας, του αύριο. 

Και η τελική καίρια τομή του είναι η ανάγνωση του ρόλου της μεσαίας τάξης μέσα στην (και μετά την) πανδημία: η ευφυής ανάλυση του αυτοματισμού της «ασφάλειας της οικογένειας» στο πρώτο κύμα, η συνέχιση των διασπαστικών ρευμάτων στη συνέχεια, η κληρονομιά που ενδέχεται (μέσω τηλε-εργασίας, συρρίκνωσης της «οικονομίας της εγγύτητας», περαιτέρω διάκρισης μεταξύ «ταξιδευτών» και «οχυρωμένων», περιορισμένης προστατευτικής κρατικής δικτύωσης) να σημάνει το τέλος της τάξης. Ή την επανεφεύρεσή της, θα έλεγα εγώ, μετά την αναζήτηση μιας νέας κοινής γλώσσας, που ενδεχομένως θα ομιλούν λιγότεροι, αλλά εντέλει θα επιθυμούν να την ομιλούν περισσότεροι.

[ Eικ.: Jonathan Menashy, Morning Walk New York, 2019 ]