Η&Μ

L
Βίβιαν Στεργίου

Η&Μ

Πριν από λίγες ημέρες, η αλυσίδα πώλησης ρούχων H&M προσπάθησε να πουλήσει τα ρούχα της στο Αγρίνιο, ανοίγοντας εκεί κατάστημα. Το δημοτικό συμβούλιο δεν της έδωσε άδεια για λόγους που μας είναι εντελώς ασαφείς και σκοτεινοί και που δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ. Έχει σημασία όμως να δούμε προσεκτικά ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από αυτή την ιστορία.

Η Η&Μ χάνει, αλλά όχι τόσο όσο νομίζουν διάφοροι εχθροί της επιχειρηματικότητας. Η εταιρία θα βρει τη λύση. Θα προσφύγει κατά της απόφασης νομικά; Θα πάει να πουλήσει τα ρούχα της αλλού; Κατά πάσα βεβαιότητα θα κάνει αυτό που είναι φτηνότερο και που θα της αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος. Όσοι βιάστηκαν να θρηνήσουν ότι η H&M θα περιορίσει τη δράση της στη χώρα μας μάλλον δεν αντιλαμβάνονται ότι οι εταιρίες δε λειτουργούν συναισθηματικά αλλά λογικά. Όσο το να πουλά ρούχα στη χώρα μας της αποφέρει κέρδος, θα το κάνει. Επομένως, θα μπορούσε κανείς να προβλέψει ότι θα συνεχίσει κανονικά την προσπάθεια διείσδυσης και εξάπλωσης στην ελληνική αγορά, μάλλον όμως όχι στο Αγρίνιο.

Αυτοί που ήδη πωλούν ρούχα στο Αγρίνιο κερδίζουν. Μικρά μαγαζιά ή καταστήματα άλλων αλυσίδων δημιουργούν ένα πλέγμα δεδομένων και δύσκολα μεταβλητών ανταγωνιστικών σχέσεων: μια κλειστή αγορά. Οι κλειστές αγορές εξασφαλίζουν ηρεμία και ασφάλεια σε όσους βρίσκονται μέσα τους, ενώ αποκλείουν όσους βρίσκονται απέξω. Οι «μέσα» δεν ανησυχούν ότι οι «απέξω» θα έρθουν να πουλήσουν τα πράγματά τους στη δική τους αγορά (την οποία αντιλαμβάνονται σαν κάτι πραγματικά δικό τους). Δεν φοβούνται ότι άλλοι πωλητές θα πάρουν τους πελάτες τους, ότι θα τους αναγκάσουν σε καλύτερη ποιότητα, περισσότερη ποσότητα, χαμηλότερες τιμές, αφού όσοι δεν κατάφεραν να μπουν ήδη έχουν αποκλειστεί ή δυσκολεύονται πολύ να μπουν. Με απλά λόγια, οι μέσα δεν απειλούνται. Έτσι, δεν έχουν κίνητρο να πουλήσουν καλύτερα ή φθηνότερα ρούχα. Αφού η πόρτα της αγοράς έκλεισε στα μούτρα της H&M, μπορούν να εξακολουθήσουν να συνυπάρχουν όπως πριν με τρόπο (μάλλον) προσοδοφόρο (αν δεν ήταν προσοδοφόρος, εικάζουμε, δεν θα συνέχιζαν τη δράση τους).

Μπορούμε να καταλάβουμε την ανάγκη του δημοτικού συμβουλίου να προστατεύσει τους ντόπιους μαγαζάτορες ως μία ανάγκη προστασίας ενός κλειστού συστήματος από τη διατήρηση του οποίου το δημοτικό συμβούλιο ωφελείται. Οι μαγαζάτορες που εμπλέκονται σε ένα ελεγχόμενο δίκτυο σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ τους συγκροτούν ένα κλειστό σύστημα όσο η είσοδος στην αγορά τους και η διείσδυση στις αναπτυσσόμενες σχέσεις ανταγωνισμού παραμένουν ελεγχόμενες, με το δημοτικό συμβούλιο να ασκεί (βάσει σχετικού νόμου) τον έλεγχο. Το συμβούλιο διαλέγει ποιος θα μπει και ποιος θα βγει, ενώ δεν έχει μάλλον κίνητρα να λειτουργήσει με κριτήρια αγοράς και προτιμά να λειτουργήσει με κριτήρια πολιτικά, κρατώντας το σύστημα κλειστό. Το δημοτικό συμβούλιο εκλέγεται, άλλωστε, από τους ντόπιους εμπόρους, τις οικογένειές τους, τους γνωστούς τους, όχι από κάποιον έμπορο ρούχων με έδρα τη Σουηδία.

Οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι κάτοικοι του Αγρινίου. Αν η αγορά άνοιγε, θα μπορούσαν να επιλέγουν ανάμεσα σε ρούχα Η&Μ και άλλα ρούχα. Ταυτόχρονα, όσοι πωλούν ήδη ρούχα θα αναγκάζονταν  να τα πουλήσουν φθηνότερα, για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τη νεοεισερχόμενη επιχείρηση. Κάποιοι θα έβρισκαν δουλειά στο μαγαζί της νέας επιχείρησης, ενώ και η ίδια η περιοχή θα αποκτούσε ένα νέο κατάστημα, πράγμα που γενικά θεωρείται καλό την ώρα που πολλά καταστήματα κλείνουν.

Η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου είναι εικόνα από την Ελλάδα που δεν μας αξίζει. Τη φοβική, κλειστή χώρα, όπου πληρώνουμε με τον κομμένο μας μισθό περισσότερο από τους άλλους λαούς της Ευρώπης για το οτιδήποτε, όπου γκρινιάζουμε που η ζωή μας δεν γίνεται πιο εύκολη, ενώ συντονισμένα και ρυθμικά στραγγαλίζουμε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις που έχουν τις ιδέες, τους τρόπους και τα μέσα να τη διευκολύνουν.

Οι κάτοικοι πρέπει να δουν ότι η πολιτική καριέρα των δημοτικών συμβούλων γίνεται με δικά τους λεφτά, κατευθείαν από την τσέπη τους και να διαλέξουν αν το θέλουν ή όχι.