Η λατρεία της θλίψης

C
Γιώργος Κυριαζής

Η λατρεία της θλίψης

Κατά κανόνα, οι άνθρωποι θέλουν να είναι χαρούμενοι και κάνουν ό,τι μπορούν για να το πετύχουν. Η αντίθετη συμπεριφορά θεωρείται αρνητική και, σε ακραίες περιπτώσεις, αρρωστημένη. Παρ’ όλα αυτά, πάντοτε υπήρχαν άνθρωποι που υιοθετούσαν μια διαφορετική στάση και εμφάνιζαν μια ροπή προς τη μελαγχολία, λέξη που, άλλωστε, απαντά ήδη στον Ιπποκράτη και στη θεωρία του περί χυμών. Σε κάποιες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, μάλιστα, αυτή η ροπή έγινε λατρεία, η θλίψη έγινε της μόδας, και πολλοί υπερηφανεύονταν για τη μελαγχολία που τους διακατείχε.

(Εδώ πρέπει να τονίσω ότι αναφέρομαι στη θλίψη, τη μελαγχολία, και όχι στην κατάθλιψη, η οποία είναι ασθένεια με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δεν έχει καμία σχέση με το θέμα).

Ένα από τα παλαιότερα δείγματα μιας τέτοιας στάσης είναι το βιβλίο του Εκκλησιαστή στην Παλαιά Διαθήκη. Η εναρκτήρια φράση του, «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», έγινε, και παραμένει ακόμη, σύμβολο μιας φιλοσοφίζουσας διανοητικής στάσης που ψάχνει την ουσία στο καθετί κοιτάζοντας ερευνητικά πίσω από τα φαινόμενα. Όπως, όμως, συμβαίνει με κάθε καλλιτέχνημα που αποκτά μεγάλη δημοσιότητα, οι άνθρωποι έδωσαν στο κείμενο το νόημα που ήθελαν οι ίδιοι. Έτσι, ο Εκκλησιαστής απέκτησε μυθικές διαστάσεις μεταξύ των διανοουμένων χάρη στην εναρκτήρια φράση του (και σε μερικές ακόμη), οι περισσότεροι όμως παρακάμπτουν το γεγονός ότι σκοπός του κειμένου είναι να τονίσει πόσο μάταια είναι όλα μακριά από τον Θεό, ενώ ελάχιστοι θυμούνται ότι το κείμενο τελειώνει με την κάθε άλλο παρά διανοουμενίστικη παραίνεση: «υιέ μου, φύλαξαι, του ποιήσαι βιβλία πολλά· ουκ έστι περασμός, και μελέτη πολλή κόπωσις σαρκός», δηλαδή μην ασχολείσαι με τα βιβλία, γιατί αυτά δεν τελειώνουν ποτέ, και άλλωστε το διάβασμα είναι κουραστικό.

Αυτό όμως είναι αρχαία υπόθεση. Στις πιο κοντινές μας εποχές, και σε ό,τι αφορά τη μουσική, έχουμε συνδέσει τη θλίψη και τη μελαγχολία με τον ρομαντισμό, δηλαδή με τον 19ο αιώνα — και όχι άδικα, μια που εκείνη την περίοδο αυξήθηκαν κατά πολύ οι εκφραστικές δυνατότητες των οργάνων, πράγμα που επέτρεψε στους συνθέτες να επιχειρήσουν να εκφράσουν μέσα από τη μουσική τους ένα ευρύτατο πλέγμα συναισθημάτων και καταστάσεων. Δύο αιώνες νωρίτερα, όμως, στην Αγγλία, η μελαγχολία ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα του συρμού μεταξύ των ευγενών. Αυτό δεν προέκυψε από το πουθενά, καθώς η (ερωτική, ιδίως) θλίψη εκφραζόταν ήδη σε πάμπολλα μεσαιωνικά τραγούδια και τον 16ο αιώνα έγινε αγαπημένο θέμα των συνθετών, όπως φαίνεται στα περισσότερα σανσόν και μαδριγάλια. Στην Αγγλία των αρχών του 17ου αιώνα, όμως, η μελαγχολία ήταν σίγουρο σημάδι ανωτερότητας, απόδειξη ότι ο άνθρωπος που περιέφερε τη θλίψη του εδώ κι εκεί ήταν ώριμος, ποιοτικός, βαθύς, και ικανός να νιώσει έντονα αλλά λεπτά συναισθήματα. Όπως ήταν φυσικό, αυτή η διαδεδομένη αντίληψη οδήγησε τους συνθέτες σε μανιέρες και δημιούργησε τους ανάλογους «αστέρες της ποπ», όπως θα λέγαμε σήμερα.

Ένας τέτοιος αστέρας ήταν ο Τζον Ντόουλαντ, κατ’ άλλους Ντάουλαντ (John Dowland, 1563-1626), λαουτίστας, τραγουδιστής και συνθέτης, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τα μελαγχολικά, κυρίως, τραγούδια του αλλά και με τα κομμάτια του για λαούτο ή για βιόλες με συνοδεία λαούτου, πολλά από τα οποία ήταν επίσης μελαγχολικά. Τίτλοι όπως Κυλήστε, δάκρυά μου (Flow, my tears), Θλίψη, μείνε (Sorrow, stay) και Είδα την κυρά μου να κλαίει (I saw my lady weep) ενθουσίαζαν το κοινό τότε, αλλά και τώρα. Βέβαια, όπως έχουμε δει και στην περίπτωση του Μότσαρτ, και όπως συμβαίνει και σήμερα, το γεγονός ότι ένας συνθέτης ακολουθεί τη μανιέρα της εποχής του δεν μειώνει καθόλου το έργο του. Στην περίπτωση του Ντόουλαντ, έχουμε έναν εξαιρετικό λαουτίστα που έβαζε τη θρυλική γλυκύτητα του παιξίματός του και στις συνθέσεις του, και συνόδευε τους στίχους (όπου υπήρχαν) καταφέρνοντας να τους αναδείξει ιδανικά με την επιλογή των κατάλληλων συγχορδιών, ποικιλμάτων και μελωδικών περασμάτων.

Το αγαπημένο μου κομμάτι του Ντόουλαντ είναι το In Darkness Let Me Dwell, κι αυτό για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τα περισσότερα λαουτοτράγουδα (και του ίδιου του Ντόουλαντ), δεν είναι στροφικό, πράγμα που επιτρέπει μεγαλύτερη σύνδεση της μουσικής με τους στίχους. (Το ποίημα, αγνώστου ποιητή, έχει και δεύτερη στροφή, την οποία όμως ο Ντόουλαντ δεν ενσωμάτωσε στη σύνθεσή του). Έπειτα, η θλίψη που το διαπερνά δεν είναι ερωτική, αλλά το (ανομολόγητο) αίτιό της φαίνεται πως βρίσκεται πολύ βαθύτερα. Ως φύσει αισιοαπαισιόδοξος άνθρωπος, μου αρέσει να το βλέπω σαν τέχνασμα: όσο πιο σκοτεινό το τούνελ (η θλίψη), τόσο πιο λαμπερό φαίνεται το φως στην άκρη του (η χαρά), που είναι και ο στόχος, άλλωστε. Τέλος, περιέχει μουσικά ευρήματα που με συγκινούν ιδιαίτερα, όπως η εναρκτήρια (και καταληκτική) φράση, που κρατά τη διάφωνη νότα (την τέταρτη της συγχορδίας), ενώ η λύση (η τρίτη) έρχεται μόνη της, αιωρούμενη, χωρίς συνοδεία, καθώς και η χρήση ορισμένων ιδιαίτερων διάφωνων συγχορδιών σε καίρια σημεία. Και οι στίχοι... οι στίχοι...

Θα κατοικήσω στο σκοτάδι, για πάτωμα θα έχω τη θλίψη,

για στέγη την απελπισία, να μου κρύβει κάθε χαρούμενο φως,

οι τοίχοι θα είναι κατάμαυροι και υγροί, θα κλαίνε,

η μουσική μου, καταχθόνιοι, παράφωνοι ήχοι που θα διώχνουν τον ύπνο.

Έτσι, με συντροφιά τα βάσανά μου και ξαπλωμένος στον τάφο μου,

θα πεθαίνω ζώντας, ώσπου να έρθει ο θάνατος.

Το τραγούδι είναι αγαπημένο πολλών τραγουδιστών (κι εγώ έτσι την πάτησα), αλλά κανείς δεν το έχει πει πιο δραματικά και εκφραστικά από τον κοντρατενόρο Michael Chance. Μπορείτε να το βρείτε στο YouTube, όμως αγνοήστε τη σκηνοθεσία, που διαπνέεται από μια παρωχημένη αισθητική τύπου βιντεοκλίπ, και αφεθείτε στην υπέροχη φωνή του Chance και στο μεστό και γλυκό παίξιμο του Paul Beier.

Και μην ξεχνάτε: ο στόχος είναι πάντοτε η χαρά.

[ Η εικόνα είναι ο Λαουτίστας (1620) του Φλαμανδού ζωγράφου Theodoor Rombouts (1597-1637) ].