Η λάθος επιλογή
Αυτό που μάθαμε από την ηχογραφημένη συνομιλία του Τραμπ με τον Υπουργό Εσωτερικών της Τζόρτζια, Μπραντ Ραφενσπέργκερ, δεν ήταν βέβαια ότι ο Τραμπ συνεχίζει την προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος των εκλογών. Αυτό το ξέραμε. Μάθαμε όμως ότι υπάρχουν και κάποιοι Ρεπουμπλικανοί που είναι διατεθειμένοι να τον πολεμήσουν ανοιχτά για να προστατεύσουν το πολίτευμα. Και δεν εννοώ τόσο την άρνηση του Ραφενσπέργκερ να ενδώσει στις πιέσεις «να βρεθούν 11.780 ψήφοι», όσο την κίνησή του να μαγνητοφωνήσει τη συνομιλία και να τη δώσει στη δημοσιότητα μέσω της Washington Post (είναι εξαιρετικά απίθανο να έκανε κάποιος άλλος τη μαγνητοφώνηση, και μάλιστα χωρίς να το ξέρει ο ίδιος). Κίνηση που δείχνει πρόθεση για ανοιχτό εσωκομματικό πόλεμο πλέον, αφήνοντας κατά μέρος την αποτυχημένη πολιτική του κατευνασμού.
Και πραγματικά ήταν καιρός να τελειώσει η φαντασίωση πως ο Τραμπ χρειάζεται χρόνο για να χωνέψει ψυχολογικά την ήττα του, ότι θα ξεθυμάνει και θα κάνει πίσω σιγά-σιγά, ή —στην επίσημη εκδοχή της— ότι «ο Πρόεδρος έχει κάθε δικαίωμα να αμφισβητήσει δικαστικά το αποτέλεσμα των εκλογών», όπως είχε πει ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, Μιτς Μακόνελ. Η συνεχής αναβολή της σύγκρουσης με τον Τραμπ απλά εμπέδωσε στους ψηφοφόρους του κόμματος την εικόνα ότι η ήττα του ήταν αποτέλεσμα γενικευμένης νοθείας. Έτσι, τώρα που ήρθε αναπόφευκτα η σύγκρουση με την πραγματικότητα, η ηγεσία των Ρεπουμπλικανών δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον Τραμπ αλλά και την παγιωμένη άποψη της βάσης του κόμματος.
Το ειρωνικό είναι ότι ένας βασικός λόγος που ο Μακόνελ φοβόταν τη σύγκρουση ήταν πως ήθελε τη στήριξη του Τραμπ ώστε να κερδίσει τις επαναληπτικές εκλογές για τις 2 έδρες της Γερουσίας στην Τζόρτζια, οι οποίες γίνονται την Τρίτη. Τώρα, όμως, η νίκη των Ρεπουμπλικανών κινδυνεύει τόσο από την όλο και πιο εμφανή εσωτερική διχόνοια στο κόμμα, όσο και από την πιθανή μειωμένη συμμετοχή των ψηφοφόρων που θεωρούν τις εκλογές στημένες. Έτσι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο Μακόνελ να μην είναι πλέον αρχηγός της πλειοψηφίας και να μην μπορεί να προβάλει εμπόδια ούτε στο νομοθετικό έργο των Δημοκρατικών, ούτε στους διορισμούς κυβερνητικών στελεχών και δικαστών από τον Μπάιντεν. Ενδεχομένως να είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα ακόμα και αν ο Μακόνελ είχε προβάλλει εξαρχής αντιρρήσεις στον Τραμπ· τώρα όμως έχουμε επιπλέον το τεράστιο πλήγμα εμπιστοσύνης των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, πράγμα που θα ζημιώσει τη χώρα για πολλά χρόνια.
Κι εδώ είναι που πρέπει να σκεφτούμε και τον ρόλο που πρέπει να παίξει ο Τζο Μπάιντεν ως επόμενος Πρόεδρος. Ο Μπάιντεν μέχρι τώρα είχε θέσει ως σαφή προτεραιότητα την επούλωση των τραυμάτων της χώρας από τη διχαστική ρητορική και πρακτική του Τραμπ επί τέσσερα χρόνια (και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για ακόμα περισσότερα). Επί ένα μήνα μετά τις εκλογές έλεγε επανειλημμένα ότι «κατανοεί τη δύσκολη θέση» των Ρεπουμπλικανών βουλευτών και γερουσιαστών που δεν είχαν αναγνωρίσει τη νίκη του, καθώς δεν μπορούσαν να έρθουν σε άμεση σύγκρουση με τον Τραμπ. Ακολούθησε δηλαδή την ίδια τακτική του κατευνασμού που είχε και ο Μακόνελ, υποτιμώντας τον κίνδυνο της παγίωσης μιας λανθασμένης εικόνας για δήθεν αναξιοπιστία των εκλογών. Άλλαξε για λίγο τον τόνο του μετά την ψηφοφορία του Κολλεγίου των Εκλεκτόρων στις 14 Δεκεμβρίου, επιτιθέμενος σε όσους αμφισβητούσαν ακόμα την εγκυρότητα του αποτελέσματος, αλλά στις χθεσινές εξελίξεις δεν πήρε θέση (τουλάχιστον μέχρι τη Δευτέρα το πρωί ώρα Ελλάδος, που γράφτηκε αυτό το κείμενο).
Ο στόχος της εθνικής ομόνοιας είναι βεβαίως εξαιρετικά σημαντικός, ειδικά τώρα. Τις ίδιες ευγενείς προθέσεις είχε όμως και ο Ομπάμα το 2008, όταν έλεγε, «There are no Blue States and Red States, there are only the United Stated of America». Αρχικά προσπάθησε μάταια να κερδίσει τη στήριξη μερικών έστω Ρεπουμπλικανών στο Κογκρέσο για τα νομοσχέδιά του, αλλά μέχρι το 2012 είχε αναγκαστεί να αλλάξει τακτική, βλέποντας την απόλυτη ακαμψία της άλλης πλευράς. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Μακόνελ το 2010, όταν η χώρα είχε μόλις ανακάμψει από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση των προηγούμενων εκατό ετών, ότι ο βασικότερος στόχος του κόμματός του ήταν να περιορίσει τον Ομπάμα σε μία μόνο προεδρική θητεία.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι αντίπαλοι της περιόδου Ομπάμα αντιμετωπίζουν τώρα την απειλή του εθνικού διχασμού απέναντι σε έναν ακόμα μεγαλύτερο εχθρό, τον απολυταρχισμό και τον λαϊκισμό του Τραμπ. Από τη μια πλευρά ο Μακόνελ, που έσπειρε ανέμους με την πόλωση στην περίοδο Ομπάμα και τον κατευνασμό στην περίοδο Τραμπ, τώρα θερίζει θύελλες. Παλεύει να διατηρήσει την ενότητα των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία και έχει εμπλακεί σε ένα αδιέξοδο μπρα-ντε-φερ με τον Τραμπ που μάλλον δεν μπορεί να κερδίσει κανείς από τους δύο, αφού ο πρώτος θα διατηρήσει κάποια θεσμική δύναμη και μετά τις 20 Ιανουαρίου, ενώ ο δεύτερος θα συνεχίσει να επηρεάζει τους ψηφοφόρους με την πολεμική ρητορική του.
Και, από την άλλη πλευρά, ο τότε Αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, που έκανε καριέρα ως μετριοπαθής και συμβιβαστικός πολιτικός, θα πρέπει τώρα να δείξει πυγμή και να συγκρουστεί χωρίς δισταγμό ώστε να ανακόψει έστω και την ύστατη στιγμή την περαιτέρω ολίσθηση της δημοκρατικής ομαλότητας. Ο κατευνασμός μπροστά στην απειλή του απολυταρχισμού, όσο και αν είναι δελεαστικός ελιγμός, ξέρουμε πολύ καλά από την Ιστορία ότι τελικά είναι η λάθος επιλογή.