Η κυρά με τα πράσινα μανίκια
Όταν πρωτάκουσα τη μελωδία του πασίγνωστου Greensleeves ήμουν σε αρκετά μικρή ηλικία, κι έτσι δεν ήξερα τι ήταν και πότε γράφτηκε. Ήξερα μόνο, από την πρώτη στιγμή, ότι μου άρεσε πολύ. Αργότερα, όταν άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική της Αναγέννησης, ανακάλυψα πως επρόκειτο για τραγούδι εκείνης της εποχής. Πρόσεξα, όμως, ότι ακουγόταν πιο συχνά την περίοδο των Χριστουγέννων. Και αναρωτήθηκα γιατί, μια που οι στίχοι του τραγουδιού δεν είναι καθόλου χριστουγεννιάτικοι. Ευκαιρία για μια σύντομη αναδρομή, λοιπόν.
Η πρώτη καταγραφή του Greensleeves έγινε στο Λονδίνο στις 3 Σεπτεμβρίου 1580, από κάποιον Ρίτσαρντ Τζόουνς, με τίτλο (επιτρέψτε μου τη γλαφυρή μετάφραση), «Ένα νέο λιανοτράγουδο του Βορρά για την κυρά με τα πράσινα μανίκια». Αυτός ο τίτλος, σε συνδυασμό με το γεγονός πως αρκετά τραγούδια με παραπλήσιους τίτλους καταγράφηκαν την ίδια και την επόμενη χρονιά, αφήνει να εννοηθεί πως το τραγούδι ήταν ήδη γνωστό το 1580, άρα παλιότερο. Πόσο παλιότερο, όμως;
Λόγω των στίχων του τραγουδιού (ένας άντρας παραπονιέται γιατί μια γυναίκα τού αρνήθηκε τον έρωτά της, παρά τα ακριβά δώρα που της έκανε), διαδόθηκε ευρέως η φήμη ότι το τραγούδι το είχε γράψει ο Βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος ο 8ος, όταν προσπαθούσε να ρίξει στο κρεβάτι του την Άννα Μπολέιν. Όμως ο Ερρίκος είχε πεθάνει το 1547, και το τραγούδι είναι γραμμένο σε ιταλικό μουσικό ύφος (ισπανικής προέλευσης) που έφτασε στην Αγγλία μετά τον θάνατό του. Επιπλέον, την εποχή εκείνη τα πράσινα μανίκια ήταν ένας ευφημισμός για τις πόρνες — μια που τα μανίκια, υποτίθεται, πρασίνιζαν όταν μια γυναίκα έπεφτε στα χορτάρια με σηκωμένα τα φουστάνια της. Οπότε, ο Ερρίκος δεν θα άφηνε τέτοιο υπονοούμενο για τη γυναίκα που ήθελε να κάνει δική του, πόσο δε μάλλον που εκείνη, αρχικά, αρνιόταν πεισματικά να ενδώσει.
Η συγκεκριμένη μελωδία φαίνεται πως διαδόθηκε και αγαπήθηκε πολύ γρήγορα, και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής και σήμερα, πράγμα που την καθιστά ίσως το μεγαλύτερο σουξέ στην ιστορία της μουσικής. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να γίνει κάποια στιγμή και θρησκευτικό τραγούδι. Άλλωστε, ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, η μελωδία του χρησιμοποιήθηκε σε νανουρίσματα και σε εντελώς άσχετα τραγούδια του μουσικού θεάτρου. Το 1642 δέχτηκε χριστουγεννιάτικους στίχους και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε κάλαντα, με τίτλο The Old Year Now is Fled (Πάει ο παλιός ο χρόνος, όπως θα λέγαμε εμείς, αλλά βέβαια σε άλλη μελωδία), και από τότε μέχρι τον 19ο αιώνα το τραγούδι επέζησε σε διάφορες εκδοχές και διασκευές, ώσπου το 1872 ο μουσικός εκδότης Τζον Στάινερ πήρε την αναγεννησιακή αυτή μελωδία, πήρε και τρεις στροφές από ένα θρησκευτικό ποίημα του Γουίλιαμ Ντιξ (ενός Βρετανού ασφαλιστή με αρκετά ποιήματα στο ενεργητικό του που έγιναν ύμνοι στην αγγλικανική εκκλησία) και δημιούργησε έτσι το «What child is this», που αποτελεί μέχρι και σήμερα μέρος κάθε χριστουγεννιάτικης μουσικής συλλογής.
Παρ’ όλα αυτά, και παρόλο που τώρα έχουμε Χριστούγεννα, όποτε ακούω αυτή τη μελωδία δεν φέρνω στο νου μου το αθώο Θείο βρέφος πάνω στα άχυρα, αλλά εκείνο το αθώο κορίτσι με το όμορφο φόρεμα που έχει πρασινίσει εδώ κι εκεί στα μανίκια από τις τρυφερές του περιπτύξεις πάνω στα χορτάρια.