Ημέρα υπ' αριθμ. 100

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Ημέρα υπ' αριθμ. 100

Σήμερα κλείνω 100 ημέρες εγκλεισμού.

Από εκείνη την πρώτη μέρα έχω σκεφτεί πολλές φορές να κάτσω να γράψω κάτι, αλλά κάθε φορά διστάζω και απορρίπτω τη σκέψη σκεπτόμενος όσους (και είναι πολλοί, ίσως οι περισσότεροι) περνούν πιο δύσκολες καταστάσεις. Διστάζω γιατί σκέφτομαι ότι σε αυτή τη φάση δεν έχω να προσφέρω κάτι πέραν ενός αρκετά αυτοαναφορικού, εφήμερου, ημερολογιακού τύπου ρεπορτάζ, μιας εκτόνωσης η οποία ενδεχομένως μικρή αξία έχει για οποιονδήποτε άλλον. Διστάζω γιατί για κάθε σκέψη που κάνω ακούω αμέσως τον αντίλογο, τη δεδομένη απάντηση: μη γκρινιάζεις∙ μην είσαι drama queen∙ υπερβάλλεις∙ είσαι προνομιούχος∙ δεν έχεις παιδιά∙ έχεις δουλειά∙ άλλοι πεθαίνουν∙ έλα στην Ελλάδα∙ βγες έξω.

Υπάρχουν στιγμές που καταφέρνω να βγω λίγο από τον εαυτό μου και να δω τα πράγματα από μια μικρή απόσταση, από μια «προοπτική». Αλλά μετά γλιστράω πίσω πάλι και μπαίνω στον εαυτό μου και η απόσταση χάνεται, όπως το πρόσωπο της Τζόντι Φόστερ στην Επαφή όταν είχε μπει στη σκουληκότρυπα.

* * *

Το βράδυ της Τρίτης 10 Μαρτίου έφυγα από τη δουλειά μου στο πανεπιστήμιο του Μπόρνμουθ και γύρισα στο σπίτι μου στο Λονδίνο. Το είχα ήδη αποφασίσει ότι δεν θα ξαναπάω στη δουλειά ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα την έχανα (το πανεπιστήμιό μου, ακολουθώντας τις οδηγίες της κυβέρνησης, όπως και οι περισσότεροι οργανισμοί στη Βρετανία, άργησε πολύ να πάρει την απόφαση να κλείσει και να μεταφέρει τα μαθήματα στο διαδίκτυο∙ τώρα γνωρίζουμε και επισήμως αυτό που τότε μερικοί φωνάζαμε, ότι δηλαδή κάθε εβδομάδα καθυστέρησης οδήγησε σε χιλιάδες επιπλέον θανάτους).

Εκείνη η Τρίτη ήταν η τελευταία φορά που έκανα μάθημα σε τάξη∙ που ήμουν στο γραφείο μου με τους συναδέλφους μου∙ που χρησιμοποίησα δημόσιες συγκοινωνίες, τρένο και μετρό∙ που βρέθηκα εκτός της άμεσης γειτονιάς μου (με την εξαίρεση μιας σύντομης διαδρομής με το αυτοκίνητο λίγους μήνες μετά)∙ η τελευταία φορά που βρέθηκα στο κέντρο της ίδιας μου της πόλης, ανάμεσα σε κόσμο σε συνθήκες ημι-κανονικότητας∙ προσέχοντας ήδη τι αναπνέω και πού ακουμπάω. Όταν γύρισα σπίτι, ανέβηκα τέσσερα πατώματα με τις σκάλες. Είχα ήδη σταματήσει να χρησιμοποιώ το ασανσέρ της πολυκατοικίας.

Εκείνη η Τρίτη ήταν η τελευταία φορά που συνομίλησα διά ζώσης με οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο πέραν του συζύγου μου, μιας νοσοκόμας στο ιατρικό κέντρο της γειτονιάς μου, και των ντελιβεράδων που από τότε μού φέρνουν τα ψώνια, τα φάρμακα και την αλληλογραφία μου.

Είχε προηγηθεί η τελευταία κοινωνική ή πολιτισμική δραστηριότητα, την Παρασκευή 6 Μαρτίου. Η συγκλονιστική, επτάωρη, τεράστια με κάθε έννοια, παράσταση του Ρόμπερτ Λεπάζ «Τα Επτά Ρυάκια του Ποταμού Ότα» (The Seven Streams of the River Ota) στο Εθνικό Θέατρο της Βρετανίας. Με ταλαιπωρούσε ένα άγριο κρύωμα. Είχαμε ήδη αρχίσει να οργανώνουμε τις προμήθειές μας και είχαμε ήδη ακυρώσει κάθε άλλη έξοδο ή κοινωνική συνάντηση. Αλλά αυτή την παράσταση δεν θα την έχανα. Άξιζε τον κόπο. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να πέσει η αυλαία τής εκτός σπιτιού ζωής μου∙ της κανονικής ζωής.

Παρά τον φόβο, την αβεβαιότητα και την αγωνία για βασικά πράγματα, οι πρώτοι μήνες κύλησαν σχετικά καλά. Μπορεί να υπήρχαν άγρια σκαμπανεβάσματα στη διάθεση που θύμιζαν διπολική διαταραχή, αλλά ταυτόχρονα ανακάλυψα κρυφές δυνάμεις: αποφασιστικότητα, αυτοπειθαρχία, αυτοέλεγχο. Πιστεύω ότι, όπως και για πολλούς άλλους ανθρώπους, σε αυτό με βοήθησε η γνώση ότι όλος ο υπόλοιπος κόσμος ζούσε κάτι αντίστοιχο, ότι όλοι με τον δικό τους μικρό τρόπο ήταν μέρος μιας αόρατης συνεργασίας για ένα ευρύτερο συλλογικό καλό. Η γνώση, δηλαδή, ότι δεν ήμασταν μόνοι μας. Στην περίπτωσή μου, μεγάλο ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η Βρετανία βίωσε την πιο ζεστή και ηλιόλουστη άνοιξη∙ ο φετινός Μάιος ήταν ο πιο ηλιόλουστος μήνας (όχι Μάιος, μήνας) από τα μέσα του 19ου αιώνα, από όταν δηλαδή ξεκίνησε η καταγραφή των κλιματικών συνθηκών.

Στη δουλειά υπήρχε βέβαια το πολιτισμικό σοκ της βίαιης μετάβασης σε έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας και εργασίας, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και η καλή θέληση, η αλληλεγγύη, η υποστήριξη, η συνεχής αναγνώριση του ότι, ό,τι κάνουμε, ουσιαστικά το κάνουμε με καλή πίστη, ο καθένας όπως μπορεί, με τις περιορισμένες δυνατότητες, τα τεχνικά μέσα, τον χώρο, τον χρόνο και την ενέργεια που έχει, για όσο την έχει. Ήμουν συνειδητά επιεικής με τον εαυτό μου. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, και παρά τις πιεστικές προθεσμίες, μείωσα συστηματικά και με απάθεια την παραγωγικότητά μου στο μισό∙ δημιούργησα πρωινές και βραδινές ρουτίνες για να διασφαλίζω την ευεξία και την ψυχαγωγία μου∙ απαγόρευσα στον εαυτό μου να δουλεύει τα Σαββατοκύριακα, σε μια προσπάθεια να διαφοροποιήσω κάπως τις μέρες. Ήξερα ότι τρέχουμε μαραθώνιο και όχι σπριντ, οπότε δεν με έπαιρνε να «καώ». Όλα αυτά τα έκανα χωρίς ενοχές γιατί έβλεπα ότι τα κάνουν και άλλοι. Ήξερα βέβαια ότι δεν θα κρατήσουν για πάντα.

Η περίοδος χάριτος πέρασε.

Τα πράγματα πλέον, σήμερα, είναι λίγο πιο δύσκολα. Οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις της επαγγελματικής μου κοινότητας αρχίζουν να επιστρέφουν στα κανονικά τους επίπεδα, ενώ είναι βέβαιο ότι τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2020 θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε από το σπίτι, ο καθένας μπροστά σε μία οθόνη για 10-12 ώρες την ημέρα. Ήδη το πανεπιστήμιο προχωράει σε εθελούσιες εξόδους και απολύσεις, ενώ ο κλάδος της ανώτατης εκπαίδευσης συνολικά αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του με δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε κίνδυνο και μερικά πανεπιστήμια στα όρια της χρεοκοπίας. Φίλοι σε άλλους κλάδους έχουν ήδη χάσει τη δουλειά τους, ενώ χιλιάδες εταιρίες και στην Ελλάδα και στη Βρετανία παραβιάζουν ασύστολα την εργασιακή νομοθεσία, λαμβάνοντας μεν οι ίδιες κρατική υποστήριξη, αλλά απαιτώντας από τους εργαζόμενους τους να συνεχίσουν να παράγουν.

Ο καιρός επέστρεψε στο γνώριμο βρετανικό «καλοκαίρι» (συνεχής συννεφιά και βροχή). Η ενημέρωση και η δημόσια συζήτηση για την πορεία του ιού έχουν ελαττωθεί δραστικά. Η βρετανική κυβέρνηση βρίσκεται σε σύγχυση και παραπαίει ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, βγάζοντας αντικρουόμενες οδηγίες και ανακοινώσεις, ανοιγοκλείνοντας τα σχολεία, πανηγυρίζοντας και ανοίγοντας μαγαζιά, ενώ έχουμε ακόμα τριψήφιο αριθμό νεκρών κάθε μέρα. Ο κόσμος στους δρόμους έχει σταματήσει να τηρεί αποστάσεις και μέτρα προστασίας.

Αυτοί που νομίζουν ότι το πρόβλημά μας ήταν τα μέτρα (και όχι ο ίδιος ο ιός) μου θυμίζουν αυτούς που την προηγούμενη δεκαετία μάς έλεγαν ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση και όχι η κρίση τα μνημόνια. Κλασική περίπτωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος που έχει αποτύχει να μάθει πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται κριτικά και λογικά. Ο εχθρός μας δεν είναι τα μέτρα, αλλά ο κορονοϊός. Και ο κορονοϊός ούτε έχει εξαλειφθεί, ούτε μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα υπάρχοντα ιατρικά μέσα. Όπως λέει και η καθηγήτρια Έλεανορ Ράιλι, ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε τίποτα: δεν γνωρίζουμε πόσοι έχουν κολλήσει, ούτε πόσοι έχουν αναπτύξει ανοσία, ούτε πόσο θα κρατήσει η όποια ανοσία, ούτε πόσοι έχουν εγγενή αντισώματα και δεν θα αρρωστήσουν ποτέ∙ δεν γνωρίζουμε αν ο ιός θα εξελιχθεί ή αν θα εξαλειφθεί το καλοκαίρι∙ δεν γνωρίζουμε αν θα υπάρξουν θύλακες εξάπλωσης και αν θα επιστρέψει δριμύτερος το φθινόπωρο. Δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα υπάρξουν εμβόλια ή θεραπείες. Ακόμα ανακαλύπτουμε νέες και μακροχρόνιες επιπτώσεις του κορονοϊού — στα νεφρά, στο καρδιαγγειακό σύστημα, στο νευρικό σύστημα.

Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, όχι μόνο γιατί «δεν γνωρίζουμε», αλλά κυρίως γιατί αυτό που ήταν μια συλλογική εμπειρία πλέον (αναπόφευκτα και νομοτελειακά) μετατρέπεται σε ατομική. Στην Ελλάδα η εμπειρία των φίλων είναι πλέον (αλλά ταυτόχρονα: προς το παρόν) εντελώς διαφορετική: σοφή και συνετή διαχείριση της πρώτης φάσης∙ καλός καιρός και δυνατότητα εξωτερικών δραστηριοτήτων∙ επιστροφή σε κάποιας μορφής κανονικότητα. Η δε Βρετανία, που είναι ήδη με το ένα πόδι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδεύει ολοταχώς προς μία βίαιη έξοδο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν τις απαρχές ενός ακήρυχτου —πολιτισμικού μέχρι στιγμής— εμφυλίου πολέμου, ενώ τα σύμβολα, οι αξίες και οι έννοιες στις οποίες βασίστηκε ο Δυτικός πολιτισμός διαβρώνονται καθημερινά.

Υπάρχουν φορές που νιώθω ότι ο εγκλεισμός με «πάει πίσω», ότι με γυρίζει σε μια ευνουχισμένη εφηβεία. Μια κατάσταση στην οποία μου επιτρέπεται μόνο να κοιτάω και να ποθώ αλλά να μην αγγίζω, να φαντάζομαι και να φαντασιώνομαι αλλά να μην πραγματοποιώ, να μην επι-κοινωνώ. Όσοι από εμάς ήμασταν ούτως ή άλλως εσωστρεφείς ή ελαφρώς αντικοινωνικοί ή εκ φύσεως μελαγχολικοί, όσοι από εμάς μάθαμε να πιέζουμε τον εαυτό μας να κοινωνικοποιείται, να βγαίνει έξω, να βλέπει κόσμο ακόμα κι αν το ένστικτό μας ήταν να κάτσουμε μέσα, να κινούμαστε στη «ζώνη της άνεσής» μας, επειδή με τη λογική ξέραμε ότι αυτό μας έκανε μακροπρόθεσμα καλό, καθώς όταν επιστρέφαμε νιώθαμε καλύτερα από ότι όταν πηγαίναμε —αλλά κι επειδή έτσι είναι η ζωή και η κοινωνία: ο καθένας μας έχει ευθύνη να διασκεδάσει τους άλλους και να είναι παρών γι’ αυτούς—, όλοι εμείς λοιπόν τώρα «πάμε πίσω» σε μια κατάσταση στην οποία η ουσιαστική κοινωνικοποίηση θα μας φαίνεται ακόμα πιο δύσκολη, ακόμα πιο κοστοβόρα, ακόμα πιο μάταιη. Πάνω που είχαμε καταφέρει να ενώσουμε τα καλώδια ανάμεσα στην ουσιαστική ανάγκη και τη συνειδητή επιθυμία, κάποιος ήρθε και μας τα έκοψε. Νιώθουμε χάλια, αλλά πλέον δεν μπορούμε ούτε να καταλάβουμε το γιατί, ούτε φυσικά να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Είναι σαν να ήρθε κάποιος και να ξήλωσε τις ταπετσαρίες της ζωής μας που είχαν πάνω τους όλες τις μάταιες και περιττές φιοριτούρες —τα πάρτι γενεθλίων και τις συγκεντρώσεις και τα έθιμα, σαν να απομάκρυνε όλον αυτόν τον θίασο του περίγυρού μας— και να άφησε έναν λευκό, γυμνό τοίχο∙ ένα κενό.

Ο εγκλεισμός φέρνει στο προσκήνιο με βίαιο τρόπο διλήμματα, συγκρούσεις συμφερόντων και συνέπειες επιλογών ζωής. Όσοι από εμάς —είτε από επιλογή, είτε από έλλειψη επιλογής— δεν έχουμε παιδιά, όσοι δεν ζούμε σε «δεμένες» κοινότητες με αγαπημένους γείτονες και τον χασάπη της γειτονιάς για να μπορούμε να ανταλλάξουμε μια κουβέντα έστω και μέσα από τη μάσκα, όσοι επιλέξαμε ή αναγκαστήκαμε να ζούμε σε μεγάλες μητροπόλεις ή σε περιοχές ή συγκροτήματα κατοικιών ανάμεσα σε αγνώστους, όσοι επιλέξαμε ή αναγκαστήκαμε να φτιάξουμε τις δικές μας κοινότητες πέρα από τοπικά σύνορα και επενδύσαμε σε άλλα πράγματα —είτε στην καριέρα, είτε στην απόκτηση εμπειριών, είτε στην προσφορά και τον εθελοντισμό— θεωρούμαστε τώρα προνομιούχοι, ενώ ουσιαστικά δεν έχουμε πρόσβαση σε τίποτε από αυτά που μέχρι τώρα νοηματοδοτούσαν τη μη ψηφιακή ζωή μας: τα ταξίδια, την εύκολη, γρήγορη, ασφαλή και φτηνή μετακίνηση εκτός συνόρων, τις καλλιτεχνικές και πολιτισμικές δραστηριότητες, την πραγματική ζωή της πόλης.

Όσοι εδώ και μήνες ή χρόνια ετοιμάζαμε και δίναμε τον εαυτό μας σε δουλειές ή δημιουργίες σαν να είναι αυτά τα παιδιά μας, είδαμε τα «παιδιά» μας να «πηγαίνουν άκλαυτα» μέσα σε λίγες μέρες. Όσοι ήδη ζούσαμε με σφιγμένα τα δόντια επειδή η δουλειά μας ή η ζωή μας μας φαινόταν ανεπαρκής ή δυσάρεστη ή ανυπόφορη, τώρα είμαστε για τα καλά παγιδευμένοι και χωρίς προοπτική εξόδου. Όσοι ήδη μισούσαμε το γεγονός ότι κάθε έκφανση της ζωής, της προσωπικότητας και της καθημερινότητάς μας περνούσε ήδη μέσα από μία οθόνη, όσοι όταν ήμασταν παιδιά δεν ονειρευτήκαμε ότι η δουλειά μας και όλη μας η ζωή θα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από μια οθόνη, πλέον βρίσκουμε τον εαυτό μας καθηλωμένο σωματικά σε μια καρέκλα, σε ένα δωμάτιο, μπροστά σε μία οθόνη, παράγοντας ασταμάτητα ενέργεια για μια τεράστια φάρμα.

Δεν αρκεί η επιδημιολογική διαχείριση της πανδημίας. Δεν αρκεί ο διακυβερνητικός συντονισμός και το χρήμα στην αγορά. Δεν αρκεί η αντιμετώπιση του ρατσισμού, των ανισοτήτων και της αδικίας. Δεν αρκεί η διάσωση των αξιών της ελευθερίας του λόγου και των συμβόλων της Δύσης. Δεν αρκεί η εκλογή καλύτερων ηγετών. Δεν αρκεί η ατομική ευθύνη. Όλα αυτά είναι απαραίτητες συνθήκες για να επιβιώσουμε, αλλά δεν αρκεί το καθένα από μόνο του. Χρειάζονται όλα μαζί, ταυτόχρονα. Και για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε επειγόντως και «κάτι άλλο», μία προοπτική. Δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό∙ αν είχα, θα ήμουν είτε προφήτης, είτε πολιτικός, είτε πλούσιος. Ξέρω όμως ότι αυτό το «άλλο» θα έρθει αργά ή γρήγορα∙ αναπόφευκτα∙ και ότι θα σχετίζεται με συλλογικές ταυτότητες, και αξίες, και ηθική, και νόρμες συμπεριφοράς∙ με ένα νέο «αφήγημα» ή «νόημα» για τη ζωή, γιατί εκεί βρίσκονται τα κενά και οι υπαρξιακές αγωνίες του ατόμου στη μετανεωτερικότητα του 21ου αιώνα.

Με τρομάζει η σκέψη ότι αυτό το αφήγημα και αυτές τις νόρμες μπορεί να τις θέσουν και να μου τις επιβάλουν άλλοι. Αλλά αυτή είναι και η ουσία του ολοκληρωτισμού: καλύπτει με βίαιο τρόπο τα κενά που αφήνει πίσω του το προηγούμενο σύστημα. Και αυτή είναι και η ουσία της δημοκρατίας και της ελευθερίας: η συνύπαρξη διαφορετικών αφηγημάτων και η προστασία του ατόμου.

[ Εικονογράφηση: The Matrix (1999) ].