Η μετάλλαξη, ο διχασμός, και ίσως μια ελπίδα

C
Γιώργος Παππάς

Η μετάλλαξη, ο διχασμός, και ίσως μια ελπίδα

«Είναι πάντα μια περιπέτεια. Ποτέ δεν ξέρεις τι πρόκειται ν’ ανακαλύψεις. Μερικές φορές είναι καλό, άλλες είναι άσχημο. Τις περισσότερες φορές αγγίζει τα όρια της Κόλασης. Αλλά αυτή είναι η Αγγλία μας. Αυτή μάς έλαχε».

Ζήλευα πάντα τον Jonathan Coe. Και τον ζήλεψα ακόμη περισσότερο τώρα, που με τη «Μέση Αγγλία» (μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση από την Άλκηστη Τριμπέρη) έρχεται να ολοκληρώσει την τριλογία της «Λέσχης των Τιποτένιων» και του «Κλειστού Κύκλου», και ταυτόχρονα να καταθέσει την ολοζώντανη απεικόνιση των ταραγμένων χρόνων που οδήγησαν στο Brexit. Και ζήλεψα που έτσι αξιοθαύμαστα έγραψε το μυθιστόρημα της δικής του κρίσης, ενώ κανείς δεν έγραψε το μυθιστόρημα της δικής ΜΑΣ κρίσης. Και ζήλεψα, επειδή αναγνώρισα, μέσα από τις βρετανικές κρίσεις του Coe, τις δικές μας, μικρότερες και μεγαλύτερες κρίσεις που θα έφτιαχναν το δικό μας μυθιστόρημα, τη δική μας Μέση Ελλάδα.

Και ζήλεψα ακόμη περισσότερο που ο Coe επανέρχεται στα υπέροχα ύψη γραφής που μας είχε συνηθίσει. Δεν είναι μόνο χρονικό μιας χώρας η «Μέση Αγγλία», είναι και η υψηλή λογοτεχνία που αναμετράται με τον χρόνο: οι άνθρωποι που έπαψαν να θυμούνται με τα χρόνια και θυμούνται με δεκαετίες, τα τυχαία που καθορίζουν τη ζωή· μια φαινομενικά αθώα παράβαση στην οδήγηση, για παράδειγμα, τα φαντάσματα και οι μνήμες με τις οποίες πρέπει να συμφιλιωθούμε. Είναι η γραφή του Coe όπως την αγαπήσαμε και τη ζηλέψαμε: νιώθεις στο δέρμα σου την αντίθεση ανάμεσα στον καυτό ήλιο και τη ζέση ενός νυχτερινού μπάνιου στα νησιά Frioul, απέναντι από τη Μασσαλία, και το γκρίζο που θαρρείς ξεπετάγεται μέσα από μια ανακοίνωση περί εργασιών επισκευής σε σιδηροδρομικές γραμμές και δρομολόγια λεωφορείων μεταξύ Κέτερινγκ και Νούνιτον… Είναι η γραφή που μας συνεπήρε, όπως στο συναρπαστικό, φλεγόμενο «Τι Ωραίο Πλιάτσικο», όπως στην κοινή αναφορικότητα με την οποία ανδρωθήκαμε, εκείνη που γέμιζε το «Σπίτι του Ύπνου». Αλλά περισσότερο είναι η φυσική συνέχεια αυτής της πλήρους συναισθημάτων και γεγονότων τοιχογραφίας που ξεκίνησε με τη «Λέσχη των Τιποτένιων» και γιγαντώθηκε με τον «Κλειστό Κύκλο». Οι χαρακτήρες, οι λεπτομέρειες, η εξέλιξη παράλληλα με την ιστορία μιας γενιάς, με την μουσική τους και την κουλτούρα τους, με χαμένους έρωτες και απωθημένα, με σημαδιακές γιορτές και τραγωδίες της ανθρωπότητας.

Όταν κατέφτασε η «Μέση Αγγλία», εννοείται πως όλες οι άλλες αναγνώσεις παραμερίστηκαν, όλες οι προγραμματισμένες ταινίες πήραν αναβολή, γιατί ξέρεις πως όταν μπεις στον κόσμο των Τιποτένιων, θα βγεις μόνο όταν οι σχεδόν 600 σελίδες του τελειώσουν, κι όταν μάθεις πού αφήνει η αυγή του 2019 τους γνωστούς σου, τους φίλους σου από τα δυο προηγούμενα βιβλία: Τον αναχωρητή Μπεν που θα συμφιλιωθεί με τον παιδικό έρωτα και με τις χιλιάδες των σελίδων που ακατάσχετα συσσώρευε μέσα στα χρόνια. Την αδερφή του Λόις, με το τραύμα μιας έκρηξης σε μια παμπ της εφηβείας της να το σέρνει πάντα μαζί της. Τον αριστερό διανοούμενο Νταγκ να αναρωτιέται πού έκανε λάθος η δική του γενιά, πού έπρεπε να σταματήσει να αναζητά τη λογική του κέντρου, πού υπήρξαν ήττες οι προσωπικές του ερωτικές επιλογές. Θα συναντήσουμε την ανιψιά Σόφι, τη σύγχρονη Αγγλία που μαθαίνει, αποδέχεται, υποστηρίζει (αλλά και τραυματίζεται από) το διαφορετικό. Θα συναντήσουμε και τον αγαπημένο της Ίαν, τη σύγχρονη Αγγλία που αρνείται την πολυπολιτισμικότητα, παραδοσιακός και απλοϊκός, μαγιά απομονωτισμού (αλλά και εκφραστής αυτής της παλαιάς βρετανικότητας, αυτής που πιθανώς έγραψε τη σύγχρονη ιστορία, αμυνόμενη κάποτε μόνη, απέναντι στους Ναζί).

Και θα αναρωτηθούμε, μαζί με τον Coe, πώς κατέληξε η Αγγλία να είναι πια ο περίγελως, η ηττημένη ενός ακήρυχτου 3ου Πανευρωπαϊκού Πολέμου, έτσι που σπασμωδικά αποφεύγει να χειριστεί την ίδια της την επιλογή. Είναι παλιά αυτή η πορεία, λέει ο Coe, ξεκινά πριν ακόμη τη διαβόητη ξενοφοβική ομιλία του Enoch Powell περί ποταμών αίματος, πριν 50 χρόνια. Φροντίζει ο Coe να βλέπει πώς αντηχούσε αυτή η ομιλία σε πρεσβύτερους πολίτες, σαν μια άβολη αλήθεια. Φροντίζει να αναγνωρίζει πώς γεννιέται η φοβικότητα, πώς ενίοτε δικαιολογείται, πώς καθοδηγείται από τον θυμό. Και είναι μείζων η συνεισφορά του Coe στην κατανόηση του σήμερα, έτσι διεξοδικά που αναλύει πώς ο εγγενής γύρω μας θυμός, αυτός που δηλητηριάζει την καθημερινότητά μας, τους γύρω μας, το μέσα μας, οδηγεί σταδιακά σε ακραίες εκφράσεις, σε μαζικές κραυγές που μπορεί να φαίνονται εκφράσεις βλακείας ή μίσους, είναι όμως εκφράσεις απόγνωσης. Το ζούμε κι εμείς: εκεί ονομάστηκε Brexit, εδώ αποθέωνε πολεμικά νάρκισσους οικονομολόγους με ένα νι.

Απορεί ο Coe συνεχώς για το πώς κανείς δεν προειδοποίησε για τη μετάλλαξη αυτή της αγγλικής κοινωνίας. Απορεί σε ποια ευδαιμονία (με πρόσημο κοινό με την αντίστοιχη ελληνική ευδαιμονία, σοσιαλίζον κατ’ όνομα) χάθηκε κάθε ώριμη πολιτική σκέψη και πρόβλεψη. Βλέπει έντρομος τη νέα γενιά πολιτικών τύπου Κάμερον, πορφυρογέννητων, περικυκλωμένων από κυνικούς συμβούλους νέας κοπής. Βλέπει τη χώρα του να διχάζεται καθώς κάποιοι σηκώνουν επαναστατικές παντιέρες (κι αυτές κοινές με την Ελλάδα είναι, τη μοναδικότητα του περιούσιου λαού κραδαίνουν αμφότερες). Δεν αρνείται όμως ότι κάποιοι δημιούργησαν και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τέτοιους διχασμούς. Απορεί κάποιος ήρωάς του για το πού πάμε: «Πώς θα συνεχίσουμε έτσι; δεν φτιάχνουμε τίποτε πια». Και χαράσσει εύστοχα την αντανάκλαση αυτής της σκέψης στο σήμερα, το γεμάτο νέους ενήλικες με πλήρη εργασιακή αβεβαιότητα. Σημειώνει ο Coe τις διαχωριστικές γραμμές, σημειώνει τον θανάσιμο ελιτισμό μιας αδιόρθωτης και ανεπίδεκτης μαθήσεως υπεροπτικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά σημειώνει και τις ομοιότητες, αυτά που ενώνουν έναν λαό (και σε μια άλλη κοινή στιγμή με τη δική μας πορεία, αυτή η ώρα που ο λαός ενώνεται είναι στην τελετή έναρξης μιας Ολυμπιάδας… κι ας έχει εδώ ένα ολίσθημα ο Coe, με μια λαμπαδηδρομία προς το Λονδίνο από το… Πεκίνο!). Κι ούτε χαρίζεται ο Coe στους μπαχαλάκηδες της άλλης πλευράς. «Ένα απλό ζαχαροπλαστείο είναι», αναφωνεί ένας εκ των ηρώων του, καταμεσής μιας οργισμένης διαδήλωσης που εκτρέπεται.

Κι όταν στο τέλος, απογοητευμένος από το παρόν, ο Coe ψάχνει ένα αντίο στους ήρωές του, αποχαιρετά με μια αβέβαιη ελπίδα για το μέλλον, για μια άλλη γενιά που μπορεί να αποδειχθεί ωριμότερη από τη δική του. Θα αποχαιρετήσει και μια Παλιά Αγγλία που αγάπησε (κι ας μη χρησιμοποίησε εδώ, όπως θα ταίριαζε, το Old England των Waterboys, αλλά κάποιο ακόμη παραδοσιακότερο Old England), και θα ελπίσει να γεννιέται κάτι ομορφότερο. Ίσως φρούδα. Αλλά θα ελπίσει, και θα δείξει τον δρόμο της ελπίδας και για όλους όσους αναγνωρίσαμε και τη δική μας χώρα στη Μέση Αγγλία.

Man looks up on a yellow sky, and the rain turns to rust in his eye, / Evening has fallen, the swans are singing / The last of Sunday's bells is ringing / The wind in the trees is sighing, and old England is dying (Mike Scott).