Η πόλη και οι σκιές της

C
Μαρία Αλτίκη

Η πόλη και οι σκιές της

Το «Λίγες και μία νύχτες» είναι το 8o κατά σειρά βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού. Τα βιβλία του είναι, όπως λέει ο ίδιος, ιστορικού ενδιαφέροντος και όχι ιστορικά. Πιστεύει ότι με το πέρασμα του χρόνου μαθαίνουμε να διαβάζουμε καλύτερα την ιστορία, ενώ ένας λογοτέχνης σκάβει διαφορετικά τα γεγονότα. Έτσι, μεγάλο μέρος του συγκεκριμένου βιβλίου διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη, τη γενέτειρα και αγαπημένη πόλη του συγγραφέα, όπου ζει και εργάζεται: μια πόλη που, εκτός από μεγάλη ιστορία με ποικίλες και ενδιαφέρουσες πτυχές, έχει και μια σύνθετη ταυτότητα. Το πλαίσιο του μυθιστορηματικού χρόνου ξεκινά το 1909, την εποχή που η πόλη ήταν ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τελειώνει 70 χρόνια μετά, το 1979. Διανύει, με άλλα λόγια, σχεδόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, περιγράφοντάς μας γνωστά και άγνωστα ιστορικά γεγονότα, αλλά και εικόνες μιας άλλης εποχής. Εξέχουσα θέση σε αυτό έχει η περιοχή της συνοικίας των Εξοχών, μιας από τις πιο όμορφες περιοχές της πόλης στην περίοδο της μεγάλης αίγλης της, με τις πολυτελείς επαύλεις, τα περίφημα αρχοντικά, τις βίλες και τους εντυπωσιακούς κήπους ― εκεί, συνυπήρχαν εύποροι Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι.

Η συνοικία αυτή ασκούσε στον συγγραφέα ιδιαίτερη γοητεία από τα παιδικά του χρόνια, όταν μαζί με την οικογένειά του περνούσε από εκεί γυρνώντας από τα καλοκαιρινά του μπάνια στην περιοχή της Αγίας Τριάδας με το λεωφορείο ή το αυτοκίνητο. Διασχίζοντας λοιπόν την οδό Βασιλίσσης Όλγας, την κόρη της λεωφόρου των Εξοχών, είχε την αίσθηση ότι έμπαινε σε έναν άλλο, διαφορετικό κόσμο. Το βλέμμα του αιχμαλωτιζόταν από τις υπέροχες βίλες, κάνοντάς τον να αναρωτιέται πώς είναι εσωτερικά και τι άνθρωποι τις κατοικούν. Μεγαλώνοντας, ερευνούσε συχνά για αυτές, διαβάζοντας ό,τι μπορούσε να βρει. Μεγάλη βοήθεια του προσέφερε πρόσφατα η μελέτη του Βασίλη Κολώνα για την συνοικία αλλά και η μεγάλη υπομονή του στις αμέτρητες ερωτήσεις που του έκανε. Μετά από χρόνια έρευνας αποφάσισε να αφιερώσει ένα βιβλίο σε αυτήν, με σκοπό να ανασύρει τη μνήμη της συνοικίας, να τη γνωρίσει στους αναγνώστες του και έτσι να τους μεταδώσει την αγάπη του. Μεγάλο όνειρο και ελπίδα του είναι, ίσως, τραβώντας τα βλέμματα επάνω της, να κινήσει και κάποιους μηχανισμούς για τη συντήρηση και αξιολόγησή της, μιας και σήμερα, δυστυχώς, μετά την καταιγίδα της αντιπαροχής, τις δεκαετίες ’60 και ’70, διασώθηκαν ελάχιστα (περί τα 20 μόλις) από τα πολλά σημαντικά κτίρια των αρχών του περασμένου αιώνα. Και έτσι φτάσαμε να κρατάμε στα χέρια μας ένα βιβλίο-κόσμημα, ένα παλίμψηστο που περιγράφει τα απομεινάρια μιας πόλης που χάθηκε για πάντα. Όχι όμως μόνο αυτό. Εκτός από τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο ο συγγραφέας μιλά και για την αρσενική απελπισία, τη μοναξιά, για το πώς είναι να μην απολαμβάνεις τη γυναικεία στήριξη, και πώς βιώνει κανείς έναν μεγάλο, απελπισμένο έρωτα.

Αναλογιζόμενος πώς να τοποθετήσει τον ήρωα του σε έναν τέτοιο χωροχρόνο, ο Ζουργός σκέφτηκε ότι αυτές οι βίλες είχαν κήπους, άρα και κηπουρούς. Ένας κηπουρός όμως δεν θα μπορούσε να συναναστραφεί την υψηλή κοινωνία εκείνης της περιοχής. Αν όμως αυτός ο κηπουρός είχε ένα γιο με μια Γαλλίδα, από την οποία θα μάθαινε άριστα τη γλώσσα της, τη γλώσσα της άρχουσας τάξης, κάτι μπορούσε να γίνει…

Η αφήγηση ξεκινά με την άφιξη του πανίσχυρου Κόκκινου Σουλτάνου, του Αβδούλ Χαμίτ Β΄, έκπτωτου πια, που έρχεται στην πόλη για να φυλακιστεί, μένοντας έγκλειστος στη Βίλα Αλλατίνι. Ο Λευτέρης Ζεύγος είναι ένα εντεκάχρονο αγόρι, γιος του κηπουρού στη Βίλα Αλλατίνι, που πουλάει γαζέτες γυρνώντας την περιοχή. Ένα αγόρι φιλόδοξο, που συχνά βρίσκει λόγους και αφορμές για να εισβάλει με διάφορα τεχνάσματα στη Βίλα, ευελπιστώντας να μπορέσει να δει έστω και κρυφά τον σουλτάνο. Ο Αβδούλ Χαμίτ περνά τις μέρες του στον πρώτο όροφο του μεγάρου, σε ένα καθεστώς μελαγχολίας και ενδοσκόπησης. Μόνη του ανάπαυλα είναι οι βραδινές του συναντήσεις με την εντεκάχρονη κόρη του φίλου και συμβουλάτορά του Αλπερέν Μπέη, ενός ντονμέ της πόλης που τον βοηθά με τα οικονομικά του. Η Μίρζα είναι μια όμορφη μουσουλμάνα, ντυμένη στα άσπρα, με κόκκινα μάγουλα και εγγλέζικες μπούκλες. Σε αυτό το κορίτσι ο πατισάχ ξεγυμνώνει την ψυχή του τις νύχτες, την ψυχή ενός ξεδοντιασμένου θηρίου, και εξομολογείται την ιστορία της ζωής του, τις αμαρτίες και τα κρίματά του. Ίσως μέσα στο μυαλό του η Μίρζα φαντάζει σαν την πεθαμένη κόρη του, που ήταν και αυτή έντεκα χρονών όταν την έχασε. Ο Λευτέρης βρίσκει τρόπο και τους παρακολουθεί κρυφά και, έτσι, ένα λαϊκό παιδί βλέπει και ακούει με την αθωότητα της νεότητάς του κάτι μαγευτικό.

Ενώ ο καιρός περνά, ο Λευτέρης και η Μίρζα γίνονται φίλοι. Μεγαλώνοντας, ο πατέρας της τον κάνει βοηθό του στις δουλειές και, μετά την πυρκαγιά στην πόλη, τον φιλοξενεί στο σπίτι του ― χωρίς βέβαια να γνωρίζει ότι μεταξύ των δύο νέων έχει αναπτυχθεί, πια, ένας κρυφός έρωτας. Όταν όμως το ανακαλύπτει, όλα ανατρέπονται. Είναι η εποχή που ο Βενιζέλος δεν θέλει να χαλάσει το χατίρι των Αγγλογάλλων και στέλνει χιλιάδες στρατιώτες για εκστρατεία στην Ουκρανία. Έτσι, ο Λευτέρης στις αρχές του ’19 βρίσκεται ξαφνικά να αφήνει πίσω του μια πόλη καμένη, μια αγάπη ανεξιχνίαστη και έναν γέρο μουσουλμάνο Ιούδα και να πολεμά στις ουκρανικές στέπες τους μπολσεβίκους στον Ρωσικό Εμφύλιο. Μετά την προδοσία και τον πόλεμο θα αλλάξει, από χαρακτήρα μέχρι και όνομα. Θα περιπλανηθεί σε διάφορες πόλεις και χώρες προσπαθώντας να γίνει επιτυχημένος και πλούσιος, και θα γνωρίσει, θα αγαπήσει και θα προδώσει διάφορες γυναίκες. Το μόνο που δεν θα μπορέσει ποτέ του να αλλάξει θα είναι η εμμονή του για τη συνοικία των Εξοχών ― αλλά και τον παράφορο έρωτά του για τη Μίρζα. Τι τους επιφυλάσσει άραγε η μοίρα;

Το «Λίγες και μια νύχτες» είναι μια ταινία που εκφράζεται με λόγο. Ο Ισίδωρος Ζουργός, εκτός από μεγάλος λεξιπλάστης, έχει μια γλώσσα μελίρρυτη, γεμάτη λυρισμό, που κάνει την ανάγνωση απολαυστική. Έχοντας διαβάσει πολλή ποίηση, το συγγραφικό του στοίχημα είναι να φυσά ένας ποιητικός αέρας επάνω στις ατελείωτες σελίδες ενός καλά δομημένου μυθιστορήματος και σίγουρα τα καταφέρνει μια χαρά. Το συγκεκριμένο βιβλίο αφορά δυνητικά τη μοίρα, μας βάζει να αναμετρηθούμε με θεμελιώδη ερωτήματα που μας απασχολούν όλους, ενώ για μια ακόμα φορά η λογοτεχνία έρχεται να ανακρίνει το παρελθόν της πόλης για να μας μάθει μια ιστορία που δεν θα περπατήσουμε ποτέ.