Ισορροπίες και διάσπαση

P
Μιχάλης Μούτσελος

Ισορροπίες και διάσπαση

Λίγες ώρες πριν τις ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, η προεκλογική εκστρατεία ήταν σαν να μην έγινε ποτέ. Με εξαίρεση μικρές αυξομειώσεις για το ακροδεξιό AfD (μικρή πτώση) και το φιλελεύθερο δεξιού FDP (μικρή άνοδος), τα ποσοστά των υπόλοιπων κομμάτων που προβλέπεται να μπουν στο κοινοβούλιο είναι, σύμφωνα με τις εθνικές δημοσκοπήσεις, περίπου τα ίδια με ένα χρόνο πριν.

Κατά μία έννοια, αυτή η εξέλιξη δικαιώνει τη στρατηγική της καγκελαρίου Μέρκελ να μη σηκώνει το γάντι, δηλαδή σχεδόν να αγνοεί, τον Μάρτιν Σουλτς, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, όταν ο τελευταίος αναφερόταν σε υπαρκτά προβλήματα της χώρας, όπως στις αυξανόμενες ανισότητες και στην ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις. Οι Γερμανοί δηλώνουν κατά πλειοψηφία ευχαριστημένοι με την κατάσταση της καθημερινότητάς τους και είναι έτοιμοι να επιβραβεύσουν το status quo και την Καγκελάριο.

Κατά μία άλλη έννοια, η αδιαφορία του πολιτικού κέντρου μάλλον ευνόησε τα μη κυβερνητικά κόμματα της Δεξιάς, τα οποία ξιφούλκησαν κατά της καγκελαρίου —σε κάποιες περιπτώσεις με φωνές και σφυρίγματα στις προεκλογικές τις συγκεντρώσεις— πιο αποτελεσματικά από ό,τι τα κόμματα της Αριστεράς. Η Μέρκελ δεν έκανε πίσω στο θέμα των προσφύγων ούτε στην προεκλογική εκστρατεία, αποδεχόμενη ότι η Γερμανία θα ακολουθήσει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή τάση να αποσχίζεται η λαϊκιστική και εθνικιστική Δεξιά από την Κεντροδεξιά. Η Μέρκελ δεν αποδέχτηκε ούτε το υποχρεωτικό πλαφόν στις αιτήσεις ασύλου, το οποίο είχε προωθήσει ο αρχηγός των Χριστιανοκοινωνιστών, Ζέεχοφερ, ενιχύοντας το προφίλ της σε κεντρώους ψηφοφόρους. Όλο και περισσότερο, οι υποστηρικτές της λένε: «Σε έναν κόσμο που επικρατούν όλο και περισσότερο οι Τραμπ, Πούτιν, Ερντογάν, η Μέρκελ προσφέρει μια όαση ηρεμίας, πραγματισμού και υπευθυνότητας».

Ο Μάρτιν Σουλτς είδε το κόμμα του να κερδίζει και να χάνει περίπου δέκα μονάδες σε διάστημα μερικών μηνών. Ο πύχης πλέον είναι να ξεπεράσει, ή τουλάχιστον να παραμείνει, στα ποσοστά των σοσιαλδημοκρατών στις δύο προηγούμενες εκλογές, ώστε να δικαιολογήσει την παραμονή του στην ηγεσία του κόμματος την επόμενη μέρα. Το SPD θα μείνει, ως φαίνεται, στα ιστορικά χαμηλά του 25% περίπου.

Γιατί απέτυχε ο Μάρτιν Σούλτς να διατηρήσει την αρχική ορμή της υποψηφιότητάς του; Ο επικεφαλής του SPD έκανε μία δυναμική εκστρατεία, με πρόγραμμα που προσέφερε λύσεις σε κάποια δομικά πρόβληματα της γερμανικής κοινωνίας, όπως το δημογραφικό ή η πολύ άνιση συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας σε σχέση με άλλες ευρωπαικές χώρες. Δεν θα ήταν σωστό να ξεγράψει κανείς τον Μάρτιν Σουλτς: την επόμενη μέρα η δυναμική εκστρατεία μπορεί να φέρει πίσω στο SPD μέλη και ψηφοφόρους. Στο τώρα όμως, ο Σουλτς δεν έπεισε αρκετά τους ψηφοφόρους να αλλάξουν το κόμμα της πρώτης προτίμησής τους. Για τους εξ αριστερών του, ταυτιζόταν όσο περνούσε ο καιρός με το κόμμα του Σρέντερ που δρομολόγησε τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και έχει συγκυβερνήσει με την Κεντροδεξιά. Για τους εκ δεξιών του, φαίνεται ότι το θέμα που μπόρεσε να δρομολογήσει ανακατατάξεις ήταν το προσφυγικό — και σε αυτό SPD και Χριστιανοκοινωνιστές έχουν σχεδόν ίδιες θέσεις. Κατά τα άλλα, δεν επιδίωξε να δημιουργήσει μια κεντρώα συμμαχία υπέρ της ανανέωσης, όπως ο Μακρόν, αλλά έμεινε πιστός σε πιο παραδοσιακές θέσεις του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Αν το SPD συνεχίσει να συμμετέχει σε έναν μεγάλο συνασπισμό, ίσως μπορέσει να κάνει πολλές θέσεις του πραγματικότητα, όπως έγινε με την ψήφιση του κατώτατου μισθού επί καγκελαρίας Μέρκελ το 2015. Όμως στο SPD συζητούν την ανάγκη να μείνουν στην αντιπολίτευση, για να έχει νόημα μια τιμωρητική ψήφος στους Χριστιανοδημοκράτες στις επόμενες εκλογές.

Ο πολιτικός κύκλος στη Γερμανία εμφανίζει σημάδια στασιμότητας, μιας περιόδου «παχιών αγελάδων». Ωστόσο, η είσοδος ενός κόμματος δεξιότερα των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών στο κοινοβούλιο, η αύξηση των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε 6 για πρώτη φορά από το 1953 (!), η πιθανότητα να χρειαστούν τρία κόμματα για να σχηματιστεί πλειοψηφία και η διαφαινόμενη μεγάλη αποχή, όλα αυτά δείχνουν ότι και η γερμανική πολιτική ζωή δείχνει σημάδια κάποιας διάσπασης.