Η μαγεία της ατέλειας

C
Γιώργος Κυριαζής

Η μαγεία της ατέλειας

Ακούγεται περίεργο να προτείνεις σε κάποιον να ακούσει τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Είναι ένα έργο που όποιος διατηρεί μια έστω και περιφερειακή σχέση με την κλασική μουσική το έχει οπωσδήποτε ακούσει, και μάλιστα τόσο πολύ που το έχει βαρεθεί πλέον και δεν θέλει να το ξανακούσει, ενώ ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται για αυτά τα πράγματα δεν θέλει να το ακούσει έτσι κι αλλιώς. Όμως, νομίζω ότι μπορώ να αλλάξω γνώμη και στους δυο.

Οι Τέσσερις Εποχές είναι ένα από τα πρώτα έργα κλασικής μουσικής που άκουσα στη ζωή μου (αν εξαιρέσουμε, βέβαια, τα κομμάτια για πιάνο που μελετούσα όταν ήμουν μικρός). Για την ακρίβεια, μάλλον ήταν το δεύτερο, μετά από τον Γαλάζιο Δούναβη του Γιόχαν Στράους. Κι αυτό, χάρη στο παμπάλαιο ραδιοπικάπ με λυχνίες που είχαμε τότε, και χάρη στη (μικρή αλλά ποιοτική) συλλογή δίσκων βινυλίου της αδελφής μου. Όπως είναι φυσικό, με συνεπήρε αμέσως με τη μελωδικότητα και τη ρυθμικότητά του, και πολλές φορές με έπιανα να σιγομουρμουρίζω κάποιο σκοπό, συνήθως το πρώτο μέρος της Άνοιξης ή του Φθινοπώρου, ανάμεσα στα τραγούδια των Doors και των Pink Floyd που είχα αποστηθίσει από τα δώδεκά μου.

Μερικά χρόνια αργότερα, στο λύκειο, τα έφερε έτσι η ζωή που άρχισα να παίζω μπάσο σε χέβι μέταλ συγκρότημα. Και ο κιθαρίστας και ψυχή του γκρουπ, ο Γιώργος Θάνος, είχε τρέλα με τις Τέσσερις Εποχές και συχνά έπαιζε μελωδίες από εκεί για ζέσταμα — με  φουλ παραμόρφωση, εννοείται. Έτσι, είδα αλλιώς το έργο. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα ότι το μπαρόκ είναι ροκ, και ότι ο Βιβάλντι είναι ο πιο ροκ από όλους τους «κλασικούς» συνθέτες.

Οι Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι είναι ουσιαστικά τέσσερα κοντσέρτα για βιολί, που γράφτηκαν κατά τα έτη 1716-1717 και εκδόθηκαν το 1725. Το καθένα ακολουθεί την τυπική φόρμα του κοντσέρτου της εποχής του μπαρόκ, δηλαδή ένα γρήγορο και μελωδικό πρώτο μέρος, ένα αργό και ακόμη πιο μελωδικό δεύτερο μέρος, και ένα δεξιοτεχνικό και μελωδικό τρίτο μέρος. Και, ναι, είπα τη λέξη «μελωδικό» τρεις φορές. Τέτοια κοντσέρτα γράφονταν συνεχώς εκείνη την εποχή, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Αυτό που κάνει όμως τις Τέσσερις Εποχές να ξεχωρίζουν είναι το γεγονός ότι διαθέτουν χαρακτηριστικά προγραμματικής μουσικής, πράγμα που καθιστά το έργο και πρωτοποριακό, εκτός από πανέμορφο. Συγκεκριμένα, ο Βιβάλντι τα συνέλαβε ως ένα ενιαίο έργο, δημιουργώντας αυτό που θα λέγαμε στις μέρες μας «concept album» (ιδού άλλη μια σύνδεση με το ροκ, και συγκεκριμένα με το progressive ροκ της δεκαετίας του 1970), και ενσωμάτωσε στη μουσική στοιχεία που προσπαθούν να εκφράσουν εξωμουσικές έννοιες: ρυάκια να τρέχουν, πουλιά να κελαηδούν, σκυλιά να γαβγίζουν, καταιγίδες, μύγες, μεθυσμένους χορευτές, κυνηγετικές ομάδες, παγωμένα τοπία και φωτιές. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, στην πρώτη έκδοση του έργου ο Βιβάλντι συνόδεψε τα τέσσερα κοντσέρτα του με τέσσερα σονέτα που έγραψε ο ίδιος, από τα οποία φαίνεται ξεκάθαρα πως η πρόθεση του συνθέτη ήταν να ξυπνήσει στον ακροατή τις αισθήσεις και τα συναισθήματα που προκαλεί στον άνθρωπο η καθεμιά από τις εποχές. Η σχέση ανάμεσα στα σονέτα και στα κοντσέρτα είναι άρρηκτη, και είναι να απορεί κανείς που δεν συνοδεύουν σήμερα κάθε ηχογράφηση και κάθε εκτέλεση του έργου. Ιδού, λοιπόν, τα σονέτα, σε πρόχειρη δική μου μετάφραση:

ΑΝΟΙΞΗ

Allegro

Έφτασε η Άνοιξη, και την επιστροφή της

Τη γιορτάζουν τα πουλιά με χαρωπό κελάηδισμα.

Και τα ρυάκια συνοδεύουν της αύρας την ανάσα

Κυλώντας με γλυκό μουρμουρητό:

Οι καταιγίδες, οι κήρυκες της Άνοιξης, βρυχώνται,

Σκεπάζοντας τον ουρανό με μαύρο πέπλο,

Κι ύστερα σβήνουν στη σιωπή, και τα πουλιά

Ξαναρχίζουν το μαγευτικό τραγούδι τους.

 

Largo

Στο ανθοστόλιστο λιβάδι, κάτω από τα κλαδιά,

ακούγοντας το θρόισμα των φύλλων κοιμάται ο βοσκός,

με τον πιστό του σκύλο πλάι του.

 

Allegro

Με τη γιορτινή υπόκρουση της τσαμπούνας,

νύμφες και βοσκοί ανάλαφρα χορεύουν

κάτω από της Άνοιξης τις ζωηρές τις φυλλωσιές.

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Allegro non molto - Allegro

Είναι σκληρή η εποχή, σκληρός κι ο ήλιος,

Υποφέρουν άνθρωποι και ζώα, το πεύκο καίγεται.

Ακούγεται η φωνή του κούκου, κι ακολουθεί

Το γλυκό τραγούδι του σπίνου και του τρυγονιού.

Ο ζέφυρος πνέει γλυκά, μα ο Βοριάς, απειλητικός,

Έρχεται να τον παραμερίσει.

Τρέμει ο βοσκός, γιατί φοβάται

Πως θα ’ρθει μπόρα δυνατή.

 

Adagio e piano - Presto e forte

Ο φόβος για τα αστραπόβροντα

Στερεί τον ύπνο του βοσκού

Κι οι σκνίπες κι οι μύγες πετούν μανιασμένες.

 

Presto

Αλίμονο, οι φόβοι του βγήκαν αληθινοί.

Ο ουρανός αντηχεί, και το χαλάζι

Κόβει το κεφάλι του σταριού και καταστρέφει τον καρπό.

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Allegro

Γιορτάζουν οι χωρικοί με τραγούδια και χορούς

Για τη χαρά μιας πολύ καλής σοδειάς

Και γεμάτοι απ’ του Βάκχου το ποτό

Πολλοί το ρίχνουν στον ύπνο.

 

Adagio molto

Όλοι ξεχνούν τις έγνοιες τους, χορεύουν, τραγουδούν,

Γιατί η ατμόσφαιρα είναι χαρούμενη

Κι η εποχή τούς καλεί όλους μαζί

Να ξυπνήσουν απ’ τον γλυκό τον ύπνο, να γιορτάσουν.

 

Allegro

Οι κυνηγοί βγαίνουν την αυγή.

Με σάλπιγγες, όπλα και σκυλιά αρχίζουν το κυνήγι.

Το θήραμα τρέχει, κι εκείνοι ακολουθούν τα χνάρια του.

Τρομαγμένο και κουρασμένο απ’ την οχλοβοή

Όπλων και σκυλιών, το πληγωμένο ζώο

Να ξεφύγει προσπαθεί, μα τελικά πεθαίνει.

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Allegro non molto

Τρέμουμε απ’ το κρύο στο παγωμένο χιόνι

Μες στη σκληρή ανάσα ενός ανέμου φοβερού.

Τρέχουμε, με βήματα βαριά κάθε στιγμή,

Με δόντια που κροταλίζουν απ’ την παγωνιά.

 

Largo

Περνάμε ωραία και γαλήνια δίπλα στη φωτιά

Ενώ έξω η βροχή μουσκεύει τα πάντα ώς το μεδούλι.

 

Allegro

Βαδίζουμε στο παγωμένο μονοπάτι αργά, με προσοχή,

Μήπως γλιστρήσουμε και πέσουμε.

Μετά γυρίζουμε απότομα, γλιστράμε, πέφτουμε καταγής,

Σηκωνόμαστε και περπατάμε βιαστικά πάνω στον πάγο μη ραγίσει.

Νιώθουμε τον ψυχρό βοριά να διαπερνά το σπίτι

Κι ας είναι όλα κλειδαμπαρωμένα.

Είναι χειμώνας, αλλά κι αυτός

Έχει τις δικές του χάρες.

* * *

Και επανέρχομαι εκεί από όπου ξεκίνησα: πώς γίνεται να προτείνεις σήμερα σε κάποιον να ακούσει τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι, αφού οι μισοί το έχουν ακούσει σε σημείο κορεσμού, και οι άλλοι μισοί δεν ακούν κλασική μουσική έτσι κι αλλιώς;

Η απάντηση είναι απλή, και συνοψίζεται σε μια λέξη: εκτέλεση.

Το έργο έχει γνωρίσει πάρα πολλές εκτελέσεις, οι οποίες φυσικά ποικίλλουν σε έκφραση, ταχύτητα και δυναμικές. Κάθε μαέστρος ή σολίστας καταθέτει τη δική του ξεχωριστή ερμηνεία του μουσικού κειμένου, και βγάζει τη δική του προσωπικότητα μέσα από τη μουσική. Και, όσο παλιότερα πηγαίνουμε, τόσο πιο έντονο είναι αυτό το φαινόμενο. Για να γίνει ελκυστικό, λοιπόν, το έργο σε κάποιον που δεν ακούει κλασική μουσική, το μόνο που χρειάζεται είναι να επιλέξουμε μια εκτέλεση που να τονίζει τα ροκ στοιχεία του, και μάλιστα ξεφεύγοντας από τα εμφανισιακά και συμπεριφορικά στερεότυπα με τα οποία έχουμε συνδέσει την κλασική μουσική. Και, για να γίνει ελκυστικό σε αυτόν που έχει βαρεθεί να το ακούει, το μόνο που χρειάζεται είναι να επιλέξουμε μια εκτέλεση που να τονίζει τις υφολογικές διαφορές που υπάρχουν ήδη στην παρτιτούρα, δίνοντάς τους λίγη παραπάνω σπιρτάδα, οξύτητα και γλυκύτητα.

Και υπάρχει ένας μουσικός που όταν ερμηνεύει τις Τέσσερις Εποχές συνδυάζει όλα αυτά τα στοιχεία, ικανοποιώντας τα αιτήματα και των δύο κατηγοριών ακροατών που προανέφερα: ο Nigel Kennedy. Ο Kennedy είναι ο ορισμός τού (καλώς εννοούμενου) crossover artist: ένας μουσικός που δεν καταλαβαίνει από στεγανά, αλλά αντιμετωπίζει πιο ελεύθερα τα διάφορα μουσικά είδη, σεβόμενος όμως, παράλληλα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Συχνά τον κατηγορούν για το περίεργο ντύσιμό του και για την «υπερβολική» ερμηνεία του, αλλά αυτά τα λένε άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την επιφάνεια, και όχι για την ουσία — γιατί η ουσία (του Βιβάλντι, εν προκειμένω) είναι εκεί, πιο ζωηρή από ποτέ άλλοτε.

Ο δίσκος που έβγαλε ο Nigel Kennedy με τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι γνώρισε τεράστια επιτυχία, αλλά εγώ σας προτείνω να δείτε και να ακούσετε αυτήν εδώ τη ζωντανή εκτέλεση, την οποία βρίσκω εντυπωσιακή και συγκινητική, αφενός για τη σημειολογία της, που συμπυκνώνει το νόημα της τέχνης γενικότερα για την ανθρωπότητα (ένας Άγγλος βιολονίστας μαζί με μια πολωνική ορχήστρα δωματίου ερμηνεύουν το έργο ενός Ιταλού συνθέτη σε μια πόλη της νότιας Γαλλίας, σηκώνοντας την τρίχα ενός Έλληνα ακροατή μερικά χρόνια αργότερα), και αφετέρου γιατί έχει ατέλειες. Και οι ατέλειες (τα μικρολαθάκια, οι αστοχίες, τα ολισθήματα στον ρυθμό, τον τόνο και την ομοιογένεια) είναι αυτές που ντύνουν τη μουσική με μαγεία, την κάνουν ζωντανή και ανθρώπινη. (Αρκεί να δείτε την αντίδραση του κοινού μετά το τρίτο μέρος του Καλοκαιριού, και θα καταλάβετε).

Η τελειομανία των ηχογραφήσεων έχει καταντήσει κουραστική, για τα δικά μου αυτιά, τουλάχιστον. Δεν χρειάζεται να είμαστε τέλειοι. Το μόνο που χρειάζεται είναι να καταφέρουμε να κάνουμε το κοινό να συμμετέχει, έστω και μόνο συναισθηματικά· να ξεκινήσουμε πάνω στη σκηνή ένα ταξίδι, και οι ακροατές να νιώθουν την ανάγκη να έρθουν μαζί μας, αφήνοντας τα πάντα πίσω τους.

Αυτό είναι η μουσική.

[ Εικόνα: Walter Crane, A Masque for the Four Seasons (1845-1915), λεπτ. ].