Η πόλη και οι πρόσφυγες

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Η πόλη και οι πρόσφυγες

Τις ημέρες των εκλογών του Σεπτεμβρίου, μετά από τη δοκιμασία να βρίσκομαι σε Κουμουνδούρου και Κλαυθμώνος το βράδυ των αποτελεσμάτων, με περίμενε μία ακόμη μεγαλύτερη. Ως οδηγός και μεταφράστρια Σουηδού δημοσιογράφου, τον συνόδευα σε συναντήσεις και συνεντεύξεις του με ανθρώπους και φορείς που διαχειρίζονταν το θέμα των προσφύγων στην πόλη αλλά και αλλού.

Στο κέντρο της πόλης, συναντούμε ανθρώπους από τον δήμο της Αθήνας που χειρίζονται την κατάσταση και δίνουν πρόθυμα ένα σωρό πληροφορίες, στοιχεία, αριθμούς, αλλά και καταθέτουν τις δικές τους απόψεις, τις προβλέψεις τους, τις ανησυχίες τους.

 Ο δρόμος τώρα οδηγεί νότια, στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης. Ο υπεύθυνος μας δέχεται εγκάρδια, μιλά με προθυμία, παραθέτει κι αυτός στοιχεία και αριθμούς, περιγράφει την κατάσταση στα νησιά και στα βόρεια σύνορα, εξηγεί τι νομίζει ότι θα έπρεπε να γίνει. Οι αριθμοί και τα περιστατικά που μας διηγείται είναι θλιβερά, ο κόμπος στον λαιμό γίνεται όλο και μεγαλύτερος.

Οδηγώ προς την παραλία, σειρά έχει τώρα μία συνάντηση με κάποια απεσταλμένη από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ — πάλι αριθμοί, στοιχεία, έγγραφα, εξηγεί τις δράσεις του Οργανισμού.

 Την επόμενη ημέρα, έχει έρθει η στιγμή να δούμε πραγματικές εικόνες. Πειραιάς, Ελαιώνας, πλατεία Βικτωρίας.

Πειραιάς, Ε2, η μπουκαπόρτα του «Βενιζέλος» ανοίγει, άνθρωποι κάθε ηλικίας ξεχύνονται στο λιμάνι, άλλοι εμφανώς καταβεβλημένοι, άλλοι σε καλύτερη κατάσταση. Ξεχωριστές φιγούρες, τα παιδιά. Θέλουν να τρέξουν και να παίξουν, κάποια μικρά θέλουν να βουτήξουν στη θάλασσα, μια μαμά κρατά το πιο μικρό στην αγκαλιά, το μεσαίο από την κουκούλα να μην της πέσει στο νερό και φωνάζει για να συνετίσει το μεγαλύτερο. Μιλάμε με μερικούς, κάποιοι δέχονται με χαρά να φωτογραφηθούν, εγώ ψάχνω κάτι να τους πω αλλά δεν ξέρω τι, είναι κι εκείνος ο κόμπος από χτες.

Ελαιώνας. Η κυρία που συντονίζει εκεί δείχνει πολύ κουρασμένη και προβληματισμένη. Μιλά με μεγάλη συγκίνηση, εξηγεί πώς λειτουργεί ο χώρος υποδοχής, μας επιτρέπει να μιλήσουμε με τους ανθρώπους που μένουν εκεί αλλά να μη φωτογραφήσουμε κανέναν χωρίς τη συναίνεσή του και να μη φωτογραφήσουμε καθόλου τα παιδιά. Πολλά από αυτά είναι πολύ φοβισμένα, δεν αντέχουν την παραμικρή ενόχληση. Ακούμε απίστευτες ιστορίες και περιπέτειες ανθρώπων που έχουν περιπλανηθεί από χώρα σε χώρα, μάνες που έχασαν παιδιά στην πορεία τους, οικογένειες που χωρίστηκαν και αναζητούν ο ένας τον άλλον.

«Δεν φύγαμε για να ζήσουμε καλύτερα, φύγαμε για να ζήσουμε, τελεία», ήταν τα λόγια ενός νεαρού πατέρα.

Πλατεία Βικτωρίας. Η ευγενική και γλυκομίλητη κυρία που έχει ένα καφέ εκεί δέχεται να μιλήσει και να περιγράψει αυτό που συμβαίνει:

«Κάθε μέρα έρχομαι με μια μεγάλη σακούλα παιχνίδια και τα μοιράζω σιγά-σιγά για να έχουν κάτι να περιμένουν, να παίρνουν μια χαρά. Πολλοί από τους θαμώνες του μαγαζιού θυμώνουν που τους αφήνω να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες, που τους δίνω νερό και τρόφιμα, που βάζω μέσα τις μάνες με τα μωρά τους για να τα περιποιηθούν καλύτερα. Αλλά τι να κάνω, δεν μπορώ να μην κάνω έστω αυτό το ελάχιστο».

Λίγο πριν φύγουμε, ξεσπά μια δυνατή μπόρα. Οι άνθρωποι προσπαθούν να περιμαζέψουν ό,τι μπορούν, τρέχουν κάτω από τις τέντες των καταστημάτων, κάτω από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών, μήπως και καταφέρουν να παραμείνουν στεγνοί. Ένα αγόρι, μικρότερο από τον γιο μου, είναι μόνο του, κρατά μια μπάλα στο ένα χέρι και μια μεγάλη πλαστική σακούλα με ένα πάπλωμα στο άλλο. Παίζει με τα λασπόνερα, κάποιος το τραβά κάτω από ένα μπαλκόνι.

Στο σπίτι, επιτέλους, με εκείνο το βάρος που λες κι έχεις μαρμαρόπλακα στο στέρνο. Αγκαλιάζω τον γιο μου λίγο πιο σφιχτά από το συνηθισμένο και χαμογελώ πικρά που τον βλέπω με τα καθαρά του ρούχα, καλοταϊσμένο, ξένοιαστο, χαρούμενο και που αυτό που τον απασχολεί είναι ότι χάλασε η ρακέτα του.

Έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τους. Χαρούμενα και ασφαλή. Με την έγνοια μιας σπασμένης ρακέτας.