Ιστορία δύο πάρκων

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Ιστορία δύο πάρκων

Πριν από λίγες μέρες κατάφερα επιτέλους να επισκεφτώ το High Line της Νέας Υόρκης. Σχεδιασμένο πάνω σε μία εγκαταλελειμμένη υπερυψωμένη γραμμή τρένου που διασχίζει το νοτιοδυτικό Μανχάταν, το High Line αποτελεί μία εξαιρετική αλλά και μία τυπική περίπτωση δημόσιου χώρου.

Εξαιρετική λόγω της δομής του: ένα γραμμικό πάρκο μήκους δύομισι χιλιομέτρων που σε κάνει να νιώθεις λίγο σαν υπερήρωας σε κόμικς της Marvel. Σου δίνει τη δυνατότητα να ελίσσεσαι ανάμεσα στα ψηλά βιομηχανικά κτίρια του Meatpacking District και του Chelsea, πάνω από τα αυτοκίνητα, δίπλα στα παράθυρα σπιτιών και γραφείων, ακολουθώντας τα χνάρια των παλιών γραμμών του τρένου, μέσα σε μία όαση από δέντρα, φυτά και έργα τέχνης. Τα παγκάκια αποτελούν επέκταση των σανίδων του πατώματος, δημιουργώντας δυναμικές προοπτικές. Όπως περπατάς και αλλάζει γύρω σου το αστικό τοπίο, έτσι αλλάζει και η μορφή του ίδιου του πάρκου. Μία πραγματικά μοναδική εμπειρία.

Το High Line είναι ταυτόχρονα και μία τυπική περίπτωση δημόσιου χώρου, γιατί συμβολίζει μία νέα χρυσή εποχή για τη Νέα Υόρκη. Το πιο καθοριστικό στοιχείο μιας πόλης —αυτό που της δίνει τον χαρακτήρα της και σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την εύρυθμη λειτουργία της και την ευτυχία των κατοίκων της— είναι οι δημόσιοι χώροι. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά ειδικά τα τελευταία 13 χρόνια, μετά το σοκ και την καταστροφή της 11ης Σεπτεμβρίου, η Νέα Υόρκη βιώνει μία πραγματική επανάσταση στους δημόσιους χώρους της: τεράστιες εκτάσεις μολυσμένων ακτών, εγκαταλελειμμένων εργοστασιακών μονάδων και φρακαρισμένων δρόμων έχουν μετατραπεί σε παραλιακούς πεζόδρομους, κήπους και πάρκα.

Η πορεία μιας ολόκληρης πόλης —πολύ δε περισσότερο της Νέας Υόρκης— είναι ασφαλώς αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ωστόσο, εάν υπάρχει ένας άνθρωπος που με το δικό του όραμα, το πείσμα και τις πράξεις του συνετέλεσε στο να επιβιώσει και να ανθήσει ο δημόσιος χώρος της Νέας Υόρκης αυτός είναι η Amanda Burden (η ομιλία της στο TED —διαθέσιμη και με ελληνικούς υπότιτλους— είναι μία συναρπαστική, επιμορφωτική και ελπιδοφόρα εμπειρία). Έχοντας πείρα δεκαετιών στον αστικό σχεδιασμό, η Burden ανέλαβε το 2002 τη διεύθυνση της σχετικής υπηρεσίας του δήμου της Νέας Υόρκης και για τα επόμενα 11 χρόνια πέρασε ατέλειωτες ώρες περπατώντας σε κάθε γωνιά της πόλης, συζητώντας με τους πάντες και εφαρμόζοντας ένα επαναστατικό πρόγραμμα αστικής ανάπτυξης που απορροφά ένα επιπλέον εκατομμύριο κατοίκων χωρίς να αυξήσει την κίνηση των αυτοκινήτων.

Το High Line ήταν το προσωπικό στοίχημα της Amanda Burden. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις που κάθε φορά κρατούσαν μήνες, έσωσε την παλιά σιδηροδρομική γραμμή από βέβαιη κατεδάφιση. Αντιστεκόμενη στις ασφυκτικές πιέσεις κτηματομεσιτών και ιδιωτικών συμφερόντων που ήθελαν να μετατρέψουν τον χώρο αυτό σε ένα ακόμα εμπορικό κέντρο, δημιούργησε ένα ανοιχτό δημόσιο πάρκο (τα δύο πρώτα τμήματα παραδόθηκαν το 2009 και το 2011, το τρίτο και τελευταίο ολοκληρώνεται προσεχώς), στο οποίο καταφθάνουν πέντε εκατομμύρια επισκέπτες απ’ όλο τον κόσμο κάθε χρόνο.

Το παράδειγμα της Amanda Burden και του High Line είναι σημαντικό για τον αστικό χώρο παγκοσμίως, αλλά και χρήσιμο όταν συγκρίνεται με την εξέλιξη ενός άλλου προτεινόμενου γραμμικού πάρκου σε μία άλλη πόλη — την Garden Bridge στο Λονδίνο. Η γέφυρα αυτή, εφόσον πραγματοποιηθεί, θα αποτελεί ουσιαστικά έναν εναέριο αγγλικό κήπο πάνω από τον Τάμεση στο κέντρο της πόλης. Παρά τις διαφορές των δύο περιπτώσεων, και ασχέτως του εάν τελικά η γέφυρα θα χτιστεί δεδομένων των αντιδράσεων, η Garden Bridge συμβολίζει και συνοψίζει τις παθογένειες της πολιτικής κουλτούρας και της αστικής ανάπτυξης στη Βρετανία.

Παρά την τολμηρή ιδέα και την εντυπωσιακή μακέτα, η αλήθεια είναι ότι η πρόταση για τη νέα γέφυρα έχει πολλά προβλήματα. Η Garden Bridge τοποθετείται σε μία περιοχή με άλλες εννέα γέφυρες που ενώνουν ήδη τις δύο όχθες του Τάμεση, τη στιγμή που στο ανατολικό Λονδίνο οι επιλογές που έχεις για να περάσεις απέναντι είναι ελάχιστες και χρονοβόρες. Σε αντίθεση με το High Line, που αποτελεί εξαιρετική περίπτωση προσαρμοσμένης επανάχρησης (adaptive reuse) υποδομών σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, η Garden Bridge δεν συντηρεί κάτι, ούτε θα ενταχθεί εύκολα στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης. Το βασικότερο όμως είναι ότι, παρά τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα, η γέφυρα θα είναι ουσιαστικά ένας ιδιωτικός χώρος — με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Σε αντίθεση με τους πολύ λογικούς, σχεδόν χαλαρούς, κανόνες του High Line, οι ιδιοκτήτες της Garden Bridge πρόσφατα ανακοίνωσαν μία σειρά από εξαιρετικά περιοριστικούς (και σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν γελοίους) όρους χρήσης που προσπαθούν να ελέγξουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και συμπεριφορά. Στη νέα γέφυρα θα απαγορεύεται κάθε μορφή γυμναστικής εκτός από το τρέξιμο. Θα απαγορεύεται να παίζεις μουσικά όργανα. Να αφήνεις μπαλόνια και να πετάς χαρταετό. Να συμμετέχεις σε συγκεντρώσεις οποιουδήποτε είδους (ομάδες άνω των 8 ατόμων θα πρέπει να κάνουν αίτηση για να τους επιτραπεί η είσοδος). Να απευθύνεσαι στο πλήθος με δημόσιες ομιλίες. Ένα εκτεταμένο σύστημα από κάμερες κλειστού κυκλώματος θα επιβλέπει τη συμπεριφορά των επισκεπτών, ενώ ιδιωτικοί φύλακες-ξεναγοί θα μπορούν να τους κόβουν κλήσεις, να κρατούν τα προσωπικά στοιχεία τους και, εφόσον χρειαστεί, να κατάσχουν προσωπικά τους αντικείμενα. Ένα ψηφιακό σύστημα παρακολούθησης θα συγκεντρώνει το σήμα από τα κινητά των επισκεπτών.

Η Garden Bridge έχει σχεδιαστεί από τον Thomas Heatherwick — έναν από τους πιο ταλαντούχους και επιτυχημένους designers της Βρετανίας. Μετά από πρωτοβουλία του δημάρχου Boris Johnson, και μετά από δεκαετίες ροπής προς την ασχήμια και τον στείρο λειτουργισμό, o Heatherwick αποκατέστησε τη χαμένη ομορφιά των κόκκινων διώροφων λεωφορείων (routemaster) του Λονδίνου δημιουργώντας ένα διαμαντάκι που κυκλοφορεί και πάλι στους δρόμους της πόλης. Ο Heatherwick είναι ένας οραματιστής με καλές προθέσεις: προτρέπει τους Βρετανούς να πειραματιστούν, να εμπλακούν, να γίνουν (συμ)μέτοχοι της αλλαγής, να σκεφτούν σε μεγάλη κλίμακα, να ανακτήσουν την αυτοπεποίθησή τους και να προβάλλουν μία δυναμική εικόνα. Το μέλλον του Λονδίνου, πιστεύει (και έχει δίκιο), δεν είναι οι κόκκινοι τηλεφωνικοί θάλαμοι και οι πετσέτες του τσαγιού, αλλά μεγάλα έργα υποδομής που θα επιτρέψουν σε περισσότερους ανθρώπους να μετακινηθούν, να ταξιδέψουν, να γίνουν πολίτες του κόσμου.

Δυστυχώς, το όραμα του Heatherwick φαίνεται να καταπνίγεται από ένα ασφυκτικό, βυζαντινό ρυθμιστικό πλαίσιο που σκοτώνει την αλλαγή. Από μία βαθιά αντιδραστική λογική τοπικισμού που, έχοντας ως καθοδηγητή την προσκόλληση στο παρελθόν και ως υπέρτατο κριτήριο το κόστος, αποτρέπει τον πειραματισμό και τις δομικές αλλαγές. Από μία κοινωνία που αρνείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς από τη ρίζα του. Και, κυρίως, από ένα πολιτικό σύστημα που προτιμά να παραδίδει τον δημόσιο χώρο και τα νέα τοπόσημα της πόλης σε ιδιωτικές εταιρείες (να θυμίσουμε ότι ο «Θόλος της Χιλιετίας» πέρασε στην εταιρεία τηλεπικοινωνιών O2, το «Μάτι του Λονδίνου» κατασκευάστηκε έπειτα από πρωτοβουλία της British Airways και πλέον χρηματοδοτείται από την Coca Cola, ενώ το τελεφερίκ στο ανατολικό Λονδίνο χρηματοδοτήθηκε και φέρει το όνομα της αεροπορικής εταιρείας Emirates).

Η Garden Bridge, όπως τείνει να πραγματοποιηθεί, παραβιάζει κάθε προτροπή της Amanda Burden. Η Burden τονίζει ότι το design δεν είναι μόνο η εμφάνιση — «είναι το πώς το σώμα σου νιώθει σ’ εκείνο το κάθισμα σ’ εκείνο το σημείο του δημόσιου χώρου». Η βασική της αρχή είναι ότι, για να μετατρέψεις ένα χώρο σε πάρκο στο οποίο να θέλουν οι άνθρωποι να πηγαίνουν και να συνευρίσκονται, δεν πρέπει να σκέφτεσαι σαν designer, αλλά σαν άνθρωπος.

Η μεγαλύτερη τιμή για ένα σχεδιαστή είναι να αγκαλιάζουν οι χρήστες τον χώρο και να τον οικειοποιούνται — να απελευθερώνονται και να αναπτύσσουν τη φωνή τους. Η γκρίνια στην Βρετανία για την Garden Bridge έχει επικεντρωθεί —κακώς, και για μία ακόμα φορά— στο κόστος που θα επωμιστεί ο φορολογούμενος. Το πραγματικό πρόβλημα όμως είναι ότι ο νέος αυτός χώρος δεν είναι σχεδιασμένος για να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Και αυτό είναι ένα τεράστιο βρετανικό πρόβλημα.

Ίσως δεν είναι σύμπτωση ότι ο Heatherwick ετοιμάζεται να φτιάξει το Pier55 — ένα φουτουριστικό πλωτό δημόσιο πάρκο 130 εκατομμυρίων δολαρίων (χρηματοδοτούμενο κυρίως από δωρεές αλλά και από δημόσια ταμεία). Το Pier55 θα βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο High Line.