Η σύνθετη γοητεία της απλότητας

C
Γιώργος Κυριαζής

Η σύνθετη γοητεία της απλότητας

Μπορεί η φιλοσοφία να είναι εκτός μόδας, παραμερισμένη από την έμφαση της εποχής στο πρακτικό κομμάτι του ανθρώπινου πολιτισμού, καθώς η τεχνολογία έχει αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα και την ακολουθούμε όλοι παραζαλισμένοι μην έχοντας καταλάβει ακόμη τι συμβαίνει και χωρίς να προλαβαίνουμε να αφομοιώσουμε τις τεράστιες αλλαγές γύρω μας και μέσα μας· αλλά μερικές φορές η ίδια η ζωή σε αναγκάζει να σταθείς για λίγο, να κάνεις μια σύντομη παύση και να νιώσεις αυτό που ένιωθαν οι παλαιότεροι όταν περιέβαλλαν με τείχος σιωπής τον νου τους και προσπαθούσαν να βάλουν τις σκέψεις τους σε ειρμό, να αναλύσουν, να αποδομήσουν και να επαναδομήσουν, και εντέλει να καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα, έστω και υπό αίρεση, έστω και προσωρινό, έστω και εσφαλμένο. Δηλαδή, να φιλοσοφήσουν. Και επειδή η φιλοσοφία προϋποθέτει σκέψη, και επειδή η σκέψη προϋποθέτει γλώσσα, με το ξεκίνημα αυτής της αναζήτησης πέφτουμε αμέσως πάνω στο πρώτο εμπόδιο: τους ορισμούς.

Οι ορισμοί είναι εξ ορισμού ανεπαρκείς, ελλιπείς, ή ακόμη και ακούσια παραπλανητικοί. Οι ορισμοί κατ’ ανάγκην περιορίζουν — αλλά δεν πειράζει: ο νους έχει την τάση να χάνεται αν τον αφήσεις να βολοδέρνει. Είναι, λοιπόν, χρήσιμοι. Αλλά μπορεί και να δημιουργούν σύγχυση. Αντιφάσκω; Ναι, αντιφάσκω. Έτσι είναι η ζωή: προχωράμε διατυπώνοντας ερωτήματα και δίνοντας απαντήσεις που μπορεί να βοηθούν, μπορεί και όχι, ή μπορεί και τα δύο ταυτόχρονα. Και οι απαντήσεις (και εδώ είναι το ενδιαφέρον) αλλάζουν με τις εποχές. Ας κάνουμε λοιπόν ξανά εκείνο το παλιό ερώτημα: τι είναι η μουσική;

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (γιατί κάθε σκέψη ξεκινά αναγκαστικά από τον Αριστοτέλη), η μουσική είναι μέλος (μελωδία) και ρυθμός. Κάνει λόγο και για αρμονία, αλλά αυτή δεν είχε την έννοια που της δίνουμε σήμερα. Αυτός ο ορισμός ακολούθησε την τέχνη της μουσικής μέχρι τον 20ό αιώνα, οπότε άρχισε να κερδίζει έδαφος η (κάπως ευρύτερη) περιγραφή της μουσικής ως οργανωμένου ήχου. Αργότερα προστέθηκε και η έννοια της πρόθεσης, προκειμένου να διαχωριστεί με κάποιον τρόπο ο μουσικός ήχος από τον θόρυβο. Επομένως, μιλάμε πλέον για εκ προθέσεως οργανωμένο ήχο που γίνεται αντιληπτός ως τέτοιος. Επειδή αυτό είναι ένα δύσκολο θέμα για το οποίο έχουν γραφτεί διδακτορικά, και επειδή δεν έχει και μεγάλη σημασία για το παρόν κείμενο, δεν θα συνεχίσω σε αυτό το μοτίβο, αλλά θα επιστρέψω στον παραδοσιακό και παμπάλαιο ορισμό που θέλει τα βασικά συστατικά της μουσικής (της Δυτικής, τουλάχιστον) να είναι η μελωδία, η αρμονία και ο ρυθμός. Εξάλλου, για τους περισσότερους ανθρώπους αυτό είναι η μουσική, και οτιδήποτε ξεφεύγει από αυτό το χαρακτηρίζουν «πειραματικό» και ξεμπερδεύουν.

Το αγαπημένο μουσικό κομμάτι που προτείνω σήμερα εντάσσεται σε ένα τέτοιο πειραματικό στιλ. Το συγκεκριμένο ύφος ονομάζεται μινιμαλισμός, που σημαίνει ότι ο συνθέτης χρησιμοποιεί το ελάχιστο δυνατό, ή, τέλος πάντων, σημαντικά περιορισμένο, μουσικό υλικό για την κατασκευή του έργου του. Ο όρος επινοήθηκε μάλλον από τον Άγγλο συνθέτη Μάικλ Νάιμαν, γύρω στο 1968, αν και σπέρματα αυτής της τεχνοτροπίας υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του 1940, με αργά, απλά, υπνωτικά κομμάτια χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές, ή με μουσική γραμμένη για μουσικά όργανα εξαιρετικά περιορισμένου εύρους, όπως κύμβαλα — κάτι που αναπόφευκτα οδηγούσε σε έναν λιτό και επαναλαμβανόμενο ηχητικό καμβά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 άρχισαν να εμφανίζονται όλο και περισσότερα τέτοια έργα, και αρκετοί από τους συνθέτες που τα έγραφαν απέκτησαν μια κάποια φήμη, όπως ο Φίλιπ Γκλας, ο Στιβ Ράιχ, ο Τζον Άνταμς, ο Τζον Τάβενερ και, βέβαια, ο συνθέτης που μας ενδιαφέρει εδώ, ο Άρβο Περτ.

Ο Περτ γεννήθηκε στην Εσθονία το 1935. Αφού πρώτα πέρασε μια περίοδο συνθέτοντας στο ύφος του νεοκλασικισμού, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 άρχισε να γράφει μινιμαλιστική μουσική. Το ύφος του έχει επιρροές από το γρηγοριανό μέλος, και στα θρησκευτικά του έργα αυτό φαίνεται αμέσως. Το έργο του που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το Άσμα στη μνήμη του Μπέντζαμιν Μπρίτεν, που ο Άρβο Περτ έγραψε το 1977 ως ελεγεία για να θρηνήσει τον σπουδαίο Άγγλο συνθέτη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1976. Και, παρόλο που είναι ένα πολύ όμορφο, ατμοσφαιρικό και συγκινητικό μουσικό κομμάτι, σύμφωνα με τον παραδοσιακό ορισμό της μουσικής (ο οποίος, θυμίζω, ισχύει ακόμη για πολύ κόσμο), ΔΕΝ είναι μουσική, καθώς ούτε μελωδία έχει, με την έννοια μιας μουσικής φράσης που οδηγεί κάπου, ούτε αρμονία, με την έννοια της αλληλουχίας συγχορδιών, ούτε ρυθμό, με την έννοια ενός συγκεκριμένου ενιαίου ρυθμικού σχήματος, είτε επαναλαμβανόμενου είτε όχι.

Το έργο, γραμμένο για ορχήστρα εγχόρδων και καμπάνα, αποτελείται από μια κατιούσα κλίμακα (τη Λα ελάσσονα), την οποία παίζουν τα βιολιά, και νότες, είτε της ίδιας κλίμακας είτε της ομώνυμης συγχορδίας, που εναλλάσσονται σε διάφορους (και πιο αργούς) ρυθμούς, δημιουργώντας έτσι διαφορετικές συνηχήσεις που κρατούν το ενδιαφέρον του ακροατή αμείωτο και εξασφαλίζουν τη συναισθηματική συμμετοχή του. Δεν υπάρχει καμιά μετατροπία, καμιά αλλαγή τονικού κέντρου, καμιά αλλοίωση. Υπάρχει μόνο μια αίσθηση ροής, σαν ποτάμι που κυλά, πρώτα απαλά και μετά ορμητικά, και μετά επιβραδύνει ώσπου τα νερά να γίνουν στάσιμα, πράγμα που, φυσικά, σηματοδοτεί τον θάνατο, χωρίς όμως να υποχωρεί καθόλου η δυναμική, πράγμα που εντείνει την τραγικότητα που θέλει να μεταφέρει ο Περτ. Και η τραγικότητα αυτή οφείλεται, πέρα από την αίσθηση της απώλειας, και στην αύρα του ανεκπλήρωτου. Βλέπετε, ο Περτ είχε μόλις ανακαλύψει το μεγαλείο του Μπρίτεν (την «ασυνήθιστη καθαρότητα της μουσικής του», όπως έγραψε ο ίδιος), και το είχε βάλει σκοπό να πάει να τον γνωρίσει. Και αυτό δεν έμελλε να γίνει ποτέ πια.

Θυμάστε εκείνους τους δίσκους που έγραφαν πάνω «Ακούστε το δυνατά»; Ε, εδώ πρόκειται για τέτοια περίπτωση. Το συστήνω ανεπιφύλακτα, και προτείνω να ακούσετε (και να δείτε) το έργο από την Ορχήστρα Νέων της Βαλτικής Θάλασσας.