Η Θεία και η γήινη πολιτεία
Στον διάλογο «Πολιτεία» του Κικέρωνα (De Republica), ένας από τους συμμετέχοντες, ο Σκιπίων ο Αφρικανός, ορίζει το κράτος ως «κοινό κτήμα» ή «κοινή υπόθεση» των πολιτών (res publica), που προκύπτει μετά από μία «νομική συμφωνία» (iuri consensu) μεταξύ τους. Αναφερόμενος σε αυτόν το ορισμό, ο άγιος Αυγουστίνος στο έργο του «Περί της Θείας πολιτείας» (De civitate Dei) διαπιστώνει ότι, εάν αποδεχτούμε τον ορισμό του Σκιπίωνος τότε η ρωμαϊκή πολιτεία δεν ήταν πολιτεία κατά το γράμμα του ορισμού, επειδή οι κάτοικοί της δεν αποτελούσαν λαό, ο οποίος θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μία ιδρυτική νομική συμφωνία, όπως απαιτεί ο ορισμός. Γιατί δεν αποτελούσαν οι Ρωμαίοι λαό μίας σκιπιωνικής πολιτείας; Η απάντηση του Αυγουστίνου σε αυτό το ερώτημα είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν ως σκοπό της πολιτικής και κοινωνικής τους ζωής τη δικαιοσύνη. Όπου δεν υπάρχει δικαιοσύνη, λέει ο Αυγουστίνος, δεν υπάρχει και δίκαιο, και όπου δεν υπάρχει δίκαιο δεν υπάρχει και consensus iuri, δηλαδή νομικά δεσμευτική συμφωνία, η παράβαση της οποίας θα συνιστούσε αδικία.
Ο Αυγουστίνος γνωρίζει βέβαια ότι η Ρώμη ήταν ο πυρήνας ενός από τα μακροβιότερα και ισχυρότερα κράτη της ανθρώπινης ιστορίας, και ότι οι κάτοικοι τόσο της πόλης όσο και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν, από νομική άποψη, πολίτες ενός κράτους και, ως πολίτες, δεσμευμένοι από μια πολιτική νομική συμφωνία. Όμως αυτή η συμφωνία, μας λέει δύο κεφάλαια παρακάτω στο έργο του, δεν αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου, αλλά ενός κράτους που στόχευε σε άλλους σκοπούς –στρατιωτική ισχύ, οικονομική επιβολή, ατομικό πλουτισμό, χλιδή ή οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο της επιθυμίας ενός ανθρώπου–, εκτός από τη δικαιοσύνη.
Για να εκπληρώσει το πνεύμα του σκιπιωνικού ορισμού του κράτους ως «κοινού κτήματος», η ρωμαϊκή πολιτεία, και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που προέκυψε από αυτήν, θα έπρεπε να έχει ως υπέρτατο σκοπό την υλοποίηση της απόλυτης δικαιοσύνης, το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που ο Αυγουστίνος αποκαλεί, «Θεία πολιτεία» (civitas Dei). Όμως το υφιστάμενο ρωμαϊκό κράτος έχει μόνο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «γήινης πολιτείας» (civitas terrena).
Η Θεία πολιτεία κατά τον Αυγουστίνο δεν χαρακτηρίζεται από μια συγκεκριμένη επικράτεια –βρίσκεται σε μια διαρκή περιπλάνηση επί γης–, ούτε από ένα συγκεκριμένο σύστημα θετικών νόμων, ούτε όμως και από έναν συγκεκριμένο τρόπο κοινωνικής ζωής. Η Θεία πολιτεία δεν απαιτεί από τους πολίτες της μια συγκεκριμένη αμφίεση, έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής ή μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, ούτε την εμπέδωση μιας συγκεκριμένης ιεραρχίας — ούτε ένα ειδικό διαιτολόγιο. Ο πολίτης της Θείας πολιτείας μπορεί να είναι εργάτης, αγρότης, επιστήμων, πολιτικός, φιλόσοφος ή να ασχολείται με τα οικιακά δίνοντας στη σύντροφό του τη δυνατότητα να κάνει καριέρα στο επάγγελμα που διάλεξε. Οι μόνοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόσει ο πολίτης της Θείας πολιτείας είναι να είναι δίκαιος και να μη θεωρεί την επαγγελματική και κοινωνική του δραστηριότητα ως σκοπό, αλλά μόνο ως μέσον για την υλοποίηση και εμπέδωση της δικαιοσύνης. Η επιδίωξη της δικαιοσύνης είναι μια αιώνια δραστηριότητα και τα αποτελέσματά της είναι και αυτά αιώνια. Κάτι δίκαιο δεν φθείρεται από την παρέλευση του χρόνου, ούτε ισχύει μόνο σε έναν τόπο. Το δίκαιο και η δικαιοσύνη είναι υπερβατικές καταστάσεις και, ως τέτοιες, ανταποκρίνονται στη Θεία βούληση. Ως δίκαιος ο πολίτης της Θείας πολιτείας επιτελεί έτσι ένα θεάρεστο έργο.
Αντίθετα, η γήινη πολιτεία είναι προσανατολισμένη σε υλικούς στόχους και κινείται μόνο σε χωροχρονική διάσταση: εκτείνεται σε μια συγκεκριμένη επιφάνεια επί γης, την οποία προσπαθεί με κάθε μέσο να προστατεύσει από όσους την επιβουλεύονται, αλλά και να την επεκτείνει εις βάρος άλλων γήινων πολιτειών· αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του υλικού της πλούτου, όχι ως μέσον εξασφάλισης της ευδαιμονίας των πολιτών της, αλλά ως τελικό σκοπό, που εκφράζεται ίσως σε μεγαλοπρεπή δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, σε πομπώδη μνημεία δόξας και μαυσωλεία, σε φανταχτερές στολές και στομφώδεις τίτλους· η γήινη πολιτεία είναι καταδικασμένη να φθαρεί με την πάροδο του χρόνου, και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτή τη φθορά, μόνο και μόνο επειδή οι υλικοί σκοποί των ανθρώπων είναι και αυτοί χρονικά πεπερασμένοι. Έτσι, με την αλλαγή των γήινων στόχων αλλάζει και η φύση της γήινης πολιτείας
Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έθεσε τελικά τον εαυτό της στην υπηρεσία της Θείας βούλησης και μετατράπηκε από μια καθαρά γήινη πολιτεία σε μια γήινη έκφραση της Θείας πολιτείας (ο ίδιος ο Αυγουστίνος προβλέπει αυτή την εξέλιξη, την οποία θεωρεί ως προκαθορισμένη μοίρα της Ρώμης). Και έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και τα κράτη που ακολούθησαν τον κατακερματισμό της όχι μόνο αποδέχτηκαν την πολιτιστική της κληρονομιά αλλά έθεσαν και την κρατική τους υπόσταση στο «έλεος του Θεού». Η αυγουστινική κληρονομιά της Ευρώπης μπορεί να συνοψιστεί ως προσπάθεια και υποχρέωση κάθε ανθρωπιστικού και δημοκρατικού κράτους να υλοποιήσει τη φύση της αυγουστινικής Θείας πολιτείας — να γίνει με άλλα λόγια αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κράτος δικαίου». Και σ’ αυτή την κληρονομιά οφείλουμε τόσο την ιδέα της ανθρώπινης αξίας όσο και την ιδέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, επάνω στα οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου που δίνει κατάλυμα στην περιπλανώμενη Θεία πολιτεία.
Το νεοελληνικό κράτος ιδρύθηκε μέσα από ένα ευρωπαϊκό κίνημα που αποτελεί τη μοντέρνα εκδοχή της ιδέας της αυγουστινικής Θείας πολιτείας και πορεύτηκε από την ίδρυσή του πάντοτε με γνώμονα και υπέρτατο σκοπό την προστασία της αξίας του ανθρώπου, παρόλο που αυτός ο σκοπός επισκιάστηκε κατά καιρούς από ιδέες της γήινης πολιτείας (ήδη το πρώτο σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας, ο «Νόμος της Επιδαύρου», διακηρύσσει πανηγυρικά ότι «εις την ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος»). Ως κατάλυμα της Θείας πολιτείας, το νεοελληνικό κράτος, και ιδιαίτερα το κράτος όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, είναι κράτος δικαίου, στο οποίο ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να ζήσει μια δίκαιη ζωή με τον τρόπο που αυτός επιλέγει. Και ως κράτος δικαίου επιτάσσει να μη διώκεται ένας άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή αυτό απαιτεί κάποιος ισχυρός, ο οποίος τον θεωρεί εχθρό του· επιτάσσει να παρέχεται άσυλο και προστασία σε όσους κινδυνεύουν να χάσουν την ελευθερία ή τη ζωή τους εξαιτίας της αυθαιρεσίας γήινων πολιτειών· επιτάσσει να γίνονται σεβαστές δικονομικές αρχές όπως το τεκμήριο της αθωότητας και η υπέρ του κατηγορουμένου απόφαση σε περίπτωση αμφιβολίας. Και αυτές οι επιταγές ισχύουν απολύτως — δηλαδή ανεξάρτητα από το αν ένα κράτος δικαίου απειλείται ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα από ένα κράτος που δεν παρέχει κατάλυμα στη Θεία πολιτεία, δηλαδή από μια γήινη πολιτεία.
Συμπερασματικά: η ενδεχόμενη υποταγή της ελληνικής κυβέρνησης στις απειλές ενός ισχυρού κράτος, που όμως δεν είναι κράτος δικαίου, ενός κράτους δηλαδή που δεν είναι παρά μια κάποια εκδοχή της γήινης πολιτείας, δεν αποτελεί μόνο μια απειλή για την ελευθερία και τη ζωή μεμονωμένων ανθρώπων, που ζήτησαν και έλαβαν άσυλο στην Ελλάδα: θα είναι και ένα οδυνηρό πλήγμα στην ίδια την φύση του κράτους ως κράτους δικαίου, ως καταλύματος της Θείας πολιτείας. Όπως μας διδάσκει και η δική μας αλλά και η παγκόσμια ιστορία, είναι αρκετά εύκολο να εκδιωχθεί η Θεία πολιτεία από ένα γήινο κατάλυμά της αν οι πολίτες επαναπαυθούν στον αυτοματισμό της αναπαραγωγής μιας φαινομενικής τάξης και θεωρούν ότι η υπεράσπιση του δικαίου αξίζει μόνο αν έχει άμεσα και απτά υλικά αποτελέσματα, αν «εξυπηρετεί τα συμφέροντα». Η ιστορία μάς διδάσκει επίσης ότι τις περισσότερες φορές η έξωση της Θείας πολιτείας από το προσωρινό της γήινο κατάλυμα δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή, αλλά μόνο όταν οι αρνητικές της συνέπειες αρχίζουν να δείχνουν ανοιχτά το σκοτεινό πρόσωπό τους.
Και τότε η καταστροφή είναι πολύ πιο κοντά από τη σωτηρία — και ο δρόμος για τη σωτηρία περνά μέσα από την καταστροφή.