Η στάχτη και οι φράουλες
Ο Ράινερ Ες αφηγείται:
Όταν ο παππούς μου ήταν διοικητής του Άουσβιτς, έμεναν με τη γιαγιά μου και τα παιδιά τους σε μια βίλα μεσοτοιχία με το στρατόπεδο. Αν καθόσουν στον κήπο, έβλεπες παραδίπλα τα φουγάρα. Η γιαγιά μου έλεγε στον μπαμπά μου και τα αδέρφια του να πλένουν πολύ καλά τις φράουλες που μάζευαν από τον κήπο, γιατί ήταν γεμάτες στάχτες.
Δυο βδομάδες πέρασαν και δεν το έχω ξεχάσει. Ακόμη γυρίζει στο μυαλό μου. Τόσο συγκλονιστικό, τόσο ανατριχιαστικό μού φάνηκε.
Πόσο μάλλον όταν την ίδια μέρα, αμέσως μετά, είδα στη Στέγη την παράσταση «Ο Αγών Μου» των Rimini Protokoll. Η προβληματική για το αν πρέπει να απαγορεύεται ή όχι ένα βιβλίο προσωπικά δεν με άγγιξε τόσο. Ίσως φταίει που το έχω μέσα μου λυμένο. Πολλές φορές, όταν κάτι το έχω σκεφτεί και ξανασκεφτεί, όταν το έχω παιδέψει πολύ και έχω πολύ αγωνιστεί με τον εαυτό μου, δύσκολα μετακινούμαι από εκεί που έχω καταλήξει. Δεν ξέρω αν αυτό είναι «φανατισμός», «πείσμα» ή κάποιο πιο φανταχτερό ελάττωμα. Εγώ το λέω «πεποίθηση» ή και «πίστη» — ποτέ δεν τη φοβήθηκα τη λέξη αυτή. Πιστεύω σε πολλά πράγματα — αν και όχι στον Θεό.
Μας ρώτησαν σε κάποιο σημείο της παράστασης ποιος έχει κρατήσει το βιβλίο του Χίτλερ στα χέρια του και μετά ποιος το έχει διαβάσει κιόλας. Την πρώτη φορά σηκώσαμε το χέρι 10 άτομα, τη δεύτερη 5. Κρατώντας το χέρι μου σηκωμένο και νιώθοντας κεφάλια να γυρίζουν, βλέμματα ερευνητικά, θυμήθηκα τον εαυτό μου με σηκωμένο το χέρι στην τάξη. Ήμουν από αυτά τα εκνευριστικά παιδιά που σηκώνουν το χέρι τους συνέχεια — σαν την Ερμιόνη στον Χάρι Πότερ. Όλα τα ήξερα, όλα τα είχα διαβάσει, και δεν ντρεπόμουν να σηκωθώ στον πίνακα.
Στην τάξη το σηκωμένο χέρι σήμαινε συνήθως ότι ήσουν ο έξυπνος, αυτός που ήξερε την απάντηση. Το πολύ-πολύ να σήμαινε κι ότι είσαι φυτό, ανάλογα με την οπτική όποιου σε έβλεπε. Στην κατάμεστη Στέγη, ήταν αλλιώς. Υπήρχε μια ντροπή στο σηκωμένο χέρι, γινόσουν ξαφνικά αυτός που κοίταζαν όλοι. Ήσουν αυτός που είχε διαβάσει Χίτλερ. Και βέβαια μπορεί να σε κοιτούσαν ερευνητικά, από περιέργεια. Αν όμως σε κοιτούσαν επικριτικά; Μπορεί στ’ αλήθεια κάποιος να με κοίταζε από μακριά και να σκεφτόταν μήπως είμαι νεοναζί ή έστω «συνοδοιπόρος»;
Σκέφτηκα αμέσως (αμυντικά) ότι ένας νεοναζί δεν θα σήκωνε πιθανότατα το χέρι του, δεν θα ήθελε να δώσει στόχο. Μα τι λέω; Δεν έχει μήπως αποστιγματιστεί η έννοια; Κάπου διάβασα (και συγγνώμη που δεν θυμάμαι πού) ότι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα με την άνοδο του ακραίου δεξιού ριζοσπαστισμού: ότι στη σύγχρονη Ευρώπη μοιάζει να υποχωρεί το «στίγμα» που κάποτε τον συνόδευε. Ντρεπόταν, φοβόταν, δίσταζε να πει κάποιος ότι είναι θαυμαστής του Χίτλερ. Τώρα το περηφανεύονται, επελαύνουν στον δημόσιο λόγο λέγοντας ευθέως και δημοσίως όσα άλλοτε έλεγαν μόνο πίσω από κλειστές πόρτες.
Ξύπνησα την άλλη μέρα με δυο εικόνες: τις φράουλες με τη στάχτη από το κρεματόριο και ένα συμπολίτη μου, κάπου στην Αθήνα, να φέρνει στον νου του το πρόσωπό μου και να με θεωρεί νεοναζί. Υπάρχει ένας παραλογισμός στο σκεπτικό, το ομολογώ, αλλά είναι σαν αυτό που λέει ο Σεφέρης: πράγματα που πέφτουν στο όνειρο καθώς βγαίνεις από το όνειρο. Με στοίχειωναν οι δυο εικόνες.
Το ίδιο βράδυ, πήγα στον Βοτανικό να ακούσω τη μουσική παράσταση «Βαβέλ» που παρουσιάζει η Νατάσα Μποφίλιου. Κανονισμένο μια βδομάδα πριν το ραντεβού, και πήγα με τον κόμπο αυτό στη στήθος· με μια ταραχή.
Και συνέβη κάτι μαγικό: για λίγο ο κόμπος λύθηκε. Η Νατάσα με τους μουσικούς της, με τις μουσικές του Θέμη Καραμουρατίδη και τα λόγια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, μου χάρισε μια λύτρωση που είχα για καιρό ξεχάσει ότι μπορεί να σου προσφέρει μια συναυλία. Δεν ήταν διασκέδαση — για μένα τουλάχιστον. Ήταν σανίδα σωτηρίας. Ειδικώς τα νέα τους τραγούδια: αυτή την «Αντιγόνη» τους την κουβαλάω από κείνο το βράδυ και την πάω βόλτα στην Αθήνα, την παίρνω μαζί μου στη δουλειά, τη σκέφτομαι καθώς κοιτάζομαι στον καθρέφτη με το ξυραφάκι στο χέρι και το μισό πρόσωπο πασαλειμμένο με αφρό, τη μουρμουρίζω την ώρα που τελειώνει το φαγητό και μένεις στο τραπέζι για το τσιγάρο.
Πήγα μετά στα καμαρίνια. Η αρτίστα, φωτιά σκέτη πριν από λίγα λεπτά να ίπταται πάνω από το κοινό, μου φώναξε «Κρίιιιιις», με πήρε αγκαλιά στο καμαρίνι και με ρώτησε, «Σ’ άρεσε; αλήθεια;», με το άγχος εκείνο στη φωνή που λες και περιμένει να της κάνεις παρατήρηση, να της πεις ότι τα έκανε λάθος. «Νατάσα μου», της λέω «είσαι η χαμένη κόρη της Τσανακλίδου και της Βίσση». Γελάει. Και γελάω κι εγώ. Έχω ξεχάσει και τον Ες και τον Χίτλερ. Όλα είναι πιθανά, όλα μπορούν να πάνε καλύτερα. Είμαστε εδώ. Αυτό είναι τέχνη: όχι παρηγοριά, αλλά λύτρωση.
Έξω από το καμαρίνι είναι ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Του δίνω ένα φιλί, του λέω λόγια θαυμαστικά και επαίνους. Ντρέπεται. «Έλα μωρέ, μη μου λες τέτοια, αν τα καταφέραμε μόνο πες μου». Σεμνότητα. Σκέφτομαι να του πω τι έκαναν για μένα εκείνο το βράδυ. Και ίσως και για κάποιον άλλο από τους χίλιους ανθρώπους που ήταν στο μαγαζί. Ποιος ξέρει πώς ήρθε καθένας τους; Με τι βάρος, με τι άγχος, με ποιο φορτίο, με ποια λύπη. Ξέρω όμως πώς έφυγαν. Τους βλέπω δίπλα μου καθώς βγαίνουμε στη νύχτα, στην Αθήνα. Φυσάει ένα αεράκι, σε τόσα φύλλα και ζωές να δίνει λύση.
Περπατάω και σκέφτομαι, «Εδώ ζούμε, εδώ είμαστε». Πάω να πω και «όλα θα πάνε καλά», αλλά ξέρω ότι δεν θα πάνε. Θυμάμαι όμως ότι δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Κι αυτό είναι το κέρδος της βραδιάς. Είμαστε εδώ, κι ας μην πάνε όλα καλά. Θα τα φτιάξουμε.
Πήγα για ύπνο χωρίς να σκέφτομαι τις φράουλες. Και σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να σκεφτεί ότι είμαι νεοναζί.