Η τριλογία του αεροδρομίου: Στη διαδρομή
Οι συστάσεις έχουν γίνει, ώρα να φορτωθούν οι αποσκευές. Το βάρος και ο όγκος που έχουν ορισμένες βαλίτσες με κάνουν να αναρωτιέμαι αν κρύβουν κι άλλους επιβάτες, αλλά τελικά τις βολεύω, πολλές φορές με μεγάλη δυσκολία, ακόμη και στο δικό μου πορτμπαγκάζ για το οποίο θα έπρεπε να πληρώνω ΕΝΦΙΑ. Οι επιβάτες μου βολεύονται στις θέσεις τους, συνήθως σχολιάζουν τη ζέστη που κάνει, χαίρονται για το κρύο νερό που τους προσφέρω και αμέσως μετά ξεκινούν οι ερωτήσεις: πόση ώρα θα κάνουμε να φτάσουμε, αν γνωρίζω το ξενοδοχείο τους, πού να πάνε για φαγητό — προφανείς απορίες σχετικά με τη διαμονή τους στην πόλη.
Ηλικιωμένοι κύριοι από τη Νέα Υόρκη. Είναι τόσο ενθουσιασμένοι με τον ερχομό τους, που τους αρέσουν μέχρι και οι ταμπέλες. Πηγαίνουν στον Πειραιά κι από εκεί στην Ύδρα, για να επιστρέψουν μετά από λίγες ημέρες και να βγουν με ιστιοπλοϊκό στο Αιγαίο. Τους ρωτώ ποια διαδρομή θέλουν να ακολουθήσω: μέσα από την πόλη για να δουν μερικά σημεία της ή από την ακτή για να βλέπουν τη θάλασσα; Φυσικά και η επιλογή είναι θάλασσα (πάντα αυτή είναι), οπότε με ζωηρή κουβέντα και ερωτήσεις για καθετί που βλέπουν φτάνουμε γρήγορα στο λιμάνι. Με χαιρετούν εγκάρδια, μου έφτιαξαν τη διάθεση.
Καλά να περάσετε.
Σουρουπώνει, έχει έναν υπέροχο ουρανό, σχετικά δροσερή νύχτα, και η νεαρή επιβάτιδά μου, που έρχεται από τη μακρινή Αυστραλία μέσω Ρώμης, αφήνει το σακίδιό της στο πορτμπαγκάζ και κάθεται στο πίσω κάθισμα.
«Τι όμορφα χρώματα, θαυμάσιος ουρανός! Ανυπομονούσα να έρθω. Πέρασα αρκετές ημέρες στην Ιταλία, ξέρετε, Αμάλφι, Κάπρι, μετά θα πήγαινα Τουρκία, αλλά με τα γεγονότα το απέφυγα και ήρθα απευθείας εδώ. Αύριο φεύγω για Σαντορίνη και σε λίγες ημέρες για Κρήτη», λέει με ένα πλατύ χαμόγελο.
Άμα δεν ξέρω εγώ από Αμάλφι και Κάπρι, τότε ποιος; αναλογίζομαι χαμογελώντας μελαγχολικά και συνεχίζω να την ακούω να με ρωτά πού μπορεί να πάει για λίγες ώρες στην πόλη, αν είναι να δει ένα πράγμα ποιο να είναι αυτό, αν είναι να δοκιμάσει μία γεύση ποια θα της πρότεινα — και, ναι, η διαδρομή κυλά ευχάριστα. Είναι κατενθουσιασμένη όταν πια φτάνουμε στο ξενοδοχείο της, τη βοηθώ με το σακίδιο και με φιλά σταυρωτά πριν μπει στο ξενοδοχείο της.
Σε πόσες δουλειές μπορεί να σου συμβεί κάτι τέτοιο;
Το ζευγάρι που υποδέχομαι είναι από τη Βόρεια Καρολίνα και δεν έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα. Έχουν ξαναδεί την Αθήνα, έχουν ταξιδέψει σε νησιά του Αιγαίου και σε μέρη της ηπειρωτικής χώρας, και αυτή τη φορά έρχονται για λίγη ακόμη Αθήνα αλλά και για τα νησιά του Ιονίου. (Θα συνεχίσουν στο Μαυροβούνιο και την Κροατία, αλλά ας μην το σχολιάσω καλύτερα). Η κυρία είναι τρομερά ενθουσιώδης, σχεδόν με αγκαλιάζει μόλις με βλέπει. Ξεκινάμε, και την ακούω να μιλά, να ρωτά και να σχολιάζει ακατάπαυστα κατά στη διαδρομή. Η μις Σεροτονίνη βρίσκει τα πάντα καταπληκτικά: εμένα, τον τρόπο που οδηγώ, το αυτοκίνητο, την πόλη, τον καιρό, το ξενοδοχείο — είναι τόσο χαρούμενη, που μεταφέρει και σε μένα τη χαρά της. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, με αποχαιρετά με μια αγκαλιά και με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε.
Λες;
Οικογένεια από το Χονγκ Κονγκ. Χαμογελαστή, ευγενέστατη και με μικρό κοριτσάκι τρέλα. Θα μείνουν σε διαμέρισμα του κέντρου και είναι καλά ενημερωμένοι για την πόλη. Το κοριτσάκι τραγουδά ένα παιδικό τραγούδι στο πίσω κάθισμα και παίζει με το αρκουδάκι του, οι γονείς του ρωτούν πληροφορίες για την πόλη, για τα μέσα μεταφοράς, για το φαγητό, για τη νυχτερινή διασκέδαση, για μέρη που μπορεί να αρέσουν στη μικρή. Φτάνουμε εκεί όπου θα μείνουν, η μικρή επιμένει να μου χαρίσει μια κορδέλα για τα μαλλιά, φυσικά και δέχομαι το δώρο με μεγάλη χαρά, γέλια, χειραψίες, τους παρακολουθώ να προχωρούν προς το διαμέρισμά τους, με το παιδί να χοροπηδά γύρω τους.
Πόσο όμορφη εικόνα. Χαμογελώ.
Επιβάτες, άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης. Με διαφορετικά χαρακτηριστικά, με άλλες συνήθειες και γλώσσες άγνωστες. Όλοι τους το ίδιο χαρούμενοι που είναι εδώ, κάποιοι πολύ εκδηλωτικοί, άλλοι πιο συγκρατημένοι, μερικοί απλώς τυπικοί. Άλλοι έρχονται γνωρίζοντας αρκετά για την πόλη και τη ζωή της, άλλοι κάνουν διαρκώς ερωτήσεις, κι άλλοι είναι τόσο κουρασμένοι που απλώς περιμένουν να φτάσουν στο κατάλυμά τους.
Με όλους τους η αίσθηση είναι η ίδια: κάποιος ξένος έρχεται από μακριά, και εγώ ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου να τον υποδεχτώ, να τον προσέξω, να προλάβω τις επιθυμίες του.
Όποτε το πετυχαίνω, η κούραση φεύγει μακριά.
Σε πόσες δουλειές μπορεί να σου συμβεί κάτι τέτοιο;