Η μεγάλη διάπαυση του κόσμου
Είναι τώρα αρκετά χρόνια που διαπιστώνουμε, μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά, την αποδόμηση του κεφαλαίου που ονομάσαμε «Γενιά του Πολυτεχνείου». Και ποιος δεν έμεινε να βάλει το λιθαράκι του σ’ αυτό… Αυτοί που επέλεξαν να είναι έξω από τα κιγκλιδώματα στα χρόνια της χούντας και που τώρα πια έκριναν πως όλα ξεχάστηκαν και πως τους παίρνει να ξεμυτίσουν πάλι. Εκείνοι που, όντας από τη μέσα μεριά, θέλησαν να εξαργυρώσουν τα ένσημα που τους μέτρησε ο λαός. Αυτοί που βρήκαν ανοιχτή την πόρτα και μπήκαν, απλά, για να μαγαρίσουν ένα ακόμα σύμβολο, έτσι, για να έχει νόημα η ζωή τους. Αυτοί που, πώς τα φέρνει η άτιμη η ζωή κι όλο κάτι γίνεται και ξεχνούν. Οι άλλοι, οι βιαστικοί, οι πολυάσχολοι ή ακόμα εκείνοι που πάντα θα «προτιμούν την σκιά».
Αυτή η αποδόμηση δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει και τη λογοτεχνία. Κι εκεί που το κεφάλαιο αυτό της ιστορίας μας σταμάτησε, όπως φαίνεται, να εμπνέει τους Έλληνες συγγραφείς, ίσως θεωρώντας πως όλα πια έχουν ειπωθεί, ή πως το Πολυτεχνείο έχει πάψει να πουλάει, ήρθε κάποιος απ’ έξω, από κείνους που ονομάζουμε —καθόλου τυχαία— πιο Έλληνες από τους Έλληνες, για να μας ταρακουνήσει. Να μας ξυπνήσει στέλνοντάς μας για δώρο μια Μαίρη. Κι η Μαίρη βρήκε πολλά καινούργια να μας δώσει.
Ο λόγος για τον Άρη Φιορέτο.
Κάποτε είχε πει πως η σπονδυλική του στήλη είναι ελληνική, το νευρικό του σύστημα αυστριακό, αλλά επιμένει να γράφει σουηδικά· εγώ πάντως, σαν Έλληνα τον χαίρομαι.
Πριν διαβάσω τη Μαίρη, το μυθιστόρημα στο οποίο θέλω σήμερα να αναφερθώ, είχα διαβάσει ένα άλλο δικό του μυθιστόρημα, τον Τελευταίο Έλληνα. Μ’ εκείνο το έργο, ένιωσα πως ο Φιορέτος ξέρει να μιλάει κατευθείαν στην ψυχή μου. Τότε το απέδωσα κυρίως στο θέμα του βιβλίου που ήταν ο ξεριζωμός και η υποχρεωτική μετανάστευση. Ένα θέμα που πάντα με αναστατώνει. Με τη Μαίρη, ο Φιορέτος μάς γυρνάει στο 1973 ξεκινώντας με την εξέγερση στο Πολυτεχνείο και συνεχίζοντας στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και τις φυλακές της εξορίας.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν τότε μόνο 13 χρονών και ζούσε με τους γονείς του στη Σουηδία, δεν δυσκολεύεται καθόλου να κεντήσει λογοτεχνικά μια φάση της ελληνικής ιστορίας που έχει τόσο βάρος. Ένα μυθοποιημένο γεγονός, στο οποίο, με την πένα του, καταφέρνει να αποδώσει απόλυτα και με μεγάλη διαύγεια την ατμόσφαιρα που επικρατούσε.
Παρακολουθούμε τις μέρες εκείνες έτσι όπως τις έζησε και τις κατέγραψε σε ομοιόμορφα κομμένα φύλλα χαρτιού η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Μαίρη. Μια νεαρή φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής που προέρχεται από φιλοχουντική οικογένεια και η οποία μαθαίνει εκείνες ακριβώς τις μέρες πως μέσα της κουβαλάει μια νέα ζωή. Το παιδί του Δήμου, του αριστερού φίλου της, ο οποίος, ενταγμένος στον αντιδικτατορικό αγώνα των φοιτητών, βρίσκεται μέσα στο Πολυτεχνείο. Η Μαίρη, στην προσπάθειά της να μπει στον χώρο του Πολυτεχνείου και να ανακοινώσει στον Δήμο την εγκυμοσύνη της, συλλαμβάνεται και οδηγείται κατ’ αρχήν στην Ασφάλεια και στη συνέχεια εξόριστη σε κάποιο νησί.
Με τη διήγησή της η Μαίρη έχει σαν στόχο να μας μιλήσει για το δικό της μεγάλο δίλημμα που γεννιέται με τη σύλληψή της και παράλληλα ν’ απαντήσει στα εφτά ερωτήματα που της είχε θέσει ο Δήμος, όταν την παρακαλούσε να ξεκλειδώσει τον εαυτό της και να του αποκαλυφθεί. Τα εφτά ερωτήματά του θ’ αποτελέσουν και τα κεφάλαια των γραπτών της, τις δέσμες στις οποίες ταξινομεί τα χαρτιά της, σαν τις μοίρες του ροδιού: Ποιος; Γιατί; Πού; Τι; Πώς; Πότε; Και μια τελευταία ακόμα ερώτηση, που τα λόγια δεν είναι αρκετά για να την περιγράψουν.
Στα γραφόμενά της διαχέεται συνεχώς η σχέση, ο έρωτάς της με τον αγαπημένο της, τα όσα αντικατοπτρίζει ο ραγισμένος καθρέφτης μέσα από τον οποίο παρελαύνουν τα πρόσωπα της οικογένειάς της —η μάνα, «το κατακάθι του καφέ» όπως την αποκαλεί, ο Τέο, ο αγαπημένος ετεροθαλής αδελφός της, ο αδιάφορος πατέρας—, πάντα παράλληλα με τη βαρβαρότητα, τον πόνο και την ασχήμια των φυλακών κι ενός τόπου εξορίας.
Το έμβρυο στα σπλάχνα της που της ξύπνησε το μητρικό ένστικτο, η συνύπαρξή της με τις άλλες κρατούμενες, αλλά και η σχέση της με την παιδική της φίλη, τη Στέλλα, δίνει γυναικεία οπτική στα γεγονότα, η σκληρότητα των οποίων, όμως, δεν αφήνουν σε καμιά περίπτωση να γίνει η διήγηση γλυκερή.
Στη Μαρία ή Πολεομαρία ή Μαριοπασχαλίτσα ή Μαίρη ή Μαίρη-Μαίρη, μια νεαρή γυναίκα με πολλά ονόματα και με κανένα, δεν αρέσει να εμπιστεύεται τα μεγάλα λόγια. Δεν πιστεύει στα συνθήματα γιατί, όπως λέει, τελειώνουν πάντα με θαυμαστικά. Η Μαίρη του Άρη Φιορέτου δεν έχει σαν στόχο να μας διηγηθεί απλά τα συμβάντα εκείνων των μηνών από την εξέγερση μέχρι την Άνοιξη του 1974 (χρόνος που ολοκληρώνεται η διήγησή της). Μέσα από ένα ατελείωτο παιχνίδι με τις λέξεις και τις έννοιες, η επιλογή των οποίων θα δώσουν στα πράγματα τη δική της μοναδική ταυτότητα, είναι εδώ για να μας πείσει πως το κεφάλαιο που λέγεται «Γενιά του Πολυτεχνείου» δεν έχει κλείσει ποτέ. Αρκεί μόνο ν’ αλλάξουμε τα θαυμαστικά στο τέλος των συνθημάτων που γράφτηκαν τότε στους τοίχους της Ελλάδας με ερωτηματικά, ή αποσιωπητικά. «Στην αβεβαιότητα», μας αποκαλύπτει, «κρύβεται η δύναμη. […] Η αβεβαιότητα είναι που κάνει το αύριο πραγματικό». Το μυστικό είναι να τολμάμε ν’ αμφισβητούμε και να μη σταματάμε να ψάχνουμε ποτέ.
Ο Φιορέτος γεννήθηκε το 1960 στο Γκέτεμποργκ από Έλληνα πατέρα και μητέρα Αυστριακή.
Ζει μεταξύ της Στοκχόλμης και του Βερολίνου, όπου εργάζεται διδάσκοντας λογοτεχνία. Οι σπουδές του στο Γέιλ και στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης ήταν στον τομέα της Ιστορίας της Λογοτεχνίας. Για το συγγραφικό του αλλά και το μεταφραστικό του έργο έχει βραβευθεί επανειλημμένα τόσο στη Γερμανία όσο και στη Σουηδία. Στα ελληνικά μεταφράστηκαν κάποια έργα του, αμετάφραστο όμως παραμένει ακόμα το δεύτερο μέρος της τριλογίας που, μαζί με τον Τελευταίο Έλληνα και τη Μαίρη, ο ίδιος ονόμασε Ελληνικό Τρίπτυχο.
Η Μαίρη του Άρη Φιορέτου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Κώστα Κοσμά από την γερμανική γλώσσα, ο οποίος μας έδωσε ένα κείμενο τόσο πλούσιο και στρωτό, που μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε μήπως το βιβλίο έχει γραφτεί κατευθείαν στα ελληνικά.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Για τι πράγμα μιλάς;» Πέρασα μια τελευταία φορά τη μύτη και τα μάγουλά μου με κρέμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν έδινα προσοχή σ’ αυτά που έλεγε, το μυαλό μου ήταν στο αν οι αναμνήσεις μπορούν να παλιώσουν τόσο, που στο τέλος να μη θυμάσαι πια τον ζωντανό άνθρωπο, παρά μόνο τις φωτογραφίες του. Μήπως ήταν αυτή η στιγμή που πεθαίνει, χωρίς να έχει πεθάνει; Ήταν κάτι που είχε αποφασιστική σημασία;
«Μάλλον για την κοκκινέλη την επτάστικτο». Ο Δήμος έκανε μια κίνηση με το χέρι του. «Το επίσημο όνομα είναι διάπαυση. Το διάλειμμα εννοώ. Μερικές φορές ξυπνάνε κι είναι τόσο ζαλισμένες, λες και έχουν πάρει ηρωίνη. Όμως στην πραγματικότητα είναι απλώς επιφυλακτικές».
Γέλασε δυνατά. Τότε είδα το έντομο που δεν έλεγε να φύγει από το ακροδάχτυλό του. Τίναξε το χέρι του στο παράθυρο και έπειτα άρχισε ένα τραγουδάκι που είχε μάθει όταν είχε πάει στους συγγενείς του στη Σουηδία: Πέτα, πασχαλίτσα, πέτα. Πέτα στη δύση, πέτα στο νότο. Πέτα να βρεις τ’ αδέλφια σου. Έτσι ζαρωμένη στο κελί μου, εύχομαι τη μακρύτερη διάπαυση του κόσμου.