Η μηχανή που δεν κάνει τίποτα
Σχεδιασμένο από τους Charles και Ray Eames, το Ηλιακό Παιχνίδι Που Δεν Κάνει Τίποτα (Solar Do Nothing Machine) φτιάχτηκε μόνο για το κέφι τον κατασκευαστών. Όμως, είναι μια από τις πρώτες συσκευές που μετατρέπουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική. Το παιχνίδι των δύο σχεδιαστών, που παρουσιάστηκε στο περιοδικό Life τον Μάρτιο του 1958, ήταν μια ψυχαγωγική καινοτομία της εποχή του και, παρότι σχεδιασμένο για να μην κάνει τίποτα, ωστόσο λειτούργησε στην πράξη ως ένα πεδίο δοκιμής για τη χρήση της ηλιακής ενέργειας και για τις νέες εφαρμογές του αλουμινίου.
Το παιχνίδι είχε βασιστεί στη Μηχανή Που Δεν Κάνει Τίποτα του Lawrence Wahlstrom, που πίστευε ότι στους ανθρώπους «αρέσει πιο πολύ να ψυχαγωγούνται, παρά να εκπαιδεύονται». Από το 1948, ο συνταξιούχος ωρολογοποιός άρχισε να συναρμόζει οδοντωτούς τροχούς σε περίπλοκα συμπλέγματα, προσθέτοντας σταδιακά όλο και περισσότερα γρανάζια στις κατασκευές του. Οι εξελιγμένες δομές που κατασκεύασε, με περίπου 750 κινούμενα με ηλεκτρισμό μέρη, παρουσιάζονταν τη δεκαετία του 1960 σε διάφορες εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης. Για τις κατασκευές αυτές γράφτηκε σχετικά στο περιοδικό Popular Mechanics, το 1954: «Όλοι γνωρίζουμε κάποιον που εργάζεται σκληρότερα κάνοντας τίποτα από ό,τι οι περισσότεροι από εμάς, που εργαζόμαστε για να κάνουμε κάτι, αλλά αυτό που εργάζεται σκληρότερα απ όλους για το τίποτα είναι μια μηχανή που έχει κατασκευαστεί από ένα χομπίστα στην Καλιφόρνια. Το μηχάνημα έχει πάνω από 700 ενεργά στοιχεία που περιστρέφονται, συστρέφονται, ταλαντώνονται και επανέρχονται, για κανέναν άλλο σκοπό, εκτός από την ίδια την κίνηση».
Οι Eames, συνεχιστές του Wahlstrom στην τέχνη τού να μη γίνεται τίποτα, έγιναν γνωστοί από το ηλιακό παιχνίδι, τη γνωστή lounge πολυθρόνα, και από τα διάφορα βραβεία που απέσπασαν για τα σχέδιά τους, κυρίως για έπιπλα. Πολλές ήταν και οι κινηματογραφικές τους δουλειές, ανάμεσα στις οποίες και ένα μικρό φιλμάκι που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1968 και επανακυκλοφόρησε το 1977, το Powers of 10 (Δυνάμεις του 10). Η ταινία ασχολείται με την έννοια των σχετικών μεγεθών των αντικειμένων και της αλλαγής κλίμακας (δηλαδή, με «το αποτέλεσμα που έχει η προσθήκη ενός μηδενικού»). Στο σενάριο της ταινίας αναπτύσσεται με κινηματογραφικό τρόπο ένα πεδίο συλλογισμού και έρευνας αντίστοιχο με αυτό της ηλιακής μηχανής που δεν κάνει τίποτα. Εκεί, από την άποψη της μηχανικής, το παιχνίδι τού τίποτα πραγματώνεται με τη μεγέθυνση όμοιων δομών και υλοποιείται στα κινούμενα γρανάζια της μηχανής — δηλαδή, μικρότερα και μεγαλύτερα γρανάζια συναρτώνται μεταξύ τους και μεταδίδουν κίνηση το ένα στο άλλο. Στην ταινία, ξεκινώντας από ένα πικ-νικ στην όχθη μιας λίμνης, μεταφερόμαστε στα εξωτερικά άκρα του σύμπαντος. Κάθε δέκα δευτερόλεπτα βλέπουμε το σημείο εκκίνησης από δέκα φορές πιο μακριά, μέχρι ο δικός μας γαλαξίας να είναι ορατός μόνο ως ίχνος φωτός. Επιστρέφοντας στη Γη με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κινούμαστε σε μια κεντρομόλο διαδρομή, μέχρι το χέρι του εκδρομέα που κοιμάται (δηλαδή: δεν κάνει τίποτα), με δέκα φορές μεγαλύτερη μεγέθυνση κάθε δέκα δευτερόλεπτα. Το ταξίδι τελειώνει μέσα σε ένα πρωτόνιο ενός ατόμου άνθρακα μέσα σε ένα μόριο DNA ενός λευκού αιμοσφαιρίου.
Κάτι πολύ παραπάνω από το τίποτα, δηλαδή.