Ιεραρχικός ρατσισμός

P
Παναγής Παναγιωτόπουλος

Ιεραρχικός ρατσισμός

Ο Οδυσσέας Τσενάι ήταν ένας μετανάστης πρωτο-δεύτερης γενιάς από την Αλβανία. Κάποτε ήρθε πρώτος στα μαθήματα και σύμφωνα με έναν άτυπο ρεπουμπλικανικό κανόνα ηγήθηκε του σχολείο του, συμβολικά την ημέρα της παρέλασης. Υπήρξε σημαιοφόρος. Έκτοτε, μάλλον απογοητευμένος από τη μισαλλοδοξία των επιθέσεων που δέχτηκε από τη βαθιά εθνικιστική Ελλάδα, μετοίκισε ξανά στη Νέα Γη. Εκεί, καθώς φαίνεται, κάνει καριέρα (συγγνώμη: χολέρα) και ζει τη ζωή του στη χώρα των ευκαιριών (συγγνώμη που βρίζω!). Μαθαίνει κανείς ποικίλες ψευδο-ειδήσεις από φασιστικές ιστοσελίδες και ψεκασμένες πένες. Το βασικό είναι ότι καταφέρεται ενάντια στην Ελλάδα και κυρίως ότι ετοιμάζεται να επιστρέψει για να φτιάξει αλβανικό κόμμα!

Γιατί όμως ένας όχλος φανατικών, που μέχρι τότε κοιμόταν, αποφάσισε να ξυπνήσει θυμωμένος, τότε, και να καταγγείλει τον Τσενάι και το προδοτικό ελληνικό κράτος που τον αφήνει να σηκώσει τη σημαία;

Το πρόσχημα ήταν εθνικιστικό και συμβολικό. Το τιμημένο λάβαρο δεν μπορεί να το κρατάει ένας ξένος. Ανιστόρητο και υποκριτικό, ένα έθνος ξέρει ότι μπορεί να εμπιστεύεται τη σημαία του σε έναν ξένο –όχι σε οποιονδήποτε και χωρίς συγκεκριμένους όρους–, που είναι φίλος και πιστός.

Εδώ όμως ο συμβολισμός δεν ήταν εθνικός. Πίσω από την πατριδοκαπηλία και το μίσος για τον Τσενάι κρυβόταν ένας λόγος εθνικο-ταξικός. Μια βούληση για σκληρό διαχωρισμό των Αλβανών από τους Έλληνες. Ο Αλβανός σήκωνε τη σημαία ως πρώτος της τάξης. Γινόταν για μερικές εκατοντάδες μέτρα επικεφαλής των συμμαθητών του. Ναι λοιπόν, μπορούσε να γίνει και αυτό. Να βρεθεί ο Αλβανός μετανάστης που τόσο υποτιμούσαμε για τα μούτρα του τα σκαμμένα, τα αδρά ορεινά χαρακτηριστικά του, την ενσωματωμένη σοσιαλιστική στέρηση δεκαετιών και την ενδυματολογική του παρδαλοσύνη να προηγείται των δικών μας άγιων Ελληνόπουλων. Η περίπτωση του Τσενάι ήταν η μετωνυμία ενός ιδιαίτερου ελληνικού ρατσισμού, παλαιού και άσχετου με τις σύγχρονες μορφές που βλέπουμε σήμερα να αναπτύσσονται απέναντι, π.χ., στους μουσουλμάνους. Του ελληνικού ιεραρχικού ρατσισμού.

Συνέχεια του βιολογικού, ο ιεραρχικός ρατσισμός δεν θέλει να διώξει τους ξένους. Τους περιγράφει μεν ως κατώτερους, μα δεν μάχεται την αποστασιοποιημένη συμβίωση μαζί τους. Οι κατώτεροι ξένοι πρέπει να μείνουν κοντά μας για να κάνουν κατώτερες εργασίες. Οι Αλβανοί ήταν ευπρόσδεκτοι ως υπηρετική τάξη.

Ποιο ήταν όμως το ανάχωμα στην εγγενή κοινωνική δυναμική αυτού του πληθυσμού που είχε μάθει να αντέχει ταπεινώσεις και κακουχίες, που ακόμα και στην Ελλάδα της επιφύλαξης και του αντιαλβανικού ρατσισμού ένιωθε ελεύθερος να προσπαθήσει για τη ζωή του; Τι μπορούσε να γίνει ώστε να μην υλοποιηθεί η απειλή του Τσενάι, να είναι πρώτος, δηλαδή να διατηρηθεί η κοινωνική κινητικότητα εντός των ελληνικών και ελληνοπρεπών τειχών; «Να μη γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ, Αλβανέ!» Αυτό έπρεπε. Γιατί; Μα γιατί η ελληνικότητα, ως ιθαγένεια, εξασφάλιζε το προνόμιο της εισαγωγής και της εργασίας στο δημόσιο. Τον μεγάλο μηχανισμό ενσωμάτωσης και κινητικότητας, τότε. Ο Τσενάι κακώς σήκωνε τη σημαία, γιατί νόμιζαν ότι έτσι έμπαινε με αξιώσεις στον ανταγωνισμό της κοινωνικής σταδιοδρομίας. Είναι και ο λόγος που καθυστέρησε τόσο πολύ η καθιέρωση του δικαιώματος απόδοσης ιθαγένειας στα παιδιά της δεύτερης γενιάς μεταναστών.

Αυτός ήταν ο αντιαλβανισμός πριν την κρίση.

Από την κρίση και μετά, τα μεγέθη σχετικοποιήθηκαν. Το ελληνικό δημόσιο χρεοκόπησε και θα παραμείνει χρεοκοπημένο ό,τι και αν κάνουν οι κρατιστές, του σήμερα, του χτες και του μέλλοντος. Στην εποχή της νεο-κομμουνιστικής τσαβικής Αριστεράς, οι Αλβανοί και εν γένει οι άνθρωποι δεύτερης γενιάς, τα παιδιά των μεταναστών που έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον ελληνικό τρόπο ζωής (συγγνώμη που λέω αυτές τις «κακές» λέξεις, αλλά δεν είμαστε ακόμα όλοι υποχρεωμένοι να υποστηρίζουμε τον κοινοτισμό και τη συνύπαρξη πληθυσμιακών ομάδων που θα διατηρούν το εθιμικό τους δίκαιο και την πολιτικο-θρησκευτική τους πίστη εις βάρος μιας πλουραλιστικής κοινωνίας ατόμων που ζει πάνω σε ένα ευρύχωρο δημοκρατικό πλέγμα πολιτισμικών αξιών) δεν τυγχάνουν κάποιου θετικού ενδιαφέροντος για την ενσωμάτωσή τους. Βλέπετε, έχουν μάθει να ζουν μέσα στον ιδιωτικό τομέα και στις κατώτερες εργασίες, δεν ψηφίζουν οι περισσότεροι, αλλά και αν ψήφιζαν μάλλον θα το έκαναν με εγγεγραμμένη την επιφύλαξή τους προς κάθε μορφή κολεκτιβισμού, έχουν βαθιά κουλτούρα εργασίας και η καταναλωτική τους συμπεριφορά δεν τους έχει αποκόψει από την παράδοση της αποταμίευσης — δεν ξεχνάμε τα βρισίδια που ακούν ακόμη οι Αλβανοί επειδή είχαν καταθέσεις και απέκτησαν σπίτια και ενίοτε έστελναν ενίσχυση οικονομική στις οικογένειες του στην Αλβανία.

Τους λείπουν και άλλα πολλά για την όποια μέριμνα, όπως λείπουν και στον μέσο Έλληνα, εδώ που τα λέμε. Δεν είναι εύκολα εργαλειοποιήσιμοι από τους λάτρεις της απόλυτης διαφοράς: δεν κομίζουν τη θρησκευτική ετερότητα και την πολιτισμική εκείνη διαφορά που θα αμφισβητούσε (σύμφωνα με τις φαντασιώσεις ορισμένων) τον πυρήνα του δυτικού ορθολογισμού και της εθνοκρατικής δομής. Οι περισσότεροι είναι εξάλλου άθεοι ή αγνωστικιστές, αδιάφοροι για αυτή τη μορφή τού ανήκειν. Κάποιοι πέτυχαν και σημαντικά πράγματα, Έλληνες το γένος που εύκολα τους ρίχνουν στα αζήτητα της άτυπης αλβανοποίησης εκείνοι που τους μισούν. Ο Πύρρος Δήμας έκανε το λάθος να είναι ολυμπιονίκης (και να φιλάει τη σημαία), να είναι ΠΑΣΟΚ και να ορθώνεται μπροστά στους τραμπούκους της Χρυσής Αυγής και να φύγει πικραμένος και σχεδόν διωκόμενος για την Αμερική. Λογικό είναι να τον ειρωνεύεται ο αντιπρόεδρος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου κύριος Παπαδημούλης.

Και τιμητικό, αν το σκεφτείς.