Ίσες ευκαιρίες
Το πώς ένα ανεπτυγμένο, πολιτισμένο κράτος δικαίου του 21ου αιώνα προωθεί τις ίσες ευκαιρίες και την κοινωνική δικαιοσύνη είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα στο οποίο εμπλέκονται ζητήματα ηθικής, φιλοσοφίας, ιδεολογίας, κουλτούρας, οικονομίας και τεχνολογίας – για να μην αναφερθούμε, φυσικά, σε συμβολισμούς, ταυτότητες και παιχνίδια εξουσίας. Οι ίδιες οι έννοιες της ισότητας και της δικαιοσύνης συχνά συγχέονται – και είναι δυνατόν να ερμηνευτούν με διαφορετικούς και αντικρουόμενους τρόπους.
Στο ένα άκρο είναι η «τυφλή» αντιμετώπιση όλων των πολιτών με το ίδιο «μέτρο» ανεξαρτήτως συνθηκών. Σε αυτό το μοντέλο βασίστηκε (θεωρητικά έστω) η νεωτερική αξιοκρατία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Κλασικό παράδειγμα στην εγχώρια σφαίρα είναι οι πανελλήνιες εξετάσεις, οι οποίες για πολλά χρόνια δεν έκαναν απολύτως καμία διάκριση, εξαίρεση ή πρόβλεψη για κανέναν. Τα γραπτά ήταν ανώνυμα, οι βαθμοί του σχολείου δεν επηρέαζαν το τελικό αποτέλεσμα και η, για οποιονδήποτε λόγο, αποτυχία παρουσίας και συμμετοχής την ώρα και ημέρα των εξετάσεων σήμαινε αυτόματο αποκλεισμό από την ανώτατη εκπαίδευση. Βασικό μειονέκτημα του μοντέλου αυτού είναι ότι καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την ανέλιξη σε όσους έχουν οποιασδήποτε μορφής αναπηρία, μια ειδική ανάγκη (ή και διαφορετικότητα) για την οποία δεν φέρουν την ευθύνη. Πρόκειται δηλαδή για μία νοητή και πρακτική συνέχεια του «νόμου της φύσης» βασισμένη σε μία φιλοσοφία ανταγωνισμού για περιορισμένους πόρους στην οποία η άριστη σωματική διάπλαση, η απόλυτη πνευματική διαύγεια και το μέγιστο παραγώμενο προϊόν είναι τα ιδανικά της κοινότητας.
Το άλλο άκρο είναι η προσπάθεια υποστήριξης ή απο-ζημίωσης ατόμων με ειδικές ανάγκες ή άλλες συνθήκες ώστε να μηδενιστεί το άθελο «μειονέκτημά» τους (και κατ’ επέκταση το προνόμιο των υπολοίπων), με σκοπό να ξεκινούν όλοι από αντίστοιχη γραμμή έναρξης. Στην περίπτωση αυτή το ιδανικό είναι αφενός μεν η αλληλεγγύη και η εξουδετέρωση ανισοτήτων, αφετέρου δε η ίδια η διαδικασία της προσπάθειας. Το μοντέλο αυτό αναγνωρίζει ότι η ανθρωπότητα έχει προχωρήσει και ότι ο νόμος της ζούγκλας δεν είναι το μόνο (ή το κύριο) μέτρο κοινωνικής οργάνωσης. Ότι δηλαδή η ζωή και η συνύπαρξη δεν είναι πάντα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (zero sum game) και ότι η αλληλεγγύη και η συνεργασία δεν είναι μόνο ηθικά, αλλά και λειτουργικά αναγκαίες. Βασικό μειονέκτημα του μοντέλου αυτού είναι ότι υπάρχουν αμέτρητες (κυριολεκτικά άπειρες εκδοχές και συνδυασμοί) παθήσεων, αναπηριών, ασθενειών, τραυμάτων του σώματος και του πνεύματος, αρνητικών εμπειριών και δυσκολιών που –χωρίς δική μας ευθύνη– επηρεάζουν και περιορίζουν τις ικανότητες και δυνατότητές μας, την ελευθερία επιλογής, το φάσμα των ονείρων που μας επιτρέπει η ζωή. Οι περισσότερες απο αυτές τις συνθήκες δεν είναι ορατές. Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατο το σύστημα να φτάσει ποτέ σε μία συνθήκη όπου θα πιστοποιεί με ακρίβεια τις ανάγκες, τα ελαττώματα και τις αναπηρίες που κουβαλά ο καθένας –γενετικές και επίκτητες– και με μία «μαγική» φόρμουλα, και με αντίστοιχη ρύθμιση των προνομίων και των ευκαιριών του, να μπορέσει να τις εξουδετερώσει.
Στα βρετανικά πανεπιστήμια υπάρχει εδώ και χρόνια μια προσπάθεια αναγνώρισης και πιστοποίησης μαθησιακών αναγκών ή δυσκολιών (όπως η δυσλεξία) και άλλων «ειδικών συνθηκών» (όπως η απώλεια ενός συγγενικού προσώπου ή ένα πρόβλημα υγείας) ή «ζητημάτων πνευματικής υγείας» (όπως η κατάθλιψη, το άγχος κ.ά.). Για παράδειγμα, σε ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο ο κάθε φοιτητής μπορεί να καταθέσει σχετικά έγγραφα ή αποδεικτικά (σε κάποιες περιπτώσεις αρκεί κάποιο τεστ ή μια συζήτηση με σύμβουλο, σε άλλες μία δική του περιγραφή της κατάστασης μέσω μιας απλής επιστολής). Μία υποεπιτροπή του συμβουλίου καθηγητών εξετάζει τα στοιχεία και την περίοδο την οποία αφορούν και δίνει έναν βαθμό (0, 1, 2) ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των ειδικών συνθηκών ώστε ο φοιτητής να λάβει ειδική μεταχείριση (π.χ., παράταση σε προθεσμίες, επαναληπτικές εξετάσεις, εναλλακτικές μορφές εξέτασης, έξτρα χρόνος, έξτρα όριο λέξεων, ανοχή σε συντακτικά ή ορθογραφικά λάθη κλπ.). Το πλεονέκτημα του συστήματος αυτού είναι ότι αναγνωρίζει ότι κάποιοι άνθρωποι –στη συγκεκριμένη περίπτωση φοιτητές– συμμετέχουν σε ένα ανταγωνιστικό σύστημα ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν πρόσθετα εμπόδια. Η γκάμα των συνθηκών που αναγνωρίζονται από το σύστημα, ο τρόπος με τον οποίο πιστοποιούνται, και τα αντίμετρα με τα οποία αποζημιώνονται τα άτομα, όλο δηλαδή αυτό το σύστημα «ανταπόδοσης», είναι, ομολογουμένως, ελλιπές, απλουστευτικό και ανοιχτό σε εκμετάλλευση. Είναι επίσης αλήθεια ότι ολοένα και περισσότεροι φοιτητές εκμεταλλεύονται τις διατάξεις αυτών των κανονισμών για να διεκδικήσουν προνομιακή μεταχείριση, ενώ άλλοι που μπορεί να έχουν γεννηθεί με (ή αντιμετωπίσει στη συνέχεια) πολύ πιο ακραίες ή παρεμποδιστικές συνθήκες να μην μπορούν να ωφεληθούν. Ωστόσο, το σύστημα αυτό έχει δώσει τη δυνατότητα σε τίμιους, ευσυνείδητους και εξαιρετικά ταλαντούχους φοιτητές –οι οποίοι υπό διαφορετικές συνθήκες θα είχαν αποτύχει– να ενταχθούν στην κοινότητα, να συμμετάσχουν, να αναπτυχθούν, να συνεισφέρουν στην κοινωνία, να πετύχουν και, πολλές φορές, να ξεπεράσουν σε ακαδημαϊκή και επαγγελματική επιτυχία άλλους φοιτητές, οι οποίοι χωρίς ακραίες δυσκολίες ή ιδιαίτερη προσπάθεια, έχοντας την τύχη «καλών» γονιδίων ή τους πόρους και την υποστήριξη ενός ισχυρού οικογενειακού δικτύου, χρησιμοποίησαν τα τρία χρόνια στο πανεπιστήμιο για να περάσουν καλά.
Μία τέτοια συζήτηση –για το πώς μία κοινωνία μπορεί να οργανωθεί ώστε να προωθήσει ίσες ευκαιρίες και κοινωνική δικαιοσύνη, ελαχιστοποιώντας τα περιθώρια άδικης εκμετάλλευσης του συστήματος– θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη στην Ελλάδα. Μέχρι τότε, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός θα κακοποιεί την εξουσία που του δίνει η κυβερνητική του θέση για να επιτίθεται σε ανθρώπους που έχουν κοπιάσει και πετύχει όσο ο ίδιος δεν μπορεί να φανταστεί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα προσπαθούμε να περπατήσουμε σε πεζοδρόμια που δεν είναι κατάλληλα όχι για άτομα με ειδικές ανάγκες, αλλά ούτε για επαγγελματίες ορειβάτες.