Η λατρεία της εξαπάτησης
Η έννοια του πολίτη περιέχει την έννοια της συμμετοχής στα κοινά, ή τουλάχιστον της ενημέρωσης για τα κοινά, καθώς υποτίθεται ότι ο ενήμερος πολίτης είναι και ικανός να παίρνει αποφάσεις όποτε καλείται να το πράξει από την πολιτεία ή όποτε κρίνει ο ίδιος ότι πρέπει να το πράξει. Και για να αποφύγει κανείς το φιλτράρισμα και τη μεροληψία στην παρουσίαση των σχετικών ειδήσεων από τους δημοσιογράφους (μια που το επάγγελμα αυτό δεν διανύει και την καλύτερη περίοδό του τα τελευταία χρόνια), τι πιο λογικό από το να προστρέξει στην άμεση πληροφόρηση, δηλαδή στην παρακολούθηση των συνεδριάσεων στη Βουλή των Ελλήνων, σωστά;
Εδώ όμως προκύπτει ένα μικρό πρόβλημα: η ποιότητα των ομιλιών στην αίθουσα της Βουλής είναι χαμηλή· πολύ χαμηλή. Πάντα ήταν χαμηλή, αλλά η ύπαρξη ζωντανής τηλεοπτικής κάλυψης των συνεδριάσεων το κατέστησε αυτό αντιληπτό σε όλους (και όχι μόνο στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες), και μάλιστα τα τελευταία χρόνια το κακό έχει παραγίνει, με αποτέλεσμα η κοινοβουλευτική διαδικασία συχνά να παρομοιάζεται (όχι άδικα) με κακή επιθεώρηση στο Δελφινάριο.
Κοινότοπη διαπίστωση, θα πείτε. Ναι. Τη διατυπώνω, όμως, γιατί κάτι τέτοιες στιγμές αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο η αξία των σπουδαίων κειμένων του παρελθόντος, που παραμένουν πάντα επίκαιρα γιατί δεν αναφέρονται μόνο σε πρόσωπα ή καταστάσεις της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν, αλλά βλέπουν βαθιά και σκιαγραφούν χαρακτηριστικά που ταλαιπωρούν τις ανθρώπινες κοινότητες εδώ και χιλιετίες.
Έτσι και πριν λίγες μέρες, όταν διάβασα το βιβλίο Περί κακοποίησης των λέξεων, του Άγγλου φιλοσόφου του 17ου αιώνα Τζον Λοκ (μετάφραση Άννα Δαμιανίδη, εισαγωγή Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος 2017), αναπόφευκτα στάθηκα στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Εφόσον το ευφυολόγημα και ο φανταχτερός λόγος βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο απ’ όσο η απλή αλήθεια και η αληθινή γνώση, ο μεταφορικός λόγος και ο υπαινιγμός στη γλώσσα σπάνια θα θεωρηθούν ως ατέλειά της ή κακή χρήση της. Ομολογώ ότι, στον διάλογο που αναζητούμε περισσότερο ευχαρίστηση και απόλαυση παρά πληροφόρηση και βελτίωση, τέτοια στολίδια που δανείζονται απ’ αυτούς σπάνια περνούν για λάθη. Ωστόσο, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα πράγματα όπως είναι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ολόκληρη η τέχνη της ρητορικής, παρά την τάξη και τη σαφήνεια, όλες οι επιτηδευμένες και μεταφορικές χρήσεις των λέξεων που επινόησε η ευγλωττία, δεν κάνουν άλλο από το να υποβάλλουν λανθασμένες ιδέες, να κινούν τα πάθη, κι έτσι να αποπροσανατολίζουν την κρίση. Κι έτσι είναι στ’ αλήθεια η τέλεια απάτη: οπότε, όσο αξιέπαινες κι επιτρεπόμενες κι αν τις κάνει η ρητορεία σε δημηγορίες και δημόσιες ομιλίες, είναι απολύτως αποφευκτέες σε κάθε συζήτηση που προτίθεται να πληροφορήσει ή να εκπαιδεύσει. Κι όταν ασχολούμαστε με την αλήθεια και τη γνώση, δεν μπορεί παρά να τις σκεφτόμαστε σαν μεγάλο μειονέκτημα, είτε της γλώσσας είτε του προσώπου που τις χρησιμοποιεί. […] Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω πόσο λίγο η συντήρηση και η βελτίωση της γνώσης απασχολούν το ανθρώπινο είδος, αφού βλέπουμε ότι προτιμώνται και καλλιεργούνται οι τέχνες της απάτης. Είναι φανερό το πόσο πολύ οι άνθρωποι αρέσκονται να εξαπατούν και να εξαπατώνται, αφού η ρητορική, αυτό το παντοδύναμο εργαλείο λάθους και δόλου, έχει τους καθιερωμένους επαγγελματίες της, διδάσκεται δημόσια, και πάντοτε έχαιρε μεγάλης φήμης. Και δεν αμφιβάλλω ότι θα θεωρηθεί μεγάλο θράσος εκ μέρους μου, αν όχι βαρβαρότητα, το να λέω τόσα πολλά εναντίον της. Η ευγλωττία […] έχει υπερβολικά εμφανή ομορφιά [με αποτέλεσμα να αντέχει] οποιαδήποτε κριτική εναντίον της. Και είναι μάταιο να βρίσκεις τα ελαττώματα σε αυτές τις τέχνες της εξαπάτησης όταν στους ανθρώπους αρέσει τόσο πολύ να εξαπατώνται».
Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, αναδύθηκαν αμέσως από την άβυσσο της μνήμης (για να το πω με τον αρμόζοντα ποιητικοφανή στόμφο) εικόνες από συνεδριάσεις της Βουλής: εκπρόσωποι του λαού να αγορεύουν με ύφος δέκα καρδιναλίων, να καταφεύγουν διαρκώς σε παροιμίες και γνωμικά, να χρησιμοποιούν λογοπαίγνια σε κάθε δεύτερη πρόταση, να χαμογελούν αυτάρεσκα με τα δήθεν αστεία τους ή με τις δήθεν αποστομωτικές απαντήσεις κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, να πετούν ατάκες που θα μπορούσαν να είναι κλεμμένες από κακογραμμένες επιθεωρήσεις, να επικαλούνται το συναίσθημα του ακροατή, να αναπαράγουν αστικούς ή εθνικιστικούς μύθους, να εκτοξεύουν απίστευτες ανοησίες, λογικές πλάνες και ασύστολα ψεύδη, να αναρωτιούνται με περισσή θεατρικότητα πώς είναι δυνατόν να μην ενστερνίζονται όλοι τη δική τους (αυτονόητα σωστή) άποψη, να παίρνουν μάγκικο ύφος λες και μιλούν σε καφενείο, να κάνουν μορφασμούς νομίζοντας πως έτσι ο στείρος, στεγνός και άκαμπτος λόγος τους αποκτά εκφραστικότητα — και τα ρητορικά σχήματα, Θεέ μου, όλα αυτά τα ρητορικά σχήματα που σε κάνουν να θέλεις να πεθάνεις από πλήξη και σε απωθούν σε σημείο αποστροφής…
Σύμφωνα με μια θεωρία συνωμοσίας, όλα αυτά γίνονται επίτηδες, έτσι ώστε ο λαός να μη θέλει να βλέπει τις συνεδριάσεις, ή όταν τις βλέπει να μένει σε αυτά τα επιφανειακά επικοινωνιακά κόλπα και να μην μπορεί να μπει στην ουσία των όσων συζητούνται. Αλλά εγώ δεν δέχομαι καμιά θεωρία συνωμοσίας, και, ακολουθώντας την περιβόητη λεπίδα του Όκαμ, προτιμώ την πιο απλή εξήγηση: οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν τον μέσο όρο μας, γιατί αποτελούν μέρος αυτού του μέσου όρου. Συζητούν σαν ημιμαθείς θαμώνες καφενείου γιατί τέτοιοι είναι και οι ίδιοι. Βλέπετε, τα πτυχία (όταν υπάρχουν) δεν συνεπάγονται εύρος γνώσεων, ούτε βέβαια ηθικό ύψος, παρά μόνο κάποιο σχετικό βάθος σε έναν πολύ συγκεκριμένο τομέα. Και αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την ανάγκη συμμόρφωσης προς την πεπατημένη, και αν ταυτόχρονα θυμηθούμε και τη γνωστή ρήση «η εξουσία διαφθείρει», το αποτέλεσμα μάλλον προκαλεί τρόμο, καθώς μια ενδεχόμενη κατάρρευση του κοινοβουλευτισμού κάτω από το βάρος της εσωτερικής αποτυχίας και της εξωτερικής απαξίωσης είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε όχι και πολύ ευχάριστες καταστάσεις (εδώ, για να μιμηθώ και τους εκπροσώπους του έθνους, ταιριάζει η γνωστή παροιμιώδης φράση περί λύκου και αναμπουμπούλας).
Θα πείτε, βέβαια, ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Εννοείται. Στατιστικά, αν μη τι άλλο, δεν γίνεται να είναι όλοι ίδιοι. Μόνο που όσοι δεν είναι τέτοιου είδους ίδιοι, δεν φτάνουν και πολύ ψηλά. Γιατί, βλέπετε, υπάρχει και ο παράγοντας που μας θυμίζει τόσο εύστοχα ο Λοκ: στους ανθρώπους (άρα και στους ψηφοφόρους) αρέσει πολύ να εξαπατώνται.
[ Εικονογράφηση: Matt Sesow, «Ο ρήτορας» (2009, λεπτομέρεια) ].