Η πεταμένη λέξη
Υπό μία έννοια, οφείλω την ύπαρξή μου σε δύο εγκλήματα.
Το πρώτο είναι η αμοιβαία εθνοκάθαρση ανάμεσα στην Ελλάδα και την τότε νεότευκτη κεμαλική Τουρκία, επακόλουθο του φιάσκου της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922, που ξερίζωσε ενάμισι εκατομμύριο χριστιανούς και ελληνόφωνους της Μικράς Ασίας και μισό εκατομμύριο μουσουλμάνους που ζούσαν στην επικράτεια του ελληνικού κράτους και που πολλοί από αυτούς αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες. Ο ξεριζωμός αυτός έφερε κοντά τις οικογένειες από τις οποίες προέκυψαν οι γονείς μου, ανθρώπους από διαφορετικά σημεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σχετικά μεγάλες πολιτισμικές διαφορές –ακόμα και γλωσσικές–, που τους έριξε σε μια κοινή μοίρα μόνο και μόνο το γεγονός ότι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και είχαν μια ελληνόφωνη ανατροφή. Η αμοιβαία εθνοκάθαρση που δρομολογήθηκε ανάμεσα στην ηττημένη Ελλάδα και τη νικήτρια Τουρκία μπορεί σύμφωνα με τους οπαδούς της θεωρίας του εθνικά ενιαίου κράτους, τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους να ήταν κάτι θετικό όσον αφορά την κοινωνική, πολιτική και οικονομική σταθεροποίηση των δύο γειτονικών κρατών, και μπορεί να ωφέλησε οικονομικά τουλάχιστον τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όμως δεν παύει παρ’ όλα αυτά να είναι μια βαθιά τραυματική εμπειρία για όσους τη βίωσαν, οι πληγές της οποίας δεν επουλώθηκαν ποτέ εντελώς – και αυτό είναι κάτι που ξέρω και από τις διηγήσεις των ίδιων μου των συγγενών. Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι μια εθνοκάθαρση είναι κάτι εγκληματικό, παρ’ όλη την όποια κάλυψή της από διεθνείς συνθήκες, παρά τις αποζημιώσεις, την ανθρωπιστική βοήθεια και τις διεθνείς επιτροπές που επιβλέπουν την τήρηση των συνθηκών και προσπαθούν να αποτρέψουν τα χειρότερα.
Το δεύτερο έγκλημα στο οποίο οφείλω την ύπαρξή μου είναι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, συμπεριλαμβανομένου του «τοπικού» εγκλήματος του ελληνικού εμφυλίου. Σε αντίθεση όμως με τα γεγονότα που οδήγησαν τους προγόνους μου στον δρόμο της προσφυγιάς, εδώ τα γεγονότα που στο βάθος του χρόνου έκαναν δυνατή την ύπαρξή μου είναι πιο συγκεκριμένα και για μένα πιο δεσμευτικά από μια ηθική σκοπιά. Γιατί πρέπει να είμαι ευγνώμων στον άγνωστο Βούλγαρο αξιωματικό που, αντί να εκτελέσει το τσούρμο από στρατολογημένα και οπλισμένα παιδιά που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη για να δείξουν οι «αριστεροί» αντάρτες δήθεν το αξιόμαχο της ελληνικής νεολαίας, αποφάσισε να ακολουθήσει τις επιταγές της συνείδησής του και να στείλει τα δεκατετράχρονα αγόρια και κορίτσια πίσω στα χωριά τους – ανάμεσά τους και τη μητέρα μου. Και πρέπει να είμαι επίσης ευγνώμων στο άγνωστο μέλος ενός μπλόκου «δεξιών», μια βραδιά στην κατοχική Αθήνα, που αναγνώρισε τον συμμαθητή του σ’ ένα τραμ που ανέβαινε στο Παγκράτι –τον πατέρα μου– και του είπε να το στρίψει με τα πόδια γιατί «θα γινόταν κάτι».
Οφείλω λοιπόν την ύπαρξή μου, όπως και εκατομμύρια άλλοι Ευρωπαίοι, κατά ένα μέρος στις εθνικιστικές, φασιστικές, μαξιμαλιστικές, χιλιαστικές, λυτρωτικές και αλυτρωτικές ιδεολογίες που στιγμάτισαν την ευρωπαϊκή ιστορία από το τέλος του 19ου αιώνα και την οδήγησαν σε δύο παγκόσμιους πολέμους και σε έναν διψήφιο αριθμό τοπικών και εμφυλίων πολέμων, και κατά ένα μέρος σε ανθρώπους που μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου μπόρεσαν και διατήρησαν έστω και κάποια ίχνη ανθρωπιάς. Οφείλω όμως τη ζωή μου κατά κύριο λόγο στους γονείς μου που με τον δικό τους σιωπηλό και σταθερό τρόπο και με τη βοήθεια της καλής τους τύχης κατάφεραν να αντισταθούν σε ιδεολογίες, καθοδηγητές, απαγωγείς, δημαγωγούς και άλλους κυνηγούς ψυχών και ζωών, και να καταφέρουν και οι δυο τους, ο καθένας στο επάγγελμά του, να αποκτήσουν ένα καλό όνομα και να κερδίσουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των προϊσταμένων, συναδέλφων και συνεργατών τους. Και που κατάφεραν, όχι μόνο να επιβιώσουν φυσικά και επαγγελματικά, αλλά να δημιουργήσουν και μια μικρή περιουσία, ώστε να δώσουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα να μορφωθούν και να βρουν τον δικό τους δρόμο.
Οφείλω λοιπόν την άπειρη ευγνωμοσύνη μου στους γονείς μου για τη δυνατότητα να δω κι εγώ με τα δικά μου μάτια αυτό τον κόσμο. Όμως δεν οφείλω καμία ευγνωμοσύνη και καμία εκτίμηση στους «ιστορικούς και πολιτικούς» λόγους που συντέλεσαν ώστε να γίνουν αυτοί οι δύο άνθρωποι οι γονείς μου. Γιατί, όχι μόνο δεν τους βοήθησαν, αλλά έκαναν το παν ώστε να μην μπορέσουν να γίνουν ποτέ γονείς – και θα το είχαν καταφέρει αν δεν είχαν βρεθεί αυτοί οι δύο άγνωστοι άνθρωποι που άλλαξαν με τις πράξεις τους, ανεπαίσθητα για την ανθρωπότητα αλλά πολύ αισθητά για τους γονείς μου και για εμένα, τη «ροή της ιστορίας». Πόσα μέλλοντα δεν έγιναν παρόντα επειδή στο διάβα του χρόνου τους δεν βρέθηκαν αυτά τα βοτσαλάκια ανθρωπιάς για να αλλάξουν τη ροή της δικής τους ιστορίας;
Με πιάνει βαθιά θλίψη διαπιστώνοντας ότι αυτοί οι «ιστορικοί και πολιτικοί» λόγοι παραμένουν ακόμα ζωντανοί στις ψυχές των εγγονών και των δισέγγονων των ανθρώπων που υπέστησαν τις καταστροφικές συνέπειές τους, και προσπαθούν με κάθε ευκαιρία να αναβιώσουν το κλίμα του πολέμου και να ξεσηκώσουν τους ανθρώπους για να αγωνιστούν για σκοπούς ανύπαρκτους, εξωθώντας τους να σηκώσουν τα λάβαρα και να διαδηλώσουν σε δρόμους και πλατείες υπέρ μιας φανταστικής κληρονομιάς, τα οφέλη της οποίας δεν καρπώθηκε ποτέ κανείς, μιας κληρονομιάς που διαβρώνει τις ψυχές και τον νου σαν πανίσχυρη και εθιστική δρόγη.
Το ότι οι λόγοι αυτοί παραμένουν ακόμα τόσο ισχυροί αποκαλύπτει ότι αυτοί που υποτίθεται ότι αγωνίζονται για τις ρίζες τους στην πραγματικότητα δεν έχουν ριζώσει ακόμα στον τόπο που η μοίρα και η συγκυρία έριξαν τους γονείς και τους παππούδες τους. (Το ότι στα συλλαλητήρια και τις λαομαζώξεις τους θα σμίξουν με αυτούς που υποτίθεται ότι βρήκαν την ευκαιρία να διαδηλώσουν την αντίθεσή τους με τη γενική πολιτική της κυβέρνησης δεν αναιρεί την παραπάνω διάγνωση: την επιβεβαιώνει). Και, σαν να μην έφτανε αυτό, προσπαθούν να μην αφήσουν και συγκυριακούς αντίπαλούς τους σε αυτή τη φάση, τους βόρειους γείτονές τους, να ριζώσουν σε μια πατρίδα, μόνο και μόνο επειδή εκείνοι χρησιμοποιούν ως συλλογικό τους όνομα μια λέξη που βρήκαν πεταμένη στο χώμα της γης που κατοικούν. Και τη χρησιμοποιούν επειδή, όπως μας λένε οι ιστορικοί, δεν ήθελαν να υποκύψουν στις ιδεολογίες που αιματοκύλησαν τη νοτιοανατολική Ευρώπη από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού. Επειδή δεν ήθελαν να πεθάνουν στα χαρακώματα, ούτε ως Σέρβοι, ούτε ως Έλληνες, ούτε ως Βούλγαροι πατριώτες και ήρωες, αλλά να ζήσουν απλά και ταπεινά ως македонски христијани.