Η νύχτα και η πόλη
Στις οκτώ πια έχει βραδιάσει για τα καλά, είναι η ώρα της βόλτας των σκύλων και των ανθρώπων που τους καθοδηγούν αναζητώντας λίγο χώμα, μια νεραντζιά, ένα ίχνος φύσης μέσα στα αστικά στενά. Χώρος να περπατήσεις δεν υπάρχει, ούτε πολλά φώτα, το κέντρο παρουσιάζει μια ατμόσφαιρα παρακμιακού φιλμ νουάρ χωρίς μακριές ρεπούμπλικες και μαλακά τσόχινα καπέλα, μόνο τα φώτα των αυτοκινήτων προσδίδουν ένταση στο σκηνικό, που έτσι και αλλιώς είναι δικό τους, τους ανήκει ολοκληρωτικά, ο πεζός είναι παρείσακτος, επιβιώνει με ζιγκ-ζαγκ πάνω στα σπασμένα και ρυπαρά πεζοδρόμια, ανέχεται τα μηχανάκια που πηγαίνουν ανάποδα στο ρεύμα, καβαλούν τον ελάχιστα ζωτικό του πεζόδρομο και φτύνουν την εξάτμισή τους πάνω του σαν υπενθύμιση της παρείσφρησής του. Οι νυχτερινοί περαστικοί διαφέρουν από τους πρωινούς, είναι πιο νέοι, πιο κάζουαλ, το σκληρό φως της εργασίας έχει υποχωρήσει μπροστά στην πορτοκαλί λάμψη μιας κρύας μπίρας, οι μουσικές από τα μπαράκια ακούγονται πιο καθαρά την ώρα που ο θόρυβος της πόλης καταλαγιάζει και κάθε γειτονιά αποκτά τη δική της βραδινή ρουτίνα. Τα Εξάρχεια χαλαρώνουν μέχρι το Σαββατόβραδο, τότε που ο κρότος από τις μολότοφ θα ακουστεί ίδιος και απαράλλαχτος λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάθε Σάββατο, την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος, ένα ηχητικό ραντεβού τόσο μονότονο και εξακολουθητικό, σαν το παλιό ρολόι στο κέντρο της πλατείας του χωριού. Στην Ασκληπιού, ένα τσούρμο δεκάχρονα κατέρχεται με φόρα τον δρόμο κυνηγώντας μια μπάλα, το ένα τους φοράει μια φανέλα της Μπαρτσελόνα, του Μέσι, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου, λίγο πιο πίσω ακολουθούν οι μανάδες τους φορώντας μαντίλες, τις συριακές χιτζάμπ, κρατούν στην αγκαλιά τους τα πιο μικρά παιδιά που κοιτούν γύρω τους ήρεμα αλλά συγχρόνως κουρασμένα, είναι τυχερά γιατί γλίτωσαν τον θάνατο από οβίδα ή από πνιγμό, αλλά ταυτόχρονα κουβαλούν πάνω τους όλη την κόπωση του κόσμου, τα μάτια τους έχουν το βλέμμα ενήλικα που έχει βιώσει πολλά, έχει δει περισσότερα από όσα αντέχει η μνήμη να βαστήξει, τουλάχιστον τώρα παίζουν, δεν σκέφτονται, μέσα σε ένα πλαίσιο σχετικής ασφάλειας, για τώρα, όλη σου η ζωή στο «τώρα», το «έπειτα» θολό, ξένο. Από το Σύνταγμα μέχρι το Θησείο μια άλλη πόλη με τουρίστες και greek salads, το Μοναστηράκι το δικό μας Πικαντίλι χωρίς γιγαντοοθόνες και φώτα νέον, παμβρόμικο αλλά ζωντανό σταυροδρόμι και σημείο συνάντησης ανάμεσα στη ζευγαρίστικη Πλάκα και στη χιπστεροκρατούμενη Αγία Ειρήνη, καινούργια στέκια και μουσικές σκηνές δίνουν την αύρα μιας πόλης που ψάχνεται έστω και με στιλ ολίγον δήθεν και ιμιτασιόν, αλλά στιλ μια φορά. Δεν λείπουν βέβαια οι άστεγοι, ούτε οι απελπισμένοι, ούτε και οι σαλοί που συνυπάρχουν αόρατοι σχεδόν δίπλα σε μεγάλες φωτεινές βιτρίνες και ξεχειλισμένα τραπεζοκαθίσματα. Και οι σκύλοι, οι αδέσποτοι φύλακες της πόλης, ραχατεύουν δίπλα στους αρχαιολογικούς χώρους, διεκδικούν ένα κομμάτι κρέας κάτω από τα τραπέζια και βγαίνουν σέλφι με τους ξένους ταξιδιώτες που τους αντιμετωπίζουν σαν ιερές αγελάδες στους δρόμους της Ινδίας. Το βοριαδάκι δυναμώνει αισθητά και κάνει τις μπαλκονόπορτες να κλείσουν, πίσω από το τζάμι το ηλεκτρικό φως προδίδει την εσωτερικότητα του κάθε δωματίου, φωτίζει τον μικρόκοσμο του ιδιοκτήτη του, τις ράχες των βιβλίων του, το χρώμα της κρεβατοκάμαράς του, οι επιβάτες του πρωινού λεωφορείου διαγράφονται σαν σκιές σε αναζήτηση θαλπωρής. Πίσω από το Στάδιο, στη Βαρνάβα, στο παγκάκι όπου καθόταν και έπαιζε μουσική ινκόγκνιτο ο Μάνου Τσάο, τώρα έχουν ακροβολιστεί κάτι φαιδροί τύποι που κρατώντας μια ντουντούκα στο χέρι υπόσχονται στον κόσμο άφεση χρεών και βασάνων, επενδύουν στην προσωπική απελπισία, στην άγνοια και στη συλλογική παραίτηση, προσπαθούν να μολύνουν την αθηναϊκή νύχτα με ψέματα και απάτη, ξέρουν ότι το βράδυ ο άλλος σε ακούει καλύτερα, χωρίς βιασύνη, σαν γλαφυρό παραμυθάκι λίγο πριν τον ύπνο.