Η πόλη του αίματος

C
Σαπφώ Καρδιακού

Η πόλη του αίματος

Ο μεγαλύτερος γιος του Αδόλφου Φρειδερίκου δεν ήταν φτιαγμένος για βασιλιάς. Αδύναμος χαρακτήρας, ο Γουσταύος Γ΄, μονάρχης της Σουηδίας από το 1771 ώς το 1792, προτιμούσε τα λουκούλλεια γεύματα και τα ηδονιστικά επιδόρπια, παρά τη λήψη αποφάσεων και τα συμβούλια. Μολαταύτα, οι ικανότητές του στις δημόσιες σχέσεις, η γοητεία του και η ροπή του προς το δράμα σε συνδυασμό με την αγάπη του για τις τέχνες και τα γράμματα τον κάνουν αγαπητό σε συγγραφείς και καλλιτέχνες, ιδιαίτερα στη Γαλλία. Αν και εισήγαγε φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις κατά την περίοδο της βασιλείας του, κύριος στόχος του ήταν η συγκέντρωση μεγαλύτερης δύναμης στο στέμμα από το κοινοβούλιο που εκπροσωπούσε τον λαό. Ενθάρρυνε τον συνασπισμό των αντιτιθέμενων κοινοβουλευτικών δυνάμεων, αλλά απέτυχε να φέρει την ενότητα. Η μόνη λύση ήταν το πραξικόπημα που του εξασφάλισε την απόλυτη μοναρχία. Ως αυτοκράτορας θέλησε να χορτάσει τις ιμπεριαλιστικές ορέξεις του με σειρά επιθετικών αποστολών εναντίον γειτονικών χωρών. Βλέποντας πως οι σύμμαχοι της Σουηδίας δεν τον υποστηρίζουν, ο Γουσταύος Γ΄ κηρύττει πόλεμο εναντίον της Ρωσίας το καλοκαίρι του 1788. Στις ναυμαχίες του 1790, ο υπαξιωματικός Ζαν Μίκαελ Καρντέλ —ένας από τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος— έχασε το αριστερό του χέρι: στον πανικό της ήττας από τον ρωσικό στόλο, η μπαρουταποθήκη του πλοίου Ίνγκεμποργ ανατινάχτηκε, η αλυσίδα της άγκυρας κάρφωσε τον πήχη του Καρντέλ και από τότε ο Αποσπασμένος Φρουρός της Πόλης μπεκροπίνει από καπηλειό σε ταβερνείο φορώντας ένα φτηνιάρικο ξύλινο πρόσθετο μέλος.

Στοκχόλμη. Φθινόπωρο 1792.

Η χώρα διοικείται από την Αντιβασιλεία μετά τη δολοφονία του Γουσταύου Γ΄ τον Μάρτιο. Στους λερούς και κακοφωτισμένους δρόμους της κοχλάζει ένα συνονθύλευμα από νεκρούς και ζωντανούς, από σαπισμένα τρόφιμα και περιττώματα, από ανθρώπους και ζώα. Το ακβαβίτ κυλά στις φλέβες των Σουηδών πιο καθαρό από το νερό της λίμνης Φατμπούρεν.

Και, στη γεμάτη ακαθαρσίες λίμνη, επιπλέει ένα πτώμα ξυπνώντας τους εφιάλτες του Καρντέλ.

Ανάπηρος πολέμου και διορισμένος σε εξευτελιστική υπηρεσία να συλλαμβάνει περιπλανώμενους, επαίτες και ιερόδουλες, ξαναζεί τις ώρες που πέρασε στη θάλασσα δίπλα στους νεκρούς συμπολεμιστές του ωσότου σωθεί από το πλήρωμα μιας βαρκοκανονιέρας. Το πτώμα που ανασύρει από τα δυσώδη νερά είναι ένας σκέτος κορμός. Ο νεαρός και όμορφος κάποτε άντρας δεν έχει χέρια, όπως δεν έχει και πόδια. Τα μάτια του έχουν ξεριζωθεί και η γλώσσα του κόπηκε — και όλα αυτά όσο ζούσε ακόμα…

Η νυχτερινή περιπέτεια του Καρντέλ θα παρέμενε μια παλικαριά στην αχλή της μέθης και θα του κόστιζε μόνο μια αλλαξιά ρούχα αν δεν γνώριζε τον Σέσιλ Βίνγκε. Ο ευφυής νομικός έχει επιφορτιστεί με την εξιχνίαση του εγκλήματος — η υπόθεση του ανατέθηκε από τον ίδιο τον διοικητή της Πολιταρχίας. Χρειάζεται, όμως, να βιαστεί. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρεί υποτροπιάζει καθημερινά. Ισχνός και κατάχλομος, ο Βίνγκε κέρδισε χωρίς πολλή προσπάθεια το παρατσούκλι «Φάντασμα στο Ιντεμπέντουσκα» από το προσωπικό στο κτίριο της Πολιταρχίας.

Εδώ έχουμε ένα πολύ περίεργο έγκλημα προς εξιχνίαση. Δεν είναι έργο κάποιου κοινού εγκληματία. Σκέψου λίγο τι πόρους πρέπει να έχεις για να κρατήσεις έναν άνθρωπο φυλακισμένο αρκετό καιρό ώστε να τον ακρωτηριάζεις σιγά σιγά, και μάλιστα χωρίς να σε καταλάβουν. Σκέψου επίσης πόση δύναμη θέλησης απαιτείται. Πόση προσήλωση στον σκοπό σου.

Το αταίριαστο ζευγάρι συνεργάζεται για να δικαιώσει τον άγνωστο νεκρό. Και οι δύο θα χρειαστεί να αναμετρηθούν με τις δυνάμεις τους, ψυχικές και σωματικές.

«Είσαι έτοιμος να τα παρατήσεις; Αυτό λες;»

Ο Βίνγκε βγάζει το ρολόι τσέπης από το γιλέκο. Με μεγάλη δυσκολία διακρίνει τους δείκτες στο μισόφωτο και με το βλέμμα καρφωμένο στον μικρό ένθετο κύκλο όπου μετριούνται τα δευτερόλεπτα βάζει δύο δάχτυλα στις φλέβες του λαιμού που πάλλονται κάτω από τη γνάθο. Σε ένα λεπτό προλαβαίνει να μετρήσει τους χτύπους της καρδιάς του σε εκατόν ογδόντα πριν να στραφεί ξανά στον Καρντέλ για να του δώσει την απάντηση που του οφείλει.

«Όχι. Αλλά ο χρόνος είναι λιγοστός».

Θα βρεθούν στον δρόμο ανθρώπων που κρύβονται πίσω από ακριβά παραπετάσματα. Θα αναψηλαφήσουν την απογοήτευση της νεανικής ελπίδας για μια καλύτερη ζωή στην πόλη, και θα ακολουθήσουν τα χνάρια της διάψευσης κάθε προσδοκίας για ίση μεταχείριση σε μια ουτοπικά δίκαιη και εύνομη κοινωνία ώς το κατώφλι, κυριολεκτικά, του δολοφόνου.

Και όλα αυτά ενόσω η Σουηδία κοχλάζει κάτω από τις αναθυμιάσεις του φτηνού αλκοόλ. Όσο ένα κράτος «ακέφαλο», με τους ευγενείς να τρέμουν την εξάπλωση της Γαλλικής Επανάστασης και την ανατροπή τους —κατάλοιπο της καχυποψίας του δολοφονημένου βασιλιά—, συγκαλύπτει τις ανισότητες των κοινωνικών τάξεων με τρόπο εγκληματικό. Αρκεί να φαίνεσαι αριστοκράτης για να απολαύσεις κραιπάλες επί πιστώσει, απεριόριστο αλκοόλ και ικανοποίηση των πιο κρυφών διαστροφών σου. Αρκεί να γεννήθηκες στη λάθος πλευρά της πόλης για να μαζεύεις ακαθαρσίες με τα χέρια, να πουλάς σαπισμένα φρούτα για το ενοίκιο μιας ετοιμόρροπης καλύβας, και να βασανίζεσαι μέχρι θανάτου στα σωφρονιστικά ιδρύματα.

Αρκεί να στροβιλίζεσαι στον χορό της ονειροπόλησης, στον ρυθμό μιας φιλοδοξίας που οι άλλοι έκριναν ότι δεν σου αξίζει, γι’ αυτό σού διαφεύγει και σε εγκαταλείπει σε μια πόλη που επιπλέει στο ίδιο της το αίμα.

[ Φωτογραφία ]