Η κυρία Β.

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Η κυρία Β.

Παραμονές Εορτών, και στο πρόγραμμά μου βλέπω πως έχω να παραλάβω από το αεροδρόμιο κυρία από τη Νότια Αφρική που φτάνει μέσω Γερμανίας και πηγαίνει απευθείας στον σταθμό των ΚΤΕΛ. ΚΤΕΛ; Μα φυσικά θα πρόκειται για κάποια νεαρή κοπέλα που πηγαίνει να ξανασυναντήσει τον καλοκαιρινό της έρωτα, σκέφτομαι στον δρόμο προς το αεροδρόμιο και κάνω εικόνα την επιβάτιδά μου να καταφθάνει με ένα σακίδιο στην πλάτη και να μου διηγείται τη ρομαντική ιστορία της.

Πόσο έξω είχα πέσει!

Προς το μέρος μου, πλησιάζει χαμογελαστή μία λεπτή, καλοχτενισμένη κυρία λίγο πριν τα 80, με τζιν και αθλητικά, με σακίδιο στην πλάτη και με μία τεράστια βαλίτσα στο χέρι. Δείχνει κάπως ταλαιπωρημένη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ευδιάθετη. Κάθεται δίπλα μου στο αυτοκίνητο κι όχι πίσω, στρέφει το σώμα της προς εμένα και για τα επόμενα πενήντα λεπτά δεν σταματά να μιλά:

«Ζω σε μια μικρή πόλη κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Ήρθα για να δω την κόρη μου που πριν από είκοσι χρόνια ήρθε διακοπές στη Σαντορίνη και δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα, ζει τώρα στη Λάρισα με τον άντρα της και τους τρεις τους γιους. Συνήθως προσγειώνομαι στη Θεσσαλονίκη μέσω Κωνσταντινούπολης, αλλά λόγω της κατάστασης στην Τουρκία προτίμησα αυτή τη λύση. Θα είναι μαζί μας και ο γιος μου που μένει στο Λονδίνο, θα είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που θα έχω όλα τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα Χριστούγεννα, αλλά και η πρώτη φορά που δεν θα έχω τον άντρα μου. Τον έχασα στις αρχές του χρόνου. Το σχεδιάζαμε μαζί αυτό το ταξίδι. Μετά τον χαμό του, έκανα πολλές εβδομάδες να βγω από το σπίτι, είπα θα τα ακυρώσω όλα, τα παιδιά μου επέμεναν πως τώρα είναι που πρέπει οπωσδήποτε να κάνω αυτό το ταξίδι. Μετά τις γιορτές φεύγω για το Κεμπέκ στον Καναδά και από εκεί στο Σαν Φρανσίσκο για οδικό ταξίδι έξι εβδομάδων στο Μεξικό».

Κουράστηκε να μιλά, ακουμπά το κεφάλι της πίσω και πίνει λίγο νερό. Απολαμβάνει τον ήλιο, μου ζητά να ανοίξω λίγο το παράθυρο και συνεχίζει:

«Δύσκολα τα πράγματα εδώ, μαθαίνω. Ο γαμπρός μου είναι άνεργος πλέον, δυσκολεύονται πολύ με τρία παιδιά. Τους βοηθώ όσο και όπως μπορώ, λυπάμαι που είμαι τόσο μακριά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να διευκολύνω την κόρη μου στην καθημερινότητά της», μου λέει κι αλλάζει η έκφρασή της. «Σειρά σου τώρα να μου πεις για σένα, πολύ χαίρομαι που έχω γυναίκα οδηγό, οδηγείς τόσο ήρεμα, νιώθω μεγάλη ασφάλεια!»

Με χαρά αρχίζω να της μιλώ για μένα, εκείνη γελά, επιδοκιμάζει ή σουφρώνει χείλη και φρύδια όταν δεν της αρέσει κάτι που ακούει, κάνει ερωτήσεις.

Φτάνουμε στον σταθμό των λεωφορείων, βγάζω τις αποσκευές της και τη συνοδεύω μέχρι το εκδοτήριο των εισιτηρίων για να είμαι σίγουρη ότι θα φτάσει στον σωστό προορισμό.

«Θα ζητήσω να είσαι εσύ η οδηγός μου σε τρεις εβδομάδες που θα είμαι πάλι εδώ, καλές γιορτές και να προσέχεις», μου λέει καθώς κλείνει και τα δυο μου χέρια στα δικά της…

Περίπου είκοσι ημέρες μετά, ένα πολύ κρύο βράδυ που όλη η παρέα έχει μαζευτεί να κόψει βασιλόπιτα και να παίξει χαρτιά, είμαι και πάλι στον σταθμό των λεωφορείων και περιμένω τη γλυκιά κυρία Β. Με χαιρετά μέσα από το παράθυρο του λεωφορείου, κατεβαίνει όσο ζωηρά της επιτρέπουν τα χρόνια της και φωνάζει ενθουσιασμένη:

«Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Πάμε στο αυτοκίνητο να ζεσταθούμε και να σου πω τα νέα μου!»

Το πλατύ της χαμόγελο και το ζωηρό, νεανικό της βλέμμα με έκαναν να ξεχάσω την κούρασή μου, νιώθω σαν να συνάντησα μια αγαπημένη γειτόνισσα ή οικογενειακή φίλη. Μέχρι να φτάσουμε στο αεροδρόμιο, έχω μάθει όλα τα νέα της οικογένειας, όλα τα κατορθώματα των εγγονών, έχει γελάσει δυνατά και έχει κλάψει για τον σύντροφό της που δεν ήταν εκεί, κι όλα αυτά με ενθουσιασμό εφήβου — την κοιτώ και τη χαίρομαι.

Αναχωρήσεις. Μπαίνω μαζί της στον χώρο της αναμονής, θα χρειαστεί να περιμένει αρκετές ώρες για την πτήση της, θέλω να βεβαιωθώ ότι θα βρει ένα άνετο και ζεστό μέρος, ίσως να καταφέρει και να κοιμηθεί λίγο.

«Ορίστε, αν δεν άλλαζα δρομολόγιο και δεν ερχόμουν στην Αθήνα, δεν θα σε είχα γνωρίσει και δεν θα ήμουν σε τόσο καλά χέρια! Να είσαι καλά και να προσέχεις! Μήπως μπορώ να σε αγκαλιάσω;»

«Και γρήγορα μάλιστα! Ευχαριστώ, κυρία Β.»