Η σημασία μιας πτώχευσης

P
Βίβιαν Στεργίου

Η σημασία μιας πτώχευσης

Μόλις πτώχευσε η Ηλεκτρονική Αθηνών, το γραφείο για τα εργασιακά δικαιώματα του ΣΥΡΙΖΑ βρήκε έδαφος να απαιτήσει νομοθετικές παρεμβάσεις. Είδε μία προσπάθεια από την ανώνυμη εταιρεία και τους μετόχους της να «καταστρατηγήσουν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα» με όπλο την κήρυξη της πτώχευσης και τον διορισμό συνδίκου. Απαίτησε αμέσως είτε να λειτουργήσει πάλι η εταιρεία είτε να διαπραγματευτούν οι εταίροι της με τους εργαζομένους ώστε να βρουν μία λύση, διότι η κήρυξη της πτώχευσης έγινε «εν κρυπτώ». Αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποφάσισε το όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση πρέπει να παρέμβει και να νομοθετήσει άμεσα. Οι «βασικοί εταίροι» ανωνύμων εταιρειών πρέπει να ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία, ώστε να εξοφλούν αυτοί οι ίδιοι μόλις πτωχεύσει η εταιρεία τους εργαζομένους.

Αν έχει κανείς το κουράγιο να πάρει τα παραπάνω στα σοβαρά, πρέπει να ξεκινήσει από το τι είναι η πτώχευση και γιατί υπάρχει, και μετά να απαντήσει στις «προτάσεις» του ΣΥΡΙΖΑ. Οι πτωχεύσεις είναι για την ανώνυμη εταιρεία ό,τι ο θάνατος για τα άτομα, είναι κάτι που ενυπάρχει ως πιθανότητα στην ίδια τη σύσταση της ανώνυμης εταιρείας: αν η εταιρεία δεν τα πάει καλά, θα πτωχεύσει. Οι πτωχεύσεις αυξάνονται ή μειώνονται ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά. Η ανώνυμη εταιρεία δεν μπορεί πια να καλύψει της οφειλές της και «κλείνει»: αυτό σημαίνει η πτώχευσή της. Η δουλειά του συνδίκου είναι να εξοφλήσει όσες οφειλές μπορεί με ό,τι έχει μείνει στο ταμείο. Άρα, η πτώχευση της ανώνυμης εταιρείας είναι κάτι που συμβαίνει· ο νόμος το αναγνωρίζει και, στη συνέχεια, ρυθμίζει πώς από τα ελάχιστα στοιχεία και από τους ελάχιστους πόρους που έχουν απομείνει στην εταιρεία (αν ήταν πολλά, δεν θα πτώχευε) θα αντιμετωπιστούν κάποιες οφειλές.

Οι εταίροι στην ανώνυμη εταιρεία δεν ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία. Αυτό σημαίνει ότι, αν η εταιρεία δεν τα πάει καλά, θα χάσουν μόνο το ποσό που θα «βάλουν» όταν αγοράζουν τις μετοχές τους — ούτε σεντς παραπάνω. Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει όλη την ουσία της ύπαρξης της ανώνυμης εταιρείας. Ποιος θα ήθελε να επενδύσει αν ήξερε ότι κάποια στιγμή μπορεί η ευθύνη του να επεκταθεί ανεξέλεγκτα σε όλη του την περιουσία; Ή αν ήξερε ότι οι λάθος εταιρικοί χειρισμοί μπορούν να δημιουργήσουν μία ασταμάτητη αλληλουχία οφειλών; Γιατί να μπλεχτεί, γιατί να χάσει τα χρήματά του; Ταυτόχρονα, επειδή η συμμετοχή σε μία αγορά σημαίνει μεν κινδύνους, από την άλλη όμως μία υπερβολικά συντηρητική στρατηγική δεν θα φέρει ποτέ κέρδη, ιστορικά αυτό το ανεύθυνο των εταίρων εξασφάλιζε στις ανώνυμες εταιρείες την αναγκαία ασφάλεια για να καινοτομούν και να αναλαμβάνουν ρίσκα.

Η πτώχευση δεν είναι ένα εργαλείο για να προστατευτούν οι κακοί εταίροι και να ζημιωθούν οι καλοί εργαζόμενοι. Σε μία πτώχευση όλοι έχουν βγει χαμένοι. Όπως είπαμε παραπάνω, η πτώχευση είναι ένας θάνατος, είναι κάτι που γίνεται, το διαχειρίζεται κανείς όπως μπορεί — αλλά η απώλεια παραμένει. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Η απώλειά τους δεν είναι μόνο ο μηνιαίος μισθός τους, είναι και η απώλεια της σιγουριάς, η αβεβαιότητα, και το κοινωνικό κόστος που δημιουργείται όταν ακόμη περισσότεροι άνθρωποι προστίθενται στους ανέργους. Οι άνθρωποι αυτοί τίθενται εκτός παραγωγικής διαδικασίας, κοστίζουν, διότι πρέπει να πάρουν επίδομα για να τα βγάλουν πέρα, αλλά κυρίως δυστυχούν. Οι δε εταίροι χάνουν το κεφάλαιο που είχαν επενδύσει. Μαζί με αυτό, επωμίζονται και ένα άλλο κόστος: χάνουν κάτι που έφτιαξαν, δημιούργησαν έναν οργανισμό και αυτός δεν λειτουργεί πια, οι κόποι τους και η υπομονή τους να τον στήσουν έχουν χαθεί. Για τους πραγματικούς επιχειρηματίες, η επένδυσή τους δεν ισούται με το κεφάλαιο (σε χρήμα) που έβαλαν στην εταιρεία που κλείνει. Μέσα στο κόστος που επωμίζονται υπάρχει η ματαίωση της ιδέας τους, η ματαίωση της προσδοκίας τους να προσφέρουν κάτι που οι άλλοι, ενδεχομένως, θα χρειάζονταν και θα ήθελαν να πληρώσουν για να το αποκτήσουν.

Στην πτώχευση, όλοι χάνουν.

Και ενώ η ανακοίνωση του οργάνου της κυβέρνησης μέσα σε όλη της την έμπνευση κάνει λόγο για “εν κρυπτώ” διαδικασίες, η πτώχευση μόνο με δικαστική απόφαση μπορεί να κηρυχθεί. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου και κηρύσσει την πτώχευση. Το γεγονός είναι γνωστό και δημόσιο. Εν ολίγοις, είναι αδύνατον να πτωχεύσει μία εταιρεία χωρίς να το διαπιστώσει το δικαστήριο και χωρίς να καταγραφεί αυτό σε σειρά αρχείων. Αν δεν είναι άγνοια, η ανακοίνωση του οργάνου της κυβέρνησης είναι φτηνή χειραγώγηση.

Το σπουδαιότερο όλων όμως είναι η σύγκρουση που υπονοεί το αίτημα του γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα σε θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και στη νομική προστασία των ανωνύμων εταίρων. Μπορεί να νομίσει, έτσι, κανείς ότι οι εταίροι κρύβονται πίσω από αυτή την κατασκευή της ανώνυμης εταιρείας για να γλιτώσουν, για να μην καταβάλουν στους εργαζόμενους αυτά που τους χρωστάνε. Ας είμαστε όμως ακριβείς: δεν τους τα χρωστούν οι εταίροι, τους τα χρωστά η εταιρεία. Τους εργαζόμενους πρέπει να τους πληρώσει η εταιρεία — αλλά η εταιρεία δεν έχει πόρους για να τους πληρώσει.

Το γραφείο εργατικών δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ βλέπει ως λύση στα παραπάνω ένα νόμο που θα όριζε ότι στους εργαζομένους χρωστούν και οι «βασικοί» εταίροι. (Υποθέτω με το «βασικοί» εννοούν αυτούς που κατέχουν μεγάλο αριθμό μετοχών). Η ιδέα είναι ότι έτσι οι εργαζόμενοι θα προστατεύονται καλύτερα σε περίπτωση που η επιχείρηση δεν τα καταφέρει. Παρά τις καλές προθέσεις του, ένας τέτοιος νόμος δεν θα προστάτευε θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα. Θα σήμαινε απλώς ότι στους ήδη υπάρχοντες ανέργους θα προστεθούν κι άλλοι, διότι κανείς δεν θα θέλει να ιδρύσει επιχείρηση. Ένας τέτοιος νόμος θα σήμαινε ότι ακόμη περισσότεροι θα περιμένουν να ζήσουν από το ανύπαρκτο κρατικό χρήμα. Ένας τέτοιος νόμος θα σκότωνε τις επιχειρηματικές ιδέες που για να γίνουν πράξη χρειάζονται το νομικό και οικονομικό όχημα της ανώνυμης εταιρείας όπως είναι τώρα, δηλαδή που μεριμνά για την προστασία τις ατομικής περιουσίας των μετόχων.

Υπάρχουν λόγοι που η περιουσία της εταιρείας δεν ταυτίζεται με την περιουσία των εταίρων, αλλά είναι ξεχωριστή, αυτοτελής. Η περιουσία των εταίρων που εισφέρεται παύει να αποτελεί δική τους περιουσία, αποτελεί πια μέρος της περιουσίας της εταιρείας. Οι εταίροι (μέτοχοι), αφού εισφέρουν την περιουσία τους, έχουν αξιώσεις για συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας και για απόληψη μέρους των κερδών της, δεν μπορούν οποτεδήποτε θελήσουν να ξαναπάρουν πίσω την εισφορά τους. Από την πλευρά της, όταν η εταιρεία αναλαμβάνει κάποια υποχρέωση, πρέπει μόνο αυτή να πληρώσει, με τη δική της περιουσία. Οι τελευταίοι μπορούν να χάσουν μόνον όσα έβαλαν: τίποτα παραπάνω. Έτσι, έχουν κίνητρο να συμμετέχουν σε μία ριψοκίνδυνη δραστηριότητα, τη σύσταση και λειτουργία της ανώνυμης εταιρείας, με αποτέλεσμα καινούριες ιδέες, αμφίβολης έκβασης καινοτομίες και σχέδια που μπορεί να πετύχουν —αλλά μπορεί και να ναυαγήσουν— να μπορούν να χρηματοδοτηθούν. Στατιστικά, οι περισσότερες καινοτόμες ιδέες δεν τα καταφέρνουν. Τίθενται εκτός αγοράς και δεν αποφέρουν κέρδος σε αυτούς που τις εμπνεύστηκαν και τις στήριξαν. Ωστόσο, αν μία καινοτομία πετύχει, το χρηματικό όφελος για όσους τη στήριξαν είναι τεράστιο, και φυσικά εμείς απολαμβάνουμε κάτι που μέχρι χτες δεν είχαμε. Ιδέες που η περιγραφή πριν την υλοποίησή τους δεν θα ενέπνεαν κανένα να επενδύσει επάνω τους (σκεφτείτε την περιγραφή του Facebook), αλλά που τελικά αποδείχτηκαν επιτυχημένες, δεν θα υλοποιούνταν ποτέ εάν όσοι θέλησαν να τις στηρίξουν συμβάλλοντας με ένα μικρό αρχικό ποσό είχαν τον φόβο πως η αποτυχία της εταιρείας θα μπορούσε να τους κοστίσει έστω και μισό ευρώ πάνω από αυτό το μικρό αρχικό ποσό που επένδυσαν επάνω τους. Αλλά και οι καινοτόμες ιδέες που τελικά δεν πέτυχαν μπορεί μεν να ζημιώνουν και να απογοητεύουν αυτούς που τις είχαν, αλλά ωφελούν το κοινωνικό σύνολο. Κάθε επιχειρηματική ιδέα που αποτυγχάνει απελευθερώνει χρήσιμες πληροφορίες, λέει σε όλους τους υπόλοιπους που κινούνται στην αγορά, «Αυτό δεν το χρειάζεται ο κόσμος, χρησιμοποιήστε τις δυνάμεις σας για να φτιάξετε κάτι άλλο», και έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες πράγματι να δημιουργηθεί κάτι που χρειαζόμαστε.

Η αφέλεια, αν όχι η επικινδυνότητα, της ιδέας δείχνει την αντίληψη που έχουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για τον νόμο. Τον βλέπουν σαν ένα εργαλείο για να πετύχουν τους σκοπούς τους, διαλέγοντας νικητές και ηττημένους, κατασκευάζοντας μία πραγματικότητα βασιζόμενη στην επιβολή. Ο νόμος όμως δεν μπορεί να δημιουργήσει μία πραγματικότητα, δεν μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις να λειτουργούν, στους εργαζομένους να πληρώνονται, στους εταίρους να επενδύουν: ο νόμος μπορεί να ρυθμίσει μία κατάσταση αφού πρώτα τη δει με ειλικρίνεια, προσοχή και σαφήνεια. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλουν να δουν την πραγματικότητα και να τη ρυθμίσουν με τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό. Δεν θέλουν να δουν ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στη χώρα μας είναι αδύνατον πλέον να λειτουργούν και να χρηματοδοτούνται, άρα είναι αδύνατον και να πληρώνουν όλα όσα χρωστάνε. Είναι ανήθικο όμως να παριστάνουν τους προστάτες θεμελιωδών δικαιωμάτων, αφού πρώτα έχουν οι ίδιοι καταστήσει τελείως αδύνατη την προστασία τους.

Δεν μπορείς να πάρεις κάτι από αυτόν που δεν έχει. Δεν μπορείς να επιβάλεις στις επιχειρήσεις να έχουν για να δίνουν, δεν μπορείς να επιβάλεις στις εταιρείες να μην πτωχεύουν, δεν μπορείς με νόμους και παρεμβάσεις να δημιουργήσεις χρήματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Η παραγωγή πλούτου δεν είναι απόφαση των πολιτικών γραφείων των κομμάτων, αλλά αποτέλεσμα της δράσης όσων εργάζονται πραγματικά, όσων παράγουν και αλληλεπιδρούν σε μία αγορά.

Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ εχθρεύεται την αγορά, όλη η νομοθετική υπερδιέγερση που δήθεν έχει σκοπό να προστατεύσει τους εργαζομένους θα είναι μία κίνηση αντιπερισπασμού — κούφιες επιταγές μακριά και έξω από την πραγματικότητα.