Ηχογράφηση εναντίον ακρόασης
Το να ακούς μουσική (εννοώ κλασική μουσική, με την ευρεία έννοια του όρου) είναι μια τέχνη, γιατί είναι κάτι που το κατακτάς σιγά-σιγά. Στην αρχή εξοικειώνεσαι με τον ήχο της μουσικής, μετά με τις χροιές, μετά με το ύφος, και σταδιακά αρχίζεις να ανακαλύπτεις μυριάδες λεπτομέρειες που παλιότερα περνούσαν απαρατήρητες για το αυτί σου. Προσέχεις τις διαφορές ανάμεσα στις εκτελέσεις και αντιλαμβάνεσαι ότι το έργο που ακούς δεν είναι πια ακριβώς το ίδιο που άκουσες την προηγούμενη φορά. Αγοράζεις τον ένα δίσκο μετά τον άλλο (ή καταφεύγεις στο YouTube, το Spotify κι ένα σωρό άλλες διαδικτυακές πηγές), διαμορφώνεις προτιμήσεις, κάνεις κριτική στην ερμηνεία του τάδε πιανίστα και του δείνα μαέστρου, και η τριβή μετουσιώνεται σε γνώση.
Και, μετά, πηγαίνεις σε μια συναυλία, όπου ακούς για πρώτη φορά ζωντανά ένα έργο που έχεις ήδη ακούσει ηχογραφημένο δεκάδες φορές.
Και απογοητεύεσαι.
Δεν έχεις άδικο που απογοητεύεσαι, γιατί η ακουστική εμπειρία που έχεις στην αίθουσα συναυλιών είναι, από πολλές απόψεις, κατώτερη από την εμπειρία που είχες όταν άκουγες τον δίσκο στο σπίτι σου, από τα ακριβά ηχεία σου, σε πλήρη ησυχία και άνεση. Οι ηχολήπτες, πραγματικοί καλλιτέχνες, ξέρουν πώς να σου παρουσιάσουν τη μουσική με τρόπο που θα σε εντυπωσιάσει. Με άφθονες δυναμικές, πλούσιες σε συχνότητες, με τονισμένο ό,τι πρέπει να προσέξεις, με μπάσα που σε χτυπούν στο στομάχι — άλλωστε, μπορείς να ακούσεις τον δίσκο όσο δυνατά θέλεις. Τοποθετούν τα όργανα νοητά στον χώρο, έτσι ώστε να αντιλαμβάνεσαι τη θέση τους, και νιώθεις πως ακούς ό,τι και ο μαέστρος που διευθύνει εκείνη τη στιγμή. Μπορείς μέχρι και την ανάσα του τσελίστα να ακούσεις, ή το αχνό θρόισμα από τα κλειδιά του φλάουτου.
Αλλά και η μουσική εκτέλεση είναι συνήθως άψογη. Δεν υπάρχει κανένα λάθος, ούτε τονικό ούτε ρυθμικό, μιας και έχουν επιλεγεί τα καλά «τέικ», ενώ τα κακά έχουν διαγραφεί οριστικά από μαγνητικές ταινίες και σκληρούς δίσκους. Η σοπράνο έχει καταφέρει μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες να πει ικανοποιητικά εκείνο το ψηλό σι, το οποίο κρατήθηκε και ενσωματώθηκε στην τελική ηχογράφηση. Και, στα δαιδαλώδη χορωδιακά, το λεγόμενο «ραντεβού στην κορόνα» είναι άγνωστο πράγμα.
Στην αίθουσα συναυλιών, από την άλλη, οι δυναμικές είναι ως επί το πλείστον χαμηλές. Αν κάθεσαι μακριά από τη σκηνή, η λεγόμενη στερεοφωνική εικόνα απουσιάζει εντελώς, και είναι σχεδόν σαν να ακούς μονοφωνικά. Τα χαμηλόφωνα σημεία υπάρχει η πιθανότητα να μην τα ακούσεις, ή να καλυφθούν στιγμιαία από τον βήχα κάποιου άλλου ακροατή τριάντα καθίσματα πιο πέρα. Τα πιάτα μπορεί να σκάσουν στη λάθος στιγμή, ο τενόρος μπορεί να σπάσει το κόντρα ντο, τα βιολιά στα γρήγορα περάσματα μάλλον δεν θα είναι μαζί, και κάποιος μπάσος από τη χορωδία σίγουρα θα μπει ένα μέτρο πριν τους άλλους. Όλο και κάποιο φάλτσο θα ακουστεί, και ο μαέστρος μπορεί να μην αποδειχθεί ικανός να παρασύρει την ορχήστρα στο τέμπο που θα ήθελε.
Τι να κάνουμε, λοιπόν; Να μην ακούμε ζωντανή μουσική;
Το αντίθετο. Απλώς πρέπει να πάψουμε να συγκρίνουμε την ηχογράφηση, που είναι ένα τεχνικά άρτιο προϊόν, με τη ζωντανή μουσική, ένα θαύμα που συμβαίνει εδώ και τώρα, ένα θαύμα στο οποίο συμμετέχεις κι εσύ ως ακροατής. Στην πραγματική ζωή, οι συνθήκες δεν είναι ποτέ τέλειες, τα πάντα μπορεί να πάνε στραβά, αλλά οι μουσικοί μοχθούν εκεί, μπροστά σου, ξεγυμνώνονται ψυχικά προσπαθώντας να αποδώσουν όσο καλύτερα μπορούν το άυλο περιεχόμενο της μουσικής που αποτυπώνεται πάνω στην παρτιτούρα. Ο καλομαθημένος ακροατής εύκολα θα απορρίψει αυτό που ακούν τα αυτιά του ως ανεπαρκές, έχοντας ίσως ως μέτρο σύγκρισης την εκτέλεση του Μπερνστάιν που είχε ακούσει σε εκείνο τον δίσκο της Deutsche Grammophon, αλλά το πρόβλημα δεν θα είναι η ορχήστρα ή οι σολίστες που έχει απέναντί του στην αίθουσα συναυλιών· το πρόβλημα θα είναι το αυτί του, που είναι ανεκπαίδευτο στη διαδικασία της ζωντανής μουσικής, έχοντας συνηθίσει να ακούει ηχογραφήματα πραγματοποιημένα σε ιδανικές συνθήκες, ηχογραφήματα που έχουν ακουστεί σε επίσης ιδανικές συνθήκες. Κι έτσι δεν καταφέρνει να ταυτιστεί με αυτό που ακούει, πράγμα που είναι και το ζητούμενο σε κάθε συναυλία.
Κι αυτό είναι κρίμα.