Η μέση οδός

L
Νίκος Δασκαλάκης

Η μέση οδός

Υπάρχουν ημέρες που, ασυναίσθητα, ψάχνω να δω αν ο Παρθενώνας παραμένει στη θέση του. Είναι ένα περίεργο συναίσθημα, καμιά φορά μετατρέπεται και σε όνειρο, ή μάλλον σε εφιάλτη, όπου, επάνω στον Βράχο δεν στέκει πια τίποτε όρθιο, οι κολόνες είναι σωριασμένες, τα μάρμαρα κείτονται στο χώμα και το μόνο που φαίνεται στο πανοραμικό περίγραμμα της πόλης είναι ένα κενό, ένα δυσβάστακτο τίποτα, μία καταστροφή μη αναστρέψιμη που θα εκτρέψει για πάντα τον ρου της Ιστορίας.

Η 22α Μαρτίου του 2016 είναι μία από αυτές τις ημέρες, όπως ήταν και η 13η Νοεμβρίου του 2015 αλλά και η 23η Μαΐου του 2015. Η πρώτη ημερομηνία είναι ακόμα εξαιρετικά νωπή, καθώς, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι η στιγμή που βεβαιώνομαι ότι και ο τελευταίος φίλος και φίλη που ζουν στις Βρυξέλλες είναι καλά, είναι ασφαλείς, γλίτωσαν τον ξαφνικό θάνατο, τον ακαριαίο ακρωτηριασμό και τον άμεσο τρόμο, έχοντας γυρίσει από το αεροδρόμιο μια ημέρα πριν ή έχοντας βγει από τον σταθμό του μετρό λίγα λεπτά νωρίτερα. Η δεύτερη ημερομηνία είναι εκείνη του Παρισιού, εκείνο το ζεστό βράδυ Παρασκευής των παιδιών που πήγαν να παρακολουθήσουν μια ροκ συναυλία και μέσα σε δευτερόλεπτα είδαν τους φίλους τους, τα αδέλφια τους, τις αγάπες τους να σωριάζονται δίπλα τους αιμόφυρτοι, αγνώριστοι από τη φρίκη των σφαιρών και των κρότων που μετέτρεψαν τη λέξη Bataclan σε συνώνυμη του σφαγείου. Η τρίτη και κάπως ξεχασμένη ημερομηνία είναι εκείνη της ανατίναξης των μνημείων της Παλμύρας στη Συρία από τους τζιχαντιστές, αρχικά με τη σύνθλιψη ενός λιονταριού-φύλακα και έπειτα με τις εκρήξεις που κομμάτιασαν και εξαέρωσαν ναούς, πύργους και αψίδες ηλικίας χιλιάδων ετών — σβήνοντας την ίδια την Ιστορία από προσώπου γης.

Ούτε οι νεκροί, ούτε τα μνημεία πρόκειται να γυρίσουν πίσω, ενώ τόσο το προσωπικά συναισθηματικό όσο και το συλλογικά συμβολικό κενό που παρατηρούμε με δέος να εξαπλώνεται εδώ και περίπου ένα χρόνο θα γεμίσει με υλικό προς το παρόν άγνωστο, την προέλευση του οποίου μπορούμε μόνο να μαντέψουμε. Άραγε το κενό θα καλύψει η φοβική υστερία, ο εθνικιστικός απομονωτισμός, η μισαλλόδοξη αντεκδίκηση, ή ακόμη και μία de facto πολεμική περίοδος με συχνά χτυπήματα και ανυποψίαστα θύματα που θα δοκιμάσει τα όρια του ευρωπαϊκού κεκτημένου και της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας; Και η δική μας θέση πώς θα επηρεαστεί εδώ, στην πύλη της Ευρώπης, την καταδικασμένη από τη γεωγραφία της να συμμετέχει, θέλοντας και μη, σε όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της ηπείρου;

Πολλοί σε αυτή τη χώρα νομίζουν ότι τα γεγονότα σε Συρία, Γαλλία και Βέλγιο δεν τους αφορούν, ότι η μικρή ταλαιπωρημένη παραθαλάσσια επαρχία δεν είναι στόχος κανενός, ότι δεν κινδυνεύει γιατί δεν είναι ακριβώς «Ευρώπη» αλλά κάτι ενδιάμεσο, σαν ένα απομονωμένο και δυσπρόσιτο ακρογιάλι στη μέση τού πουθενά όπου δεν πιάνει το σήμα του κινητού και δεν εκπέμπει το Wi-Fi, μια τρύπα στο χώμα που μπορεί να κρύψει ένα κεφάλι. Αυτή την άποψη ενστερνίζονται άνθρωποι που ζουν στην Αθήνα, στην παλαιότερη και αδιαλείπτως κατοικούμενη πόλη της Ευρώπης, την πόλη που ο Αλμπέρ Καμί, σε μία διάλεξή του στην Αθήνα την άνοιξη του 1955, ενέταξε, μαζί με το Παρίσι, τη Ρώμη και το Βερολίνο, στους κεντρικούς νευρώνες της Ενωμένης Ευρώπης, της «Ευρώπης της μέσης οδού» — ένα ιδεώδες ανάμεσα στον σοβιετικό κομουνισμό και στον αμερικανικό καπιταλισμό που θα θεμελιώνεται στο τρίπτυχο «άνθρωπος-ελευθερία- δικαιοσύνη» και δεν θα λησμονεί το «Ποτέ ξανά» που σφράγισε την ήττα του ναζισμού στα πεδία των μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εξήντα χρόνια μετά από εκείνη τη διάλεξη, τα μνημεία μας στέκουν ακόμη και ο τρόμος του τυφλού δολοφονικού χτυπήματος δεν έχει ενταχθεί (ακόμη) στην καθημερινότητά μας. Αλλά το μήνυμα του Καμί παραμένει επίκαιρο όσο η κοινή μας «μέση οδός» τραντάζεται συθέμελα.