Ιονέσκο ή Μπέκετ;
Ένα στιγμιότυπο από τη ζωή των κομμάτων του «Κέντρου» τους τελευταίους δώδεκα μήνες θα μπορούσε να είναι περίπου έτσι. Φανταστείτε μια συγκέντρωση του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου», στην οποία τα άτομα προσπαθούν να θέσουν τα βασικά θέματα της ατζέντας για «την έξοδο της χώρας από την κρίση». Οι ομιλητές είναι από Φιλελεύθεροι μέχρι Σοσιαλδημοκράτες. Καθένας με τη σειρά, παίρνει τον λόγο και εκθέτει τις απόψεις και τα επιχειρήματά του. Η συζήτηση έχει «ανάψει». Εκτοξεύονται αλληλοκατηγορίες για τη διάσπαση του «χώρου», ενώ παράλληλα μαίνεται το κυνήγι αναζήτησης ευθυνών. Εκτός από το βασικό («τις πταίει» που «χάθηκε το κέντρο»), στο βασικό κάδρο προστίθενται και άλλα, μικρότερα: πολλά παράλληλα έργα παίζονται στην «Κεντρώα Σκηνή». Οι Φιλελεύθεροι αλληλοκατηγορούνται για το ποιος κρατά τα σκήπτρα της ιδεολογίας χωρίς να υποκύπτει σε εκπτώσεις προσχωρώντας στην Κεντροδεξιά, και οι Σοσιαλδημοκράτες για το ποιοι έμειναν σταθερά στο κόμμα που παραδοσιακά εξέφρασε την ιδεολογία τους χωρίς να υποκύψουν σε εναλλακτικά Αριστερά πειράματα. Η σύγκρουση κυριαρχεί τόσο ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη του σώματος όσο και εντός κάθε μέρους ταυτόχρονα, με μόνο διακύβευμα την αφοσίωση στο «χώρο».
Η ώρα είναι περασμένη και, αφού έχουν προηγηθεί πολλοί αγορητές, στο βήμα εμφανίζεται κάποιος που ρωτά τους συγκεντρωμένους: «Ιονέσκο ή Μπέκετ;»
Οι υπόλοιποι σαστίζουν. Η ερώτηση φαίνεται εξωφρενικά παράλογη. Εξίσου παράλογη με την πραγματικότητα. Ο τελευταίος ομιλητής επιχειρεί να «καθρεφτίσει» την κατάσταση και γι’ αυτό θα αντιμετωπίσει την μήνιν των υπολοίπων. Η πραγματικότητα συνυφαίνεται με το παράλογο και ο χώρος των προοδευτικών δεν φαίνεται να γλιτώνει από την περιδίνηση σε αυτή τη συνθήκη.
Και συνεχίζει ο αγορητής:
«Ποιο έργο θέλετε να δούμε; Το “Περιμένοντας τον Γκοντό”; Ή τον “Ρινόκερο;”»
Οι παριστάμενοι μένουν βουβοί για λίγο, αλλά κατόπιν συνεχίζουν απερίσπαστοι το παιχνίδι της καταστροφικότητας. Η εντροπία είναι γεγονός.
Ο Μπέκετ επικεντρώθηκε στο ερώτημα «Ποιος είμαι;», ενώ ο Ιονέσκο στην απεικόνιση της κοινοτοπίας της ύπαρξης και της μοναξιάς του ανθρώπου. Ο Ιονέσκο είχε αποφασίσει πως η ανθρώπινη ύπαρξη δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, και γι’ αυτό κατάφερε και, ελεύθερος από την ανάγκη της «αποστολής», προσέφερε μερικά αριστουργήματα. Ο προοδευτικός χώρος, πάλι, φαίνεται να έχει παρασυρθεί σε ένα αέναο ταξίδι αναζήτησης ταυτότητας, ενώ έξω, στην κοινωνία, μαίνεται η καταστροφή. Ήδη, ορισμένοι με «ευαίσθητη μύτη» υποστηρίζουν ότι μυρίζει, στην ατμόσφαιρα, η επέλαση του ολοκληρωτισμού…
Ο εθνικολαϊκισμός χρησιμοποιείται θωπευτικά από την παρούσα κυβέρνηση, με στόχο να κρύψει επιμελώς τις ολοκληρωτικές αποχρώσεις της συμπεριφοράς των στελεχών της, αλλά και τη δεινή κατάσταση της χώρας. Το εθνικολαϊκιστικό παιχνίδι έχει διττό όφελος: κανονικοποιεί τη δυσανεξία για το διαφορετικό, το νομιμοποιεί, οπότε οι πολίτες απολαμβάνουν μιαν ιδιότυπη «ασυλία» σε επίπεδο συνείδησης — επιτρέποντας παράλληλα στους κυβερνώντες να ετοιμάσουν ένα νέο, ολότελα καινούριο δείγμα ολοκληρωτισμού: τον «αριστερό μετα-νεωτεριστικό ολοκληρωτισμό», παράλογο και πολύ-πολύ αληθινό όσο και η πραγματικότητα.
Σε αυτή την πρωταρχική σκηνή, ο προοδευτικός χώρος κάθεται πίσω από την αυλαία, αναζητώντας επίμονα κάποιον αρκετά ψηλό για να μπορέσει να φτάσει το κομμένο σκοινί και να κατεβάσει το έργο «Τσίπρας».
Εύχομαι μόνο να μην καταντήσει σαν τον Μπερανζέ, που, αναφωνώντας στο τέλος του Ρινόκερου, «Δεν συνθηκολογώ!», ουσιαστικά καταφάσκει στην ανάγκη του για το αντίθετο, όντας ο ίδιος μια κωμικοτραγική φιγούρα, σύμβολο της αποξένωσης και της μοναξιάς με υπαρξιακούς, πια, όρους.