Η συνάντηση
Δεν ξέρω αν ήταν τεχνική αστοχία, απλοϊκή διοίκηση ενός τεχνικού έργου, ανικανότητα στελεχών ή οτιδήποτε άλλο. Ξέρω μόνο ότι την Κυριακή το πρωί η Νέα Δημοκρατία είχε ένα ραντεβού με την ελληνική κοινωνία και δεν κατάφερε να είναι στην ώρα της. Όχι μόνο επειδή μερικές εκατοντάδες χιλιάδες μέλη της, ψηφοφόροι της, φίλοι της, αλλά ακόμα και πολίτες που δεν θα τη στήριζαν σε εκλογές αλλά νοιάζονταν για τον θεσμικό της ρόλο στην δημοκρατία μας, ήταν εκεί για να αναδείξουν την ηγεσία της και την περίμεναν μάταια.
Αυτό είναι το μικρότερο κακό, και θα βρεθεί κάποιος εύσχημος τρόπος να θεραπευτεί. Αλλά γιατί η ακύρωση αυτή της εκλογικής διαδικασίας μοιάζει να συμβολίζει και να αναδεικνύει την απειλή της ματαίωσης μιας άλλης, πιο σημαντικής συνάντησης. Της συνάντησης με τις προσδοκίες, τις ελπίδες αλλά και τις αγωνίες αυτού του μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας που σε μια θαρραλέα ανανέωσή της έβλεπε μια εθνική αναγκαιότητα. Αν το πρώτο ραντεβού, αυτό της Κυριακής, ματαιώθηκε για λόγους τεχνικούς ή οργανωτικούς, το δεύτερο κινδυνεύει να ματαιωθεί για λόγους βαθιά πολιτικούς. Και αυτή η ματαίωση —αν δεν αποφευχθεί την ύστατη ώρα— θα είναι μη αναστρέψιμη, οριστική και τραυματική. Κανένας εύσχημος τρόπος δεν θα μπορέσει να τη θεραπεύσει.
Γιατί, αν η «στελεχιακή» της γραφειοκρατία έδειξε ανικανότητα να χειριστεί με την ελάχιστη αποτελεσματικότητα ένα τεχνικό και οργανωτικό θέμα, είναι η πολιτική της γραφειοκρατία σε όλα τα επίπεδα που δείχνει αμήχανη και φοβισμένη μπροστά στην πολιτική πρόκληση της ανανέωσής της. Απέφυγε τη μεγάλη θεσμική και ανοιχτή συζήτηση: αυτήν που θα έπρεπε να κάνει με την ίδια την κοινωνία που την περίμενε να συναντηθούν, και από την οποία θα έπρεπε να έπεται χρονικά, διαδικαστικά και πολιτικά η διαδικασία ανάδειξης νέας ηγεσίας, αντί να προηγείται. Με το πρόσχημα της διατήρησης της ενότητας, προσπάθησε φοβισμένη να αποφύγει τη δημιουργική αντιπαράθεση. Νόμισε ότι θα μπορούσε να αντικαταστήσει την ιδεολογική αντιπαράθεση με τον εκλογικό ανταγωνισμό προσώπων. Είχε την αυταπάτη ότι μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική με μια εκλογική διαδικασία ανάδειξης ηγεσίας, ξεχνώντας ότι οι ηγεσίες αναδεικνύονται όταν απαντούν στα αιτήματα την κοινωνίας, στα νέα δεδομένα και στις προκλήσεις των καιρών που αναδύονται — ότι μπορεί να υποκριθεί πως αλλάζει, έχοντας αποφασίσει κρυφά να μείνει η ίδια. Προσπάθησε να κλείσει βιαστικά τους λογαριασμούς μιας ήττας, ενώ της άξιζε να βρει το θάρρος να ανοίξει ένα νέο συμβόλαιο με την κοινωνία που θέλει να εκπροσωπεί. Έτσι είχε μάθει, αλλά σε άλλους καιρούς. Στρογγύλεψε τον πολιτικό της λόγο. Κι αν δεν ήταν ο Άδωνις Γεωργιάδης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ανεβάσουν τόνους πολιτικούς, όλο αυτό θα είχε αφήσει την κοινωνία ακόμη πιο αδιάφορη.
Όμως το ραντεβού με την κοινωνία αυτή δεν έχει ακόμα ματαιωθεί, και η κεντροδεξιά παράταξη δεν έχει τίποτε να φοβηθεί από αυτό. Όσες φορές χρειάστηκε, απέδειξε και την αντοχή της, και την ενότητά της και τη συναίσθηση του θεσμικού της ρόλου στη δημοκρατία μας. Αλλά αυτή η συνάντηση δεν μπορεί να γίνει βεβιασμένα, σε προεκλογικές καμπάνιες υποψηφίων αρχηγών ή μόνο προσχηματικά μπροστά σε κάλπες, και, από αυτήν την άποψη, το φιάσκο της Κυριακής μπορεί να μετατραπεί σε αφορμή και ευκαιρία.
Αυτή η συνάντηση μπορεί να γίνει μόνο με μια ανοιχτή, ειλικρινή πρόσκληση πραγματικής πολιτικής συμμετοχής σε αυτούς τους ενεργούς πολίτες που θέλουν να τη βοηθήσουν να αλλάξει και των οποίων την ανοχή παρεξήγησε για εμπιστοσύνη. Πολλούς από αυτούς τούς συνάντησε ανάμεσα σε άλλους το καλοκαίρι στο Σύνταγμα, να της θυμίζουν την ιστορική αποστολή της για την Ελλάδα στην Ευρώπη.
Δεν έχει —δεν έχει κανείς μας— την πολυτέλεια να περιμένει να τους ξαναβρεί εκεί.