Η μεταβιβάσιμη μνήμη
Έλαβα το μυθιστόρημα της Καρολίνας Μέρμηγκα με τίτλο «Ο Έλληνας γιατρός» μόλις πρόσφατα, αργοπορημένα, με μια σημείωση από την κουνιάδα μου που έλεγε: «Διάβασέ το. Ξέρω πως θα σ’ αρέσει». Το διάβασα. Κι όσο κι αν η αξία μιας ακόμα αναφοράς σ’ ένα βιβλίο που βρίσκεται ήδη στην τέταρτή του έκδοση μπορεί να είναι περιορισμένη (πρώτη έκδοση τον Νοέμβριο του 2016 από τις Εκδόσεις Μελάνι), δεν μπορώ να μη σας μιλήσω γι’ αυτό.
Ο Κωνσταντίνος Μ., όπως επιλέγει η συγγραφέας ν’ αποκαλεί το κεντρικό πρόσωπο, είναι μια εξαιρετικά ιδιαίτερη προσωπικότητα, που έζησε τα γεγονότα των καιρών του όσο λίγοι. Ο Έλληνας γιατρός, όπως τον αποκάλεσε πρώτος ο βασιλιάς Αλέξανδρος για να το επαναλάβουν αργότερα οι Γερμανοί κατακτητές, υπήρξε (όπως απαριθμείται σε κάποιο σημείο στο βιβλίο) «Καθηγητής της χειρουργικής κλινικής, Γερουσιαστής Αντιπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών, των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και των Ανωτάτων σχολών, Πρόεδρος της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών, Επίτιμος Γενικός Αρχίατρος και επίτιμο μέλος της Ιατρικής Εταιρείας Θεσσαλονίκης, άμισθος Διευθυντής του τμήματος Δημοτικής Χειρουργικής της κλινικής Ελπίς και Διευθυντής της Αστυκλινικής, Γερουσιαστής-μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας, Επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, Επίτιμος διδάκτωρ της ιατρικής σχολής του Βερολίνου, επίτιμο μέλος της ιατρικής εταιρείας Παρισίων, Ανώτερος Ταξίαρχος του στέμματος της Ρουμανίας, αντιπρόεδρος της αρχαιολογικής εταιρείας, τακτικό μέλος πλείστων άλλων επιστημονικών και καλλιτεχνικών συλλόγων και συγγραφέας πολλών επιστημονικών και λογοτεχνικών συγγραμμάτων». Και σ’ όλες αυτές τις θέσεις, να προσθέσουμε εμείς: βουλευτής Λακωνίας, επανειλημμένα γιατρός του παλατιού και, για ένα μικρό ατυχές και άχαρο διάστημα, Δήμαρχος Αθηνών. Αυτούς τους τίτλους έφερε ο Κωνσταντίνος Μέρμηγκας κι αν δεν τύχαινε να έχει το ίδιο επίθετο με τη συγγραφέα, ούτε που θα μου πέρναγε από το μυαλό πως εδώ έχουμε να κάνουμε με συγγένεια αίματος.
Ο Κωνσταντίνος Μ. είναι ήρωας μυθιστορήματος, δηλώνει κατηγορηματικά η Καρολίνα Μέρμηγκα σε μια συνέντευξη της και εξηγεί: «[Το βιβλίο] είναι μια σύνθεση που βασίζεται στη ζωή ενός πραγματικού προσώπου. Ήθελα όμως κάπως να προστατεύσω τον παππού μου. Γι’ αυτό, αν και χρησιμοποίησα σαν καμβά τον χαρακτήρα και τη διαδρομή του, του… άλλαξα τα φώτα. Αυθαιρέτησα, πρόσθεσα στοιχεία, ακόμα και ερωτικές ιστορίες. Δεν θέλω να θεωρηθεί ότι το βιβλίο αυτό είναι η ιστορία του, γιατί απλούστατα δεν είναι». Κι αν δεν είναι όμως αληθινά όλα όσα αναφέρει σχετικά με τον κεντρικό χαρακτήρα η συγγραφέας, η αναφορά στα πραγματικά πρόσωπα που εμφανίζονται γύρω του και η δεδομένη σχέση του καθηγητή Κωνσταντίνου Μέρμηγκα με αυτούς, ταξιδεύουν εμάς τους αναγνώστες με ιδιαίτερα πειστικό τρόπο στα δύσκολα χρόνια της Ελλάδας του τέλους του 190υ αιώνα και του πρώτου μισού του 20ού.
Σ’ αυτό λοιπόν το μυθιστόρημα, το οποίο διαβάζεται εύκολα μεν αλλά αργά, γιατί οι εναλλαγές των όσων μυρίων αντιφατικών καταστάσεων έζησε ο κόσμος εκείνα τα χρόνια δεν μπορούν να αφομοιωθούν διαφορετικά, δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την πραγματικότητα από τη μυθιστορία. Και σ’ αυτό δεν συντελεί μόνο η πιστότητα της συγγραφέως προς την ίδια την ιστορία και τα πρόσωπα που αναφέρονται. Οφείλεται κυρίως στην εκπληκτική δεξιοτεχνία της να χρησιμοποιεί λόγια που κάποτε ειπώθηκαν ή γράφτηκαν με άλλη ευκαιρία, στους διαλόγους των χαρακτήρων της, κάνοντας τον αναγνώστη να νιώθει σαν θεατής.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα, με αφορμή τα τόσο ευδιάκριτα χνάρια που άφησε ο παππούς της στο πέρασμά του από τη ζωή, μας ξεναγεί επιτυχώς στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, την Ελλάδα που παραπαίει. Το μυθιστόρημα, σαν ένα εκτενές ημερολόγιο, χωρίζεται σε τέσσερα μέρη με χρονολογική αναφορά. Σαν πρόλογος όμως θα προηγηθεί ένα τρισέλιδο, το οποίο ουσιαστικά ανακοινώνει τον θάνατο του κεντρικού ήρωα και το οποίο θα επαναληφθεί σαν προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Εδώ, στην αρχή, θα λειτουργήσει σαν μια ιδιαίτερα ευρηματική εισαγωγή και θα μας οδηγήσει στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Στο πρώτο μέρος, θα γνωρίσουμε τον νεαρό Κωνσταντίνο Μ. σαν ένα ατίθασο αγόρι με άποψη, που δεν διστάζει να αντιπαρατεθεί στους δασκάλους του κι ας τιμωρείται με διαγωγή κοσμία. Αρχικά δεν ξέρει ακόμα τι θα σπουδάσει, αλλά με λέξεις λίγο αστείες και προβαρισμένες δηλώνει, πάντως, πως θέλει να κατακτήσει την γνώση. Μέχρι που η «γνωριμία» του με τον Μαχάονα, τον γιατρό γιο του Ασκληπιού, θα του δώσει την πεποίθηση πως η κορωνίδα των επιστημών είναι η ιατρική. Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια, που ξεκινάνε από το 1874 και φτάνουν μέχρι την αρχή του νέου αιώνα, γεγονότα σημαντικά θα περάσουν ολοζώντανα μπροστά μας: οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες, ο χαμένος ελληνοτουρκικός πόλεμος και οι συνέπειές του, μέχρι και η απόπειρα κατά της ζωής του βασιλιά Γεώργιου. Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με τη δολοφονία της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ της Αυστροουγγαρίας, όπου προφητικά αναφέρεται: «Είναι και η αρχή μιας νέας εποχής όπου απόβλητοι απελπισμένοι μετανάστες διεκδικούν έναν νέο τρόπο πολιτικής επαναστατικής δράσης, απέναντι στον οποίο και οι ισχυρότερες αυτοκρατορίες θα είναι πια ανίσχυρες. Γιατί απέναντι σ’ εκείνον που δεν έχει να χάσει τίποτα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».
Στα άλλα τρία μέρη του βιβλίου, ο Κωνσταντίνος Μ., ήδη χειρουργός πια, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της επαγγελματικής επιτυχίας και κερδίζει μια υψηλή κοινωνική θέση στην αστική τάξη. Καταφέρνει να μπει στα πλούσια σαλόνια, στη μεγάλη ζωή της πρωτεύουσας, στα εντυπωσιακά θέατρα όπου, εκτός μιας μικρής μειοψηφίας θεατρόφιλων, η υπόλοιπη Αθήνα συνωστίζεται «για να σε βλέπουν και να βλέπεις». Εκεί όπου θα παρακολουθήσει για πρώτη φορά το έργο που θα στοιχειώσει τον ίδιο για όλη του τη ζωή. Τον Φάουστ του Γκαίτε. Αυτήν ακριβώς τη φιγούρα θα δούμε να στοιχειώνει και το μυθιστόρημα με την επανειλημμένη εμφάνισή του στο μυαλό αλλά και στα όνειρα του Κωνσταντίνου Μ., όταν θα συζητάει μαζί του κάθε αμφιλεγόμενη σκέψη του. Ή μήπως συζητά μαζί του ό,τι αμφισβητεί η ίδια η συγγραφέας; Ο ίδιος ο ήρωας θα πει: «Ο Φάουστ αποζητά τη δυσαρέσκεια σαν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης. […] Είναι δυσαρεστημένος μέχρι το τέλος αλλ’ η δυσαρέσκεια έχει γι’ αυτόν ανώτερο νόημα: είναι η ώθηση για περισσότερη προσπάθεια».
Μ’ ένα μικρό διάλειμμα που τον φέρνει στη Γερμανία, χώρα που θα εκτιμήσει ιδιαίτερα, θα επιλέξει να παραμείνει στην Αθήνα, μακριά από την αγαπημένη του οικογένεια. Εκεί θα γνωρίσει και τον έρωτα. Τη δική του Μαργαρίτα (ίδιο όνομα με τη γυναίκα που ερωτεύεται ο Φάουστ), μια πλούσια, ήδη παντρεμένη Αθηναία. Κι ο Κωνσταντίνος θα διαπιστώσει: «Υπάρχει και ο έρωτας. Συνήθως δεν είναι ακριβώς όπως θα τον ήθελε κανείς, αλλά παραμένει ανατρεπτικός και κυριαρχικός».
Σε χρόνια μονίμως ταραγμένα, σαν στρατιωτικός γιατρός, θα γνωρίσει επανειλημμένα τις ασχήμιες των αλλεπάλληλων πολέμων, θα πολιτευτεί αργότερα ελπίζοντας πως θα μπορέσει ν’ αλλάξει τον κόσμο του, θ’ απογοητευτεί και θα αποσυρθεί· ποτέ όμως δεν θα σταματήσει να έχει άποψη, να τη λέει και με κάθε τρόπο να συμμετέχει στα κοινά.
Θα παντρευτεί μια πλούσια νύφη και θα κάνει τη δική του οικογένεια. Μαζί του, θα βρεθούμε πολύ κοντά σε όλα τα μεγάλα ονόματα που καθόρισαν την τύχη εκείνων των χρόνων, βασιλιάδες και πολιτικούς, αλλά και σημαντικούς λογοτέχνες (τον Παλαμά, τον Νιρβάνα, τον Παπαδιαμάντη) καθώς και ισχυρούς άνδρες και γυναίκες της μικρής Ελλάδας που αγωνιζόταν να πάρει τη θέση της σε έναν παλλόμενο κόσμο. Παρακολουθούμε σημαντικά γεγονότα από μια νέα οπτική γωνία (Έλληνες στη βύθιση του Τιτανικού), φιγούρες που αγαπήθηκαν (Σπύρος Λούης, Μαρίκα Κοτοπούλη), μεγάλους έρωτες που έμειναν στην ιστορία (ο Μιμίκος και η Μαίρη, ο διάδοχος Αλέξανδρος και η ερωμένη του, ο έρωτας της Πηνελόπης Δέλτα με τον Ίωνα Δραγούμη), αλλά και σημαντικές καινοτομίες στην αρχιτεκτονική, στην ιατρική και αλλού (κεντρική θέρμανση, ακτίνες Χ και σουλφαμίδες — αν και αυτές, ιδιαίτερα, θα αποδειχθεί η μόνη καινοτομία την οποία δεν θα αποδεχτεί ο κατά τα άλλα προοδευτικός γιατρός, πράγμα που θα αποβεί μοιραίο για τον ίδιο).
Τα γηρατειά κι ο θάνατος αποτελούν γεγονότα που θα εμφανιστούν πολλές φορές στο βιβλίο με ενδιαφέρουσες αναφορές. Διαβάζουμε σε κάποιο σημείο:
Πληθαίνουν και στριμώχνονται στις παρειές του ορίζοντα οι σκιές των πεθαμένων, γιατί αυτό σημαίνει να γερνάς. Οι φίλοι χάνονται, οι γωνίες των δρόμων αλλάζουν, εκεί όπου περιμένεις να σε πιάσει από τη μύτη η μυρωδιά της νεραντζιάς, νεραντζιές δεν υπάρχουν, τις ξερίζωσαν για ν΄’ ανοίξουν το πεζοδρόμιο. Κι οι νεαρές γυναίκες καθώς σε προσπερνούν στον δρόμο δεν σε κοιτούν πια πλάγια μ’ εκείνο το χαμηλωμένο βλέμμα που τα βλέπει όλα, μόνο κάνουν τόπο ευγενικά για να σ’ αφήσουν χώρο.
Ενώ σε κάποιο άλλο:
Οι άνθρωποι πρέπει να γεννιούνται και να πεθαίνουν σπίτια τους. Γιατί πρέπει να τους βλέπουν εκείνη τη στιγμή, γιατί κανένας δεν γεννιέται ούτε πεθαίνει τόσο φτωχός ώστε να μην έχει η στιγμή εκείνη κάτι που αξίζει οι άλλοι να θυμούνται. Γιατί τότε γίνεται η αληθινή τους ζωή μεταβιβάσιμη.
Ανάμεσα στους πολέμους που συντάραξαν την Ελλάδα, θα δούμε και τη Μικρασιατική Καταστροφή μέσα από έναν πρωτότυπο φακό, ο οποίος δεν έχει φωτιστεί ικανοποιητικά από την ίδια την ιστορία. Μέσα από την τεράστια συμβολή του Αμερικανού πάστορα Άσα Κεντ Τζένιγκς. Το ίδιο πρωτότυπα θα μνημονεύσει η συγγραφέας την πόλη της Σμύρνης:
Τι είναι μια πόλη; Τι μένει από μια πόλη; Το ξέρουν οι ναύτες που φορτώνουν πάνω στα καράβια, στο λιμάνι, ότι αυτοί είναι η Σμύρνη; Το ξέρουν οι μικροπωλητές που κουβαλούν τα καλάθια τους και οι μαγαζάτορες που χαιρετούν τους περαστικούς σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ότι αυτοί είναι η Σμύρνη; Εκείνο το καΐκι που βγαίνει για ψάρεμα γλιστρώντας απαλά πάνω στα ακυμάτιστα νερά, το ξέρει ότι είναι κι αυτό, για πάντα, μέρος του ορίζοντα της Σμύρνης; Βγάζει από την τσέπη του ένα φυλλάδιο με ποιήματα που του έστειλα η Μίτσα από κάποιο λογοτεχνικό έντυπο. Ξαναδιαβάζει κάτι που του κόλλησε στη μνήμη όταν του πρωτοέριξε μια βιαστική ματιά: Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν / ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου· / μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς. / Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος… Σηκώνει τα μάτια και το βλέμμα του διασταυρώνεται με αυτό μιας γυναίκας που περπατάει αργά προς την προκυμαία. Είναι ντυμένη σεμνά και πανάκριβα, από το καπέλο μέχρι τις μύτες των παπουτσιών αποπνέει ως θεσπέσιο άρωμα την ευμάρεια και τη γοητεία της ευμάρειας, της ασφάλειας και της αυτοπεποίθησης. Τα μάτια της χαμογελούν επειδή είναι όμορφη και δυνατή μέσα στον κόσμο της, που τον νομίζει ακλόνητο. Το ξέρει, αυτή η όμορφη, αυτή η πανέμορφη, ότι θα είναι κι εκείνη, για πάντα, κομμάτι της Σμύρνης; Ο Κωνσταντίνος χαμηλώνει πάλι τα μάτια, διαβάζει: Κι αποχαιρέτα την.
Κι όταν λίγο αργότερα θα βρεθούμε στα πρόθυρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ήρωές της θα μας πουν:
Μετά το μεγάλο κακό νομίζεις ότι κάτι έμαθες, ότι έγινες πιο σοφός, ότι το άφησες πίσω σου. Μπορείς και το ονοματίζεις κιόλας: ο Μεγάλος Πόλεμος. Μόνο που συνήθως τίποτα δεν έμαθες, η ανθρωπότητα μαθαίνει και μετά ξαναξεχνά. […] Όταν η μνήμη παραείναι βαριά, οι νέες γενιές δεν αντέχουν να τη σηκώσουν. Κι έτσι την αφήνουν να πέσει και να σκεπαστεί απ’ τα δικά τους βήματα κι όταν το κακό ξανάρχεται, μπορεί και χειρότερο, μοιάζει πάλι σαν πρωτόγνωρο. Και πάλι κανένας δεν ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει, γιατί κανένας δεν έχει μάθει τίποτα.
Ιδιαίτερα ευρηματικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποφορτίζει η συγγραφέας τα μεγάλα συγκινησιακά γεγονότα στη ζωή του κεντρικού της ήρωα, όπως τη στιγμή της παραίτησής του από τη θέση του Δημάρχου της Αθήνας επί γερμανικής κατοχής, αλλά και στο κρεβάτι του θανάτου του, στη συζήτησή του με τον γιο του…
«Δεν συζητάγαμε πολύ για τον παππού», δηλώνει η συγγραφέας σε κάποια συνέντευξη. Ο τρόπος πάντως που μας παρουσιάζει η ζωή του Κωνσταντίνου Μέρμηγκα στις σελίδες του βιβλίου είναι τόσο αληθινός, τόσο ζωντανός, που χωρίς αμφιβολία γίνεται τελικά, αν μη τι άλλο, «μεταβιβάσιμη». Οι υποσημειώσεις, αν και μερικές φορές, εκτενείς, είναι ιδιαίτερα χρήσιμες σε όποιον θέλει να γνωρίσει καλύτερα το ιστορικό υπόβαθρο και το βιογραφικό των επωνύμων. Μια μικρή επισκόπηση του κάθε χρόνου ολοκληρώνει το κάθε κεφάλαιο, επιτρέποντας στον αναγνώστη να δει σφαιρικά τα γεγονότα και να τα συνδέσει ευκολότερα με τη μυθοπλασία.
Αν είναι δύσκολο είδος το ιστορικό μυθιστόρημα, είναι τρεις φορές πιο δύσκολο αυτό που κατορθώνει εδώ η Καρολίνα Μέρμηγκα: να συνθέσει με τέτοια μαεστρία την ιστορία της Ελλάδας μαζί με όσα μπόρεσε ν’ ανακαλύψει για τον παππού της, γραπτές μαρτυρίες που αφορούν έναν τόσο δικό της άνθρωπο, που η ίδια δεν πρόλαβε να γνωρίσει.
Αυτό που προέκυψε είναι ένα εκπληκτικά όμορφο αποτέλεσμα.
[ H φωτογραφία είναι παρμένη από αυτό το βίντεο ].