Η λάθος αλληγορία
Για όσους ενδιαφέρονται για τη βαθιά και απόλυτη σχέση μεταξύ σκύλου και ανθρώπου (πράγμα που ο «Λευκός Θεός» δεν πραγματεύεται, αφού είναι αλληγορία άλλης στόχευσης), υπάρχει το ανυπέρβλητο αριστούργημα «Ο Άσπρος Μπιμ με το Μαύρο Αυτί» («White Bim Black Ear») του Στάνισλαβ Ροστότσκι.
Από το φιλμ του Ούγγρου σκηνοθέτη Κορνέλ Μουντρούτσο «Λευκός Θεός» αυτό που κυρίως σου μένει είναι η σεκάνς όπου εκατοντάδες σκυλιά εφορμούν στους δρόμους της Βουδαπέστης. Η σκηνή συνιστά το αποκορύφωμα της αλληγορικής αφήγησης της ταινίας (η αλληγορία προέρχεται από το μυθιστόρημα «Ατίμωση» του νομπελίστα Τζ. Μ. Κούτσι), όπου τα σκυλιά (κόπροι κυρίως) αντιπροσωπεύουν τις εκτοπισμένες και καταπιεσμένες εθνοτικές μειονότητες της Ουγγαρίας — και είναι πραγματικά μια εκπληκτική σεκάνς, η αδιαμφισβήτητη δύναμη της οποίας επιτρέπει στην ταινία να ξεπεράσει την αστάθεια της κεντρικής μεταφοράς (ράτσες/μειονότητες) γύρω από την οποία περιστρέφεται ο αφηγηματικός άξονας. Καλοπροαίρετο αλλά βαθύτατα προβληματικό, το φιλμ «Λευκός Θεός» απλοποιεί βάναυσα την περίπλοκη ιστορία ενός έθνους που βίωσε κατακτήσεις και επιμιξίες, προκειμένου να δημιουργήσει μία ουσιοκρατική παραβολή για το πώς ορισμένες «ράτσες» έχουν την τύχη να γεννιούνται σε πιο προνομιούχες συνθήκες.
Ως μέρος μιας σιωπηρής εκστρατείας κοινωνικού «καθαρισμού», ένας νέος φόρος που επιβάλλεται στους ιδιοκτήτες ημίαιμων σκύλων έχει αφήσει τους δρόμους της Βουδαπέστης γεμάτους με εγκαταλελειμμένα αδέσποτα. Τα συνεργεία με τους μπόγιες δουλεύουν όλο το εικοσιτετράωρο, τα υπερπλήρη καταφύγια λειτουργούν περισσότερο σαν κέντρα ευθανασίας, ενώ διάφοροι χαφιέδες αναφέρουν τους ιδιοκτήτες κοπρόσκυλων στις Αρχές, που εξαναγκάζουν τους ανθρώπους ή να πληρώσουν ή να ξεφορτωθούν τα κουτάβια τους. Έτσι, όταν ο συμπαθέστατος κοπριτάκος Χάγκεν πάει μαζί με την έφηβη ιδιοκτήτη του Λίλι να μείνουν με τον μπαμπά της τον Ντάνιελ, ο τελευταίος δεν χαίρεται και πολύ για την εμφάνιση του σκύλου. Η σκληρή μεταχείριση του γλυκούλη Χάγκεν από τον Ντάνιελ αρχίζει από το πρώτο κιόλας βράδυ: κλεισμένο όλη νύχτα στο μπάνιο, το σκυλί κλαίει και ηρεμεί μόνο όταν η Λίλι τού παίζει στην τρομπέτα την Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2 του Φραντς Λιστ. Τελικά, κι αφού παρεμβληθούν ένας αδιάκριτος γείτονας και ο χολερικός μαέστρος της ορχήστρας όπου παίζει η Λίλι, ο Χάγκεν εγκαταλείπεται από τον Ντάνιελ κάτω από μια γέφυρα, παρά τις παθιασμένες διαμαρτυρίες της Λίλι. Η αποπομπή του Χάγκεν από το σπίτι θέτει σε κίνηση τη βασική πλοκή της ταινίας, που είναι εντέλει μια ιστορία εκδίκησης.
Αν και το να βρεθείς μόνος σου σε αφιλόξενους δρόμους είναι επικίνδυνο, προσφέρει επίσης μια χειραφετική ελευθερία για τον σκυλάκο μας. Ο Χάγκεν τακιμιάζει με μια αγέλη αδέσποτων και είναι επιτέλους χαρούμενος. Αυτή η γεύση τού πώς είναι η ζωή χωρίς αφέντη είναι χάρμα, αλλά πολύ γρήγορα οι Αρχές έρχονται να μαζέψουν τους τετράποδους αντάρτες, η διχόνοια και το επιτακτικό ένστικτο αυτοσυντήρησης των οποίων τους καθιστούν εύκολους στόχους για τους μπόγιες. Μετά από ένα κουραστικό κυνηγητό (που θα ταίριαζε καλύτερα σε χολιγουντιανό παραμύθι με τον σκύλο Μπετόβεν παρά σε σοβαρό φιλμ), ο Χάγκεν πιάνεται από τον μπόγια και πωλείται σε έναν τύπο που οργανώνει σκυλομαχίες και που μεταμορφώνει τον γλυκό σκυλάκο σε άγριο δολοφόνο-μαχητή.
Αποδιωγμένος, αλλοτριωμένος και τελικά μεταμορφωμένος σε όπλο στα χέρια άλλων, ο Χάγκεν είναι πραγματικά ό,τι πρέπει ως όχημα για τους πολιτικούς σκοπούς της ταινίας. Δυστυχώς, ο Μουντρούτσο αποφασίζει να επιμείνει στο σκέλος της ελεγείας για τους εγκαταλελειμμένους, παραλληλίζοντας τον αγώνα ζωής ή θανάτου του Χάγκεν με το ταξίδι της Λίλι μέσα στη μουσική παιδεία και την εφηβική αυτο-ανακάλυψη. Έτσι, σταδιακά χάνει το focus και ξεφεύγει. Ο σκηνοθέτης επιστρέφει λοιπόν στη Λίλι, η οποία, μετά από μια άκαρπη αναζήτηση για το χαμένο κουτάβι της, ασχολείται με άλλα θέματα: τους πειρασμούς και τους περισπασμούς της εφηβείας, τον έρωτα για έναν ομορφούλη πιανίστα, το πρώτο μεθύσι, τη συμφιλίωση με τον πατέρα της, τις συνεχείς πρόβες πάνω στον Λιστ για την επερχόμενη συναυλία της.
Η ριζική ασυμφωνία μεταξύ της ιστορίας της Λίλι και της σκυλίσιας εξέγερσης στους δρόμους επιδεινώνεται μέσα από τις μορφικές αντιφάσεις του φιλμ. Ο «Λευκός Θεός» είναι χωρισμένος στα δύο από τις τονικές και αφηγηματικές δυσαρμονίες μεταξύ των δύο ιστοριών που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται ο δημιουργός ότι ανήκουν στην ίδια ταινία. Όταν αφηγείται την ιστορία των σκύλων, ο Μουντρούτσο —σε μια προσπάθεια να διευκολύνει το κοινό να ταυτιστεί με τον Χάγκεν— χρησιμοποιεί πολυάριθμα, άκομψα υπερσυναισθηματικά πλάνα αλά καμερά σουμπζεκτίφ (δηλαδή, η κάμερα, υποτίθεται, δείχνει ό,τι ακριβώς βλέπει ο Χάγκεν). Έτσι, όμως ο σκηνοθέτης χαλάει την κατά τα άλλα αποτελεσματική για τους σκοπούς της αφήγησης τακτική του να τραβάει σε κοντρ-πλονζέ (από κάτω προς τα πάνω, με την κάμερα να βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα εικονιζόμενα). Εν τω μεταξύ, στην ιστορία της Λίλι, ο Μουντρούτσο χρησιμοποιεί την τετριμμένη «τεχνική» της σπασμωδικής και κουνημένης κάμερας, που δήθεν θα μας κάνει να νιώσουμε οικειότητα, να βιώσουμε την εσωτερική πάλη των ηρώων, να αντιληφθούμε την αυξανόμενη ένταση κλπ.
Ευτυχώς, η κορύφωση της ταινίας ισορροπεί κάπως τα πράγματα, καθώς ο σκυλίσιος στρατός εφορμά στο κέντρο της πόλης για να επιτεθεί στους αστούς αφέντες: η κάμερα σταθεροποιείται επιτέλους σε μια σειρά από καλοστημένα ταμπλό βιβάν και ωραία τράβελινγκ, και η σταθερότητά της υπογραμμίζει ακριβώς την ενότητα των σκύλων αλλά και εξ αντιδιαστολής το χάος που επιφέρει η ανταρσία τους. Τούτου λεχθέντος, αυτή η κίνηση της εξέγερσης εμφανίζεται πολύ λιγότερο απειλητική από ό,τι θα περίμενε κανείς. Και η απειλή εξαλείφεται πλήρως καθώς εξελίσσεται η σκηνή και γίνεται σαφές ότι αυτό που θέλει ο Χάγκεν δεν είναι μια πλήρους κλίμακας επανάσταση, αλλά απλώς να δαγκώσει τους πιο αντιπαθητικούς τύπους που συνάντησε στο φοβερό ταξίδι του.
Παρότι το φιλμ είναι ευχάριστο, το γεγονός ότι το θέμα εδώ είναι η προσωπική εκδίκηση —και όχι η ανατροπή της δομής εξουσίας που καλλιεργεί αυτό το κλίμα εκμετάλλευσης από το οποίο βασανίστηκε ο Χάγκεν— αποκαλύπτει και τον φθαρμένο χαρακτήρα της αλληγορίας του Μουντρούτσο. Ο «Λευκός Θεός» επικαλείται την απειλή εξέγερσης της κατώτερης τάξης μόνο και μόνο για να αφοπλίσει την ίδια την έννοια της εξέγερσης των μειονοτήτων και να συκοφαντήσει τη σκοπιμότητα και την αξία της επανάστασης ως εργαλείου για την πολιτική αλλαγή. Η πιο λεπτή, αλλά ίσως και πιο αποκαλυπτική, απόδειξη της άγνοιας της ταινίας για το ιδεολογικό φορτίο της (πράγμα πολύ διαδεδομένο στην τέχνη, όπως μας θυμίζει ο Μαρξ και οι μετά από αυτόν θεωρητικοί) είναι το μουσικό μοτίβο που χρησιμεύει ως ένας από τους βασικούς παράγοντες δόμησης της αφήγησης. Η Ουγγρική Ραψωδία αρ. 2 του Φραντς Λιστ, η μελωδία που ο Χάγκεν ταυτίζει με την πρώην αφεντικίνα του, ακούγεται αρκετές φορές στην ταινία: στις πρόβες για τη συναυλία, στη συναυλία, σε άλλα σημεία ως μοτίφ μέσα στο μελοδραματικό σάουντρακ, ακόμα και σε ένα φιλμάκι καρτούν Τομ και Τζέρι που παίζει σε μια τηλεόραση στο καταφύγιο ζώων. Μετά την αρχική επίθεσή τους στο κέντρο της πόλης, τα σκυλιά διακόπτουν τη συναυλία της εφηβικής ορχήστρας (όπου παίζει το ίδιο πάλι κομμάτι), και τότε η Λίλι τρέχει να βρει το κουτάβι της. Αφεντικό και σκύλος τελικά ξαναβρίσκονται σε ένα σφαγείο, όπου η επιθετικότητα του Χάγκεν απέναντι στη Λίλι επιβεβαιώνει τη συνενοχή και της ίδιας στην κακομεταχείριση που έχει υποστεί το σκυλί. Τα σκυλιά δείχνουν τα γυμνά δόντια τους και γρυλίζουν στο ανυπεράσπιστο κορίτσι, ενώ ο Ντάνιελ αρπάζει ένα φλογοβόλο (για τον Θεό, κύριε Μουντρούτσο!) για να προσπαθήσει να προστατεύσει την κόρη του. Αλλά, στο τέλος, είναι η τρομπέτα της Λίλι που καταπραΰνει τα άγρια ζώα και επαναφέρει μια κάποια συμβολικά αόριστη αρμονία.
Η επιλογή από τον Μουντρούτσο να βάλει το κομμάτι του Λιστ (του πιο διάσημου συνθέτη ουγγρικής καταγωγής μαζί με τον Μπέλα Μπάρτοκ) να λειτουργεί ως όχημα για κοινωνική συμφιλίωση δείχνει ακόμη περισσότερο τη λάθος κατεύθυνση της αλληγορικής κατασκευής του. Πρόκειται για μια σύνθεση που γράφτηκε από έναν γερμανοτραφή συνθέτη (σε αντίθεση με τον μεγαλωμένο στη Βουδαπέστη Μπάρτοκ, ο Λιστ έζησε στην Αυστρία και τη Βαϊμάρη της Γερμανίας και θεωρείται κεντρική φιγούρα της Νέας Γερμανικής Σχολής), ο οποίος, μέσα στον ρομαντικό θαυμασμό του για τον πολιτισμό και το κουλέρ λοκάλ της Ουγγαρίας, ενσωμάτωσε μέσα στις ραψωδίες, όχι μόνο στοιχεία από τη μουσική των Τσιγγάνων, αλλά και την κληρονομιά των verbunkos, δηλαδή της μουσικής που έπαιζαν οι στρατιωτικές μπάντες όταν περνούσαν από τα χωριά και καλούσαν τους νέους να καταταγούν. Το γεγονός ότι ο επαναστατημένος όχλος του Μουντρούτσο σκύβει το κεφάλι σε αυτήν την μελωδία —μια μελωδία που παντρεύει τη μειονοτική παράδοση με μια εθνικιστική, στρατοκρατική αύρα— συνοψίζει εντέλει επακριβώς μια ταινία που, παρά την αξιομνημόνευτη σεκάνς των σκύλων που εφορμούν, προσφέρει τελικά σκύλους που γαβγίζουν αλλά δεν δαγκώνουν.