Ίδε ο άνθρωπος

C
Άντζη Κουνάδη

Ίδε ο άνθρωπος

Τελικά, αυτό που έχει την πιο μεγάλη σημασία για ένα βιβλίο είναι η απάντηση στην ερώτηση, «Οκέι, το διάβασα. Μου άρεσε; Και γιατί;»

Ο «Σκοτεινός Αρκτικός» του Ίαν Μακγκουάιρ είναι ένα σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ, μία νουβέλα με βρόμικη γλώσσα, ανατριχιαστικά άγριες σκηνές, βιασμούς ανηλίκων και φόνους, και για όλα τα παραπάνω, ναι, το λάτρεψα.

Είναι η ιστορία του φαλαινοθηρικού «Volunteer» που ξεκινά από το Γιορκσάιρ για τα παγωμένα νερά του Αρκτικού Κύκλου. Στο πλήρωμα συμμετέχει για πρώτη φορά ο Πάτρικ Σάμνερ, πρώην στρατιωτικός χειρουργός, με αμαυρωμένη φήμη και άφραγκος. Ο Σάμνερ, έχοντας επιζήσει από την πολιορκία του Δελχί της Ινδίας, πιστεύει ότι έχει δει πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος. Όμως δεν έχει γνωρίσει ακόμη τον Χένρι Ντραξ, ένα άλλο μέλος του πληρώματος. Κάτι σατανικό ελλοχεύει στο αμπάρι του «Volunteer» και κινητοποιεί τον Σάμνερ. Ένας νεαρός μούτσος, παιδί ακόμη, βιάζεται παρά φύσιν καθημερινά και καταλήγει φρικτά δολοφονημένος. Και, καθώς η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντρών κλιμακώνεται, ένα είναι το ερώτημα: Ποιος θα επιβιώσει μέχρι την άνοιξη;

Ο πρώτος λόγος που λάτρεψα τον «Σκοτεινό Αρκτικό» είναι η απλότητά του. Ο Μακγκουάιρ γράφει όσο πιο ρεαλιστικά γίνεται, χωρίς περιττές σάλτσες και λογοτεχνικές φιοριτούρες. Ο δεύτερος είναι η σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών του — τους μισείς ή τους λατρεύεις. Ο Ντραξ είναι η επιτομή του Κακού, ένας σαδιστής που πλέον ο σκοτωμός μιας φάλαινας ή μιας φώκιας δεν τον ικανοποιεί, γι’ αυτό και κάνει εκείνο το βήμα παραπέρα που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Και του αρέσει, πόσο του αρέσει...

... Αρπάζει τον μικρό νέγρο από τα μαλλιά και του ρίχνει γροθιές ξανά και ξανά —δύο, τρεις, τέσσερις, γρήγορα, χωρίς δισταγμό ή ενοχές—, ώσπου τα χέρια του ζεσταίνονται και βάφονται με το αίμα και το αγόρι λιποθυμάει και σωριάζεται άψυχο. Είναι λιγνός και κοκαλιάρης και δεν ζυγίζει παραπάνω από ένα τεριέ. Ο Ντραξ τον γυρίζει μπρούμυτα και του κατεβάζει το παντελόνι. Δεν υπάρχει καθόλου ηδονή στην πράξη και καμία ανακούφιση, γεγονός που αυξάνει μόνο την αγριότητά του. Του έκλεψαν κάποτε κάτι ζωντανό, κάτι απερίγραπτο αλλά επίσης πραγματικό. Μολυβένια και σκούρα ασημί σύννεφα κρύβουν το σχεδόν γεμάτο φεγγάρι, ακούγεται ο κρότος από ρόδες με μεταλλικό σκελετό, το μωρουδίστικο κλαψούρισμα ενός γάτου σε οίστρο. Ο Ντραξ περνάει σβέλτα από τη μια κίνηση στην άλλη: τη μια ενέργεια ν’ ακολουθεί την άλλη, με απάθεια και ακρίβεια σαν μηχανή, αλλά όχι μηχανικά. Γραπώνει τον κόσμο σαν σκύλος που δαγκώνει κόκαλο — τίποτε δεν είναι ασαφές γι’ αυτόν, τίποτα δεν διαφεύγει από τις άγριες και δυσοίωνες ορέξεις του. Αυτό που ήταν ο μικρός νέγρος έχει πλέον εξαφανιστεί, έχει χαθεί εντελώς, και κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό, έχει παρουσιαστεί στη θέση του. Η αυλή έχει γίνει ένας τόπος μοχθηρής μαγείας, μεταμορφώσεων βουτηγμένων στο αίμα, και ο Χενρι Ντραξ είναι ο άγριος, ανόσιος σχεδιαστής της...

Και αυτός ο… άνθρωπος —αν μπορείς να τον πεις έτσι— μπαρκάρει για ένα ταξίδι ατελείωτων μηνών, περιορισμένος σ’ ένα μικρό χώρο, με άλλους ανθρώπους που από το μυαλό τους δεν πέρασαν ποτέ οι ανόσιες δικές του σκέψεις, για να στραφεί, εντέλει, στον πιο αδύναμο από αυτούς και στα ζώα.

(Μία μικρή παρένθεση εδώ: ως σκυλομάνα και γενικότερα ζωόφιλη, υπήρχαν στιγμές που πέταξα οργισμένη αυτό το βιβλίο στον τοίχο γιατί οι περιγραφές ήταν τόσο σκληρές που με έφερναν στα όριά μου. Αλλά είπαμε, ο συγγραφέας είναι μαέστρος του ρεαλισμού και η ιστορία διαδραματίζεται πάνω σ’ ένα φαλαινοθηρικό. Δεν υπάρχει ομορφιά στο κυνήγι της φάλαινας).

Ο Σάμνερ από την άλλη είναι ο αφανής, καταπονημένος ήρωας που σηκώνει το ανάστημά του ενάντια στον Ντραξ… ή μήπως όχι; Γιατί και εκείνος δεν είναι τόσο αθώος και όταν υπηρετούσε στο Δελχί έπεσε θύμα της απληστίας του, του εύκολου κέρδους και είδε τους φίλους του να χάνονται όταν έπεσαν σε ενέδρα...

Ο Σάμνερ βρίσκεται εξήντα εκατοστά μακριά του, όχι παραπάνω· στηρίζει το τουφέκι στον ώμο του και πυροβολεί. Το πρόσωπο του άντρα εξαφανίζεται ακαριαία, και την θέση του παίρνει ένα ρηχό, σαν λεκάνη, βαθούλωμα γεμάτο σάρκα, χόνδρο και λιανισμένα απομεινάρια δοντιών και γλώσσας...

Κι όταν κατάφερε να επιστρέψει, ο στρατός στον οποίο υπηρετούσε με την ελπίδα να κάνει όνομα τον πέταξε στα σκουπίδια. Σε αντίθεση όμως με τη νέμεσή του, δεν υπέκυψε στα ένστικτά του, δεν του άρεσε η σφαγή. Εκείνη η ανάμνηση τον στοιχειώνει, και ψάχνει την εξιλέωση.

Και υπάρχουν και άλλοι χαρακτήρες, όπως ο ιδιοκτήτης του φαλαινοθηρικού, ο Μπάξτερ, και η δική του ανάμειξη σ’ όλο αυτό το μακελειό. Όπως ο Μπράουνλι, ο καπετάνιος του «Volunteer», που πρέπει να κάνει ό,τι επιτάσσουν τα σχέδια του Μπάξτερ — ή μήπως να αντισταθεί; Και όπως διπρόσωπος Καβέντις, ο αφελής Μπλακ, ο πουλημένος στρατηγός Κόρμπιν…

Συνειδητοποιείς από τις πρώτες αράδες πως οτιδήποτε αθώο θα πεθάνει μαρτυρικά, πως η μόνη ομορφιά που θα συναντήσεις στις σελίδες αυτού του βιβλίου είναι η περιγραφή της Αρκτικής και της θάλασσας, πως όσα μας κάνουν ανθρώπους δεν έχουν θέση σ’ αυτό το βιβλίο. Συνειδητοποιείς πόσο κτηνώδεις έχουν καταντήσει αυτοί οι άντρες. Ζουν σ’ έναν κόσμο όπου το αίμα, το πύον, το σπέρμα, τα σκατά, οι άναρθρες κραυγές των αθώων είναι η καθημερινότητά τους. Η γεμάτη μπιχλιμπίδια μάσκα του πολιτισμού πέφτει για να αποκαλύψει τα βρομερά θεμέλια της ανθρώπινης υπόστασης: αυτό το αρχέγονο που κρύβουμε ίσως όλοι μας.

Το τέλος του «Σκοτεινού Αρκτικού» μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενο, αλλά είναι το μόνο τέλος που θα μπορούσε να έχει . Ελπίζω μονάχα να μπορέσω να ξεχάσω κάποτε τον Χένρι Ντραξ…