Το ιστιοφόρο πίσω από τον τοίχο
Giorgio de Chirico (Βόλος 1888 - Ρώμη 1978), Το αίνιγμα της άφιξης και του δειλινού, 1911. Λάδι σε καμβά, 70 × 86,5 εκατ. Ιδιωτική συλλογή.
Τι συνδέει μια ομάδα νεαρών μαθηματικών από το Κέμπριτζ, που κλήθηκαν το 1940 στο Bletchley Park για να σπάσουν τον κρυπτογραφικό κώδικα των Γερμανών και να κερδηθεί η μάχη των υποβρυχίων στον Ατλαντικό (έγινε και ταινία το 2001), η νουβέλα του νομπελίστα V.S. Naipaul, που με την αυτοβιογραφική διάθεση του ενσωματωμένου στη χώρα των κατακτητών του μετανάστη περιγράφει τι σημαίνει για έναν Ινδό να ζει και να γράφει στις αγροτικές περιοχές του Wiltshire, ένα κομμάτι για ορχήστρα του Elgar, και ο επινοητής της «Μεταφυσικής Ζωγραφικής» Giorgio de Chirico; Πάντως δεν είναι το ΟΧΙ, ή όπως αλλιώς διατυπώθηκε η κήρυξη του πολέμου που τιμούμε κάθε χρόνο. Είναι η λέξη «Aίνιγμα», ή «Enigma», για εκείνους που δεν μπόρεσαν να λύσουν τον γρίφο με τις αναφορές σε όλους τους παραπάνω.
Τα έργα του de Chirico της πρώτης και πιο ενδιαφέρουσας από τις περιόδους του, με τα οποία η pittura metafisica εκκινεί σχεδόν ταυτόχρονα με τον ιταλικό Φουτουρισμό, είναι εκείνα με την προγραμματική αναφορά στο Αίνιγμα, ενταγμένη απολύτως στα χνάρια της Μοντερνικότητας, και το νέο αυτό μονοπάτι που χαράσσει δεν εντοπίζεται πουθενά αλλού, παρά στον ομφαλό της γης: το μαντείο των Δελφών. Καλεί πάντως εμάς τους αθώους να λύσουμε τα αινίγματα που αποτυπώνει στους πίνακές του, τους γρίφους τού Τίνος ή του Ούτινος (μήπως του Τίποτα, που θα ήταν και το θεαματικότερο;), ή ίσως να ανατρέψουμε μαζί του τις παραδοσιακές μεθόδους των ιστορικών Τέχνης και των γνωστών κανόνων της ερμηνείας. Σχεδόν αδύνατον να λύνεις γρίφους αβοήθητος· πολλοί είναι πάντως εκείνοι που δεν απέφυγαν δειλά-δειλά το παιχνίδι της επίλυσης, πάντα με τελετουργικό μεγαλείο, ίσως και με κάποια νευρικότητα — τι πιο γοητευτικό από το να έρχεσαι αντιμέτωπος με συνθέσεις αντιληπτών μεν πλην ακατάληπτων συσχετισμών και να έρχεσαι πάλι εσύ να τις αποκωδικοποιείς;
Μα ο de Chirico είναι αυτός.
Οι επιρροές που άσκησαν οι αφιλόξενες, κενές από ζωντανές φιγούρες πλατείες του, οι piazze d’Italia, ο συνδυασμός παράταιρων στοιχείων και ιδίως οι σκληρές σκιές που ρίχνουν τα καθόλου κτίσματα, αφορούν όχι λιγότερο τον φωτογράφο Eugène Atget, από τον Hitchcock και τον Buñuel, και τους επιγόνους τους.
Για τον de Chirico λέγεται πως ήταν ο ίδιος ένα αίνιγμα, και φυσικά κατεργάστηκε εντατικά τον προσωπικό του μύθο, στήνοντας έγκαιρα ένα μνημείο στον εαυτό του. Στην πρώιμη αυτοπροσωπογραφία του 1911, γράφει στην επιφάνεια της ξύλινης κορνίζας: «Et quid amabo nisi quid aenigma est?» («Και τι άλλο να αγαπήσω, αν όχι αυτό που είναι το αίνιγμα;»). Στο παραμικρό αδιέξοδο, όταν ένιωθε πάνω του βαριά την απουσία της έντασης που του είχε προσφέρει η παρισινή Avantgarde, όπου το άστρο του έλαμψε για πρώτη φορά, ζωντάνευε μέσα του ο κόσμος του Μύθου και της Αρχαιότητας, έχοντας συνειδητοποιήσει ταυτόχρονα πόσο ξένοι, κυρίως πόσο ξεπερασμένοι είχαν γίνει.
Έχει πια εκτιμηθεί δεόντως το γεγονός ότι οι μνήμες του de Chirico πρωτογεννήθηκαν στον Βόλο. Ποτέ του δεν ξέχασε ότι ήρθε τον κόσμο στην περιφέρεια του μοντέρνου κόσμου, σε μια μικρή θεσσαλική πόλη με λιμάνι (βασικό αυτό), ανάμεσα στην ελληνική και την οθωμανική επικράτεια. Για εκείνον όμως, κάθε άλλο παρά περιφέρεια ήταν: ήταν το κέντρο του κόσμου των ηρώων και των γιγάντων, ενός κόσμου που τον χαρακτήριζαν διαφορετικές παραδόσεις και προοπτικές από τον μοντέρνο. Οι γονείς —ο πατέρας Evaristo είχε την οικονομική διαχείριση των σιδηροδρόμων του Βόλου και του Πηλίου, και η μητέρα, αριστοκράτισσα από τη Γένουα— ήταν παλαιών αρχών, αυστηροί και σεμνότυφοι, και το να δώσουν στους δυο γιους τους, τον Giorgio και τον Andrea, κλασική παιδεία, ήταν το αυτονόητο υπαρξιακό εφόδιο. O Έκτορας, ο Ορέστης, οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης, που ακολούθησαν τους Αργοναύτες (από τον Βόλο) σε αναζήτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος, ήταν όπως και τα δύο αδέλφια, σε διαρκή αναζήτηση του χρυσού Κάτι και του Τίποτα.
Ήδη στα παιδικά του χρόνια στην Ελλάδα ο de Chirico θα πρέπει να συνειδητοποίησε το βαθύ ρήγμα που διαπερνά τον κόσμο και που ποτέ δεν κουράστηκε να αναδεικνύει στη δική του pittura metafisica. Γιατί η πραγματικότητα είχε δύο ασυμβίβαστα πρόσωπα: το ένα, της Αρχαιότητας, που με τα ολοζώντανα, διάσπαρτα ερείπια, και όσους ναούς ακόμη έστεκαν όρθιοι, ήταν παρόν και ολοζώντανο μέσα στη ζωή του· το άλλο, η μοντέρνα κατάσταση των βιομηχανικών πόλεων, ακόμη και της ταπεινής Αθήνας, όπου σπούδασε αρχικά ζωγραφική (με καθηγητές τούς Ροϊλό, Βολονάκη και Ιακωβίδη: ναι, αυτούς τους ταπεινούς, και με συμφοιτητή τον Μπουζιάνη!), με τους πάσης φύσεως θορύβους, τη σκόνη, τα τρένα (κυρίως τα τρένα πάνω στις γέφυρες), τα εργοστάσια και τα μαγαζιά μέσα στις στοές (στις στοές του που δεν έχουν πόρτες εισόδου). Ασύνδετοι κόσμοι, όσο και υπαρκτοί.
Πού θα ήταν όμως το δικό του σπίτι; Σε ποιον από τους δύο κόσμους θα κατοικούσε;
Το ρήγμα που τον δίχασε φαίνεται πως θα ήταν το άλυτο αίνιγμα που θα τον συνοδεύει με ερμητική μελαγχολία στην πιο ενδιαφέρουσα διαδρομή του, εντός του ψαχνού της Avantgarde. Νά τα γύψινα κεφάλια του Απόλλωνα με το λαστιχένιο γάντι, νά τα ακέφαλα αγάλματα, νά οι Ανησυχαστικές Μούσες, νά ο Άσωτος Υιός, να τα manichini, όλα εισαχθέντα για την πρόοδο του μεταφυσικού κόσμου των εικόνων. «Nulla sine tragoedia Gloria». Θα αναγνωρίζονται στο εξής ως τα «φυσιολογικά» ανεκτά περιβάλλοντα του μοντέρνου ανθρώπου, μέσα από τα οποία θα αντλεί τη μυστηριώδη δύναμη που μας υπόσχεται.
Nαι, υπήρξε ενθουσιώδης αναγνώστης του Schopenhauer, του Weiniger, του Nietzsche, εκτίμησε τη ζωγραφική του Arnold Böcklin και του Max Klinger, καταβυθίστηκε στα έργα των Γερμανών Ρομαντικών και Οραματιστών, δεν τέθηκε όμως ποτέ σε αμφιβολία το γεγονός ότι είχε μεγαλώσει στο κέντρο του ομηρικού σύμπαντος, εκεί όπου γεννήθηκαν η Τέχνη, το Έπος, η Τραγωδία, η Φιλοσοφία. Η αντίληψη ότι ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως αίνιγμα, και η προσπάθεια να αναπαρασταθεί ζωγραφικά το βάθος που εμπεριέχει, η λύση του οποίου (αν υπάρχει) παραμένει κρυφή, ήταν η εργώδης επιδίωξη του de Chirico από το 1909 ώς το 1919, στα καλύτερά του χρόνια. Με την πρώιμη αυτοπροσωπογραφία με τη λατινική επιγραφή και τη χαρακτηριστική πόζα-μίμηση, προδίδει την ταύτιση με τη διάσημη φωτογραφία σε προφίλ του Νίτσε με τα παχιά μουστάκια διαλογιζόμενου με τον εαυτό του. Είχε αναγνωρίσει στον δύσθυμο Γερμανό φιλόσοφο την αδελφή ψυχή που δύσκολα του παραβγαίνει κανείς σε αφοριστικό, γεμάτο αινίγματα λόγο, σαν τους χρησμούς των μαντείων και της Σφίγγας στον Οιδίποδα.
Η νουβέλα του Naipaul, πολλά χρόνια αργότερα, θα τοποθετούσε την ονειρική ιστορία του σε μια πόλη μεσογειακής αίσθησης, μισή αρχαία, μισή μοντέρνα, και θα περιέγραφε κάποιον που φτάνει από θαλάσσης σε ένα θλιβερό λιμάνι, όπου ο θόρυβος και η ακαταστασία της πόλης θα κινδυνεύει να τον καταβροχθίσουν. Σαν υπνωτισμένος και αδύναμος να αντιδράσει, βλέπει να γεννιόνται μέσα του αισθήματα πανικού και ματαίωσης, να τυραννιέται από την Angst του θανάτου. Στον πίνακα βρήκε ενδιαφέρουσα τη σκηνή με την έρημη αποβάθρα, το κατάρτι του αρχαίου ιστιοφόρου πίσω από τοίχους και στοές (σαν από χαρτοκοπτική), θα προσπερνούσε τις δύο κουκουλωμένες μορφές, η μία ίσως να ήταν αυτή που είχε φτάσει, η άλλη ίσως μια ντόπια, του λιμανιού (ίσως όμως η σκιά της πρώτης). Η σκηνή της απελπισίας και του μυστηρίου θα έδινε αφορμή στον Ινδό συγγραφέα να περιγράψει κάποιον που για άγνωστους λόγους φτάνει κάπου και που σιγά-σιγά θα έβλεπε ότι δεν πάει πουθενά, και ότι είναι χαμένος. Σαν υπνοβάτης θα γύριζε πίσω στην πλατεία, στον τοίχο, στην προκυμαία, για να σωθεί, μόνο που το κατάρτι του ιστιοφόρου δεν θα ήταν πια εκεί. Ο ταξιδιώτης θα έφτανε στο τέλος της ζωής του.
Πολύ καλά διάβασε ο Naipaul τη σαφήνεια και την κοφτερή σαν λεπίδι σκηνογραφία του Βολιώτη, που λες και την είχε ξεσηκώσει από φυλλάδια με κατασκευαστικά σχέδια ακριβείας φτιαγμένη από μηχανικούς.