Ιστορίες ευνουχισμού και έρωτα
Στις 9 Ιουλίου, λίγο πριν κατευθυνθώ στην πλατεία Συντάγματος για την τελευταία συγκέντρωση του «Μένουμε Ευρώπη», βρέθηκα σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τις τότε πολιτικές εξελίξεις, με ομιλητές τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Yale Στάθη Καλύβα και τον γνωστό οικονομολόγο και συγγραφέα του βιβλίου «Αόρατο Ρήγμα», Αρίστο Δοξιάδη. Προς το τέλος της συζήτησης, ο πολιτικός αναλυτής Ευτύχης Βαρδουλάκης έκανε μια πολύ ουσιαστική παρατήρηση, λέγοντας πως η συζήτηση έχει υπερψυχολογικοποιηθεί και ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ξαναγίνει πολιτική. Δυστυχώς, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την ευστοχία αυτής της φράσης πολλές φορές από τότε. Και, μιας και η συζήτηση παραμένει στο επίπεδο της υπερψυχολογικοποίησης, νομίζω ότι αξίζει να επιχειρηθεί μια σύνδεση του «πολιτικού» με το «ψυχολογικό», σε σχέση με την αναζήτηση του «νέου πολιτικού υποκειμένου», του νέου «σώματος» και της «κεφαλής» που μπορεί να στεγάσει την προοπτική της χώρας, μολονότι καθυστερεί υπέρ το δέον.
Θυμάμαι τις σκέψεις μου εκείνη την ημέρα. Αυτά που άκουσα στην εκδήλωση ήταν το τι συμβαίνει και το τι πρέπει να γίνει. Και το τι θέλουμε να γίνει. Ασυμβατότητα ή συμπληρωματικότητα; Θέλαμε να μείνουμε στην Ευρώπη — ναι, αλλά πώς; Με αλλαγή, μεταρρυθμίσεις, εξέλιξη, είπαν οι ομιλητές. Είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το τίμημα; Ποιο είναι αυτό; Τα χρήματα; Στη σκέψη μου κυριαρχεί έκτοτε το ερώτημα: Τι χρειάζεται για να συμπορευτεί το «πρέπει» με το «θέλω» στην κοινωνία; Η μόνη απάντηση που μπόρεσα να δώσω είναι αυτή: η αλήθεια. Πρόσωπα που μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα της πραγματικότητας, για την πραγματικότητα.
Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά, δύσκολα και αδιανόητα. Οι λέξεις, τα σύμβολα —με δυο λέξεις: το οπλοστάσιο της λογικής— φάνηκαν ανίκανα να ελέγξουν τις προκλήσεις της πραγματικότητας. Γνωρίζουμε βέβαια όλοι ότι ένας σεισμός μπορεί να ισοπεδώσει μια πόλη, αλλά στην καθημερινότητά μας πιστεύουμε ασυνείδητα ότι μια τέτοια περίπτωση έχει ελεγχθεί πλήρως. Μέχρι που γίνεται ο σεισμός, ισοπεδώνει τα πιο αδύναμα σπίτια και μας αναγκάζει να έρθουμε αντιμέτωποι με την αλήθεια: το χειρότερο είναι πάντα εδώ, έξω από τον έλεγχό μας. Το «δώρο» του σεισμού, της κρίσης, είναι η δυναμικότητα, η αλλαγή, η αναπροσαρμογή, η επαναπροσέγγιση της πραγματικότητας και των ορίων της. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στη χώρα μας. Αγνοήσαμε τις «προσεισμικές δονήσεις», νομίζοντας ότι μπορούμε να ελέγξουμε την κατάσταση. Τα κόμματα του λεγόμενου ευρωπαϊκού τόξου λειτούργησαν με το περίφημο business as usual, ο ΣΥΡΙΖΑ με το «ο λαός στην εξουσία» και η ελίτ με το «ο λαός είναι παθητικός δέκτης του λαϊκισμού, δεν μπορείς να περιμένεις τίποτε από δαύτον». Κι έπειτα ήρθε ο σεισμός. Η πορεία της χώρας στην Ευρώπη κινδυνεύει σοβαρά, το πολιτικό σύστημα καταρρέει, ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να πείσει πως διαχειρίζεται τα προβλήματα στα τηλεπαράθυρα, η εμπιστοσύνη έχει τρωθεί, η ανεργία φουντώνει, η ελπίδα χάθηκε, ο ζόφος είναι εδώ.
Στο διά ταύτα: φαίνεται πως ζούμε το τέλος μιας εποχής και, μιας και οι Έλληνες δεν τα πάμε καλά με το πένθος και την απώλεια οιασδήποτε μορφής, έχουμε βουτήξει καθένας στις άμυνές του. Άλλος υποστηρίζει ότι το τέλος δεν ήρθε ακόμη, άλλος πως τελείωσαν όλα και το μόνο που μπορούμε πια να περιμένουμε είναι και το τέλος της ζωής μας, άλλος θυμώνει και θέλει να εκδικηθεί. Και είναι και κάποιοι άλλοι, που έχουν πενθήσει νωρίτερα το τέλος τού σλόγκαν «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», άσχετα αν ο πόθος αυτός είχε δεξί, αριστερό, φιλελεύθερο, σοσιαλδημοκρατικό ή όποιο πρόσημο, και παλεύουν να βρουν μερικούς ακόμη, κάποιους που να μιλούν τη γλώσσα της πραγματικότητας, ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό της μανδύα. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο κόσμος, οι πολλοί, δεν θα είναι πρωτεργάτες σε καμιά τέτοια ιστορία. Έχουν άλλα προβλήματα, άλλες προτεραιότητες. Εσχάτως, δε, αφήνονται να καταστραφούν.
Η διαδικασία ανάπτυξης, δόμησης και λειτουργίας ενός νέου «πολιτικού υποκειμένου» είναι δύσκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ζυμώσεις μεταξύ των ανθρώπων, συγκρούσεις, νέες ισορροπίες, κινητικότητα, διαφωνία, δυναμικότητα. Στην Ελλάδα, έχουμε μάθει να λειτουργούμε με όρους εξιδανικευτικούς, ήγουν: ο ηγέτης σαγηνεύει, ο κόσμος ακολουθεί και δυσκολευόμαστε με τις δυναμικές διαδικασίες. Ενώ λοιπόν υπάρχουν αμέτρητες κινήσεις που προσπαθούν να μετεξελιχθούν σε «κόμματα», με χαρακτηριστικά μαζικότητας, καμία δεν τελεσφορεί. Μαζεύονται μερικοί άνθρωποι, διαφωνούν, συγκρούονται, και το πράγμα τελειώνει εκεί. Το ζήτημα σκοντάφτει κάθε φορά σε δύο βασικά ζητήματα: με ποια ατζέντα, με ποιον ηγέτη.
Η ασυμφωνία σε αυτά τα δύο ζητήματα φανερώνει τη ναρκισσιστική φιλαυτία που έχει επέλθει ως αποτέλεσμα της πολιτικής κρίσης στη λεγόμενη «ελίτ». Το νόμισμα όμως έχει δύο όψεις: από τη μια τη ναρκισσιστική φιλαυτία («Ο καλύτερος άνθρωπος που ξέρω είναι ο εαυτός μου») και από την άλλη τον ευνουχισμό («Αχ και να μπορούσα να… Αλλά όχι, δε θα είμαι ποτέ αρκετά καλός»). Έτσι, καμιά ατζέντα δεν μου κάνει, αν δεν ενδυθεί τον ιδεολογικό μανδύα της προτίμησής μου. Κανένας αρχηγός δεν μου κάνει, γιατί, ας είμαστε ειλικρινείς, ο καλύτερος αρχηγός που μπορώ να φανταστώ είμαι εγώ. Με μια άλλη ανάγνωση, ο ευνουχισμός με οδηγεί να αμφισβητώ την κρισιμότητα των θεμάτων που βάζει στην ατζέντα η ίδια η πραγματικότητα, σε σημείο που να παραχωρώ την πυγμή, την αποφασιστικότητα, την προσωπική αξία που μου λείπει, στην ιδεολογία. Εγώ δεν είμαι σίγουρος για μένα, οπότε επαφίεμαι στην ιδεολογία. Ο φανατισμός άλλωστε κάθε είδους εκεί βρίσκει πρόσφορο έδαφος: στην ανασφάλεια των ανθρώπων, στην αυτοϋποτίμηση, στον ευνουχισμό.
Μια άλλη, λιγότερο εύγλωττη, μορφή ευνουχισμού είναι η ολοκληρωτική απόρριψη οποιουδήποτε προσώπου τόλμησε όλο αυτό το διάστημα να «βγει μπροστά», με το επιχείρημα ότι δεν μπορεί να εκφράσει το λαϊκό αίσθημα. Η αλήθεια είναι ότι ο ηγέτης πρέπει να μπορεί να ταυτιστεί με τους ανθρώπους, ώστε να μπορέσουν και εκείνοι να ταυτιστούν με κάποιες από τις πλευρές του, ώστε να συναφθεί, έτσι, μια «ερωτική» σχέση, επενδεδυμένη με λιβιδινικά στοιχεία. Οι άνθρωποι που οργανώνονται σε ένα κόμμα, οι πολίτες που το ψηφίζουν, διατηρούν λιγότερο ή περισσότερο μια εξιδανικευτική ασυνείδητη φαντασίωση «ένωσης» με τον ηγέτη. Αυτή είναι που επιτρέπει στα άτομα να απαγκιστρωθούν από τη ναρκισσιστική τους φιλαυτία, να αντέξουν το τίμημα του αποχωρισμού από τον ναρκισσισμό και να κερδίσουν τον έρωτα με συμβολικούς όρους, τη ζωή δηλαδή, τη δημιουργικότητα, το προχώρημα.
Φυσικά, αυτά τα ψυχικά και πολιτικά συμβάντα, δεν είναι ανεξάρτητα από την εποχή και τη χώρα που συμβαίνουν. Τουναντίον, υποτάσσονται στα χαρακτηριστικά των εκάστοτε πολιτών και κοινωνιών. Στη χώρα μας, διαμορφώνεται σιγά-σιγά, κάτι χειρότερο από εκείνο που είχε διαπιστώσει ο Δοξιάδης: ένα εμφανέστατο ρήγμα ανάμεσα στην κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα. Η εμπιστοσύνη χάνεται και τη θέση της καταλαμβάνουν ο θυμός και η απόγνωση. Ο ευνουχισμός επελαύνει με αλματώδη ρυθμό, ακόμη και στα πιο υγιή κύτταρα. Οι μικρές εστίες που συγκροτούνται από δημιουργικούς ανθρώπους κινδυνεύουν εκ των έσω. Μοιάζουν με εκείνες τις γυναίκες που διατρανώνουν τη θέλησή τους να κάνουν σχέση, να «ενωθούν» με κάποιον, αλλά κανείς, ποτέ δεν είναι αρκετά καλός, αρκετά στοργικός, αρκετά ικανός, αρκετά…
Για να εκφράσεις τον περίφημο «μέσο άνθρωπο», χρειάζεται να μπορείς να μπεις στη θέση του. Χρειάζεται να μπορείς να ταυτιστείς με πλευρές της ζωής του. Να κατανοήσεις βαθιά τον θυμό και τη θλίψη του, χωρίς να τον κρίνεις, και να είσαι παράλληλα σε θέση, να έχεις τα κότσια, να δώσεις λύσεις. Ρεαλιστικές, επώδυνες, εντελώς πραγματικές. Πόσοι από εκείνους που πιστεύουν ότι
μπορούν να ηγηθούν ενός νέου «πολιτικού υποκειμένου», ή να το υπηρετήσουν με οποιονδήποτε τρόπο, γνωρίζουν ή μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει στέρηση; Τι σημαίνει να μην μπορείς να πάρεις τα στοιχειώδη τρόφιμα για να βγάλεις την εβδομάδα; Να παλεύεις και να μη βρίσκεις δουλειά; Πόσοι μπορούν να καταλάβουν ότι μεταρρύθμιση χωρίς κοινωνική συναίνεση δεν γίνεται; Πόσοι μπορούν να δεχτούν ότι δεν είναι Θεοί, αλλά κάποιος άλλος μπορεί να είναι αρκετά καλός και να συνασπιστούν μαζί του στη μία και μόνη ατζέντα που έχει νόημα αυτή τη στιγμή, την πραγματικότητα και τα προβλήματα που υπαγορεύει;
ΥΓ. Έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αρκετοί. Έχω ακόμη σοβαρότερους λόγους να διατηρώ την πεποίθηση ότι ηγέτης υπάρχει, απλώς στη χώρα μας δεν μπορεί να τραβήξει πρώτος το κουπί: χρειάζεται βοήθεια. Στο χέρι μας, ενδεχομένως, είναι να την προσφέρουμε. Αλλιώς, μπορούμε να συζητάμε σε λίγο καιρό, εξαθλιωμένοι, στην ουρά για το συσσίτιο, εκτός Δυτικού κόσμου, εκτός τόπου και χρόνου, για το πόσο συγκρουσιακός ήταν ο ένας, πόσο παθητικός ο άλλος και πόσο θέλαμε μεν το «νέο», αλλά —τι να κάνεις;— δεν βρέθηκε κανείς αρκετά καλός. Για να τι θέσω λίγο διαφορετικά: όποιος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί την πραγματικότητα και να μιλήσει για αυτήν ανεξάρτητα από ιδεολογικό πρόσημο, να κάτσει σπίτι του, να οργανώνει βραδιές απερόλ και να συζητά για το πόσο άθλιος λαός είμαστε. Όποιος αισθάνεται πως ηγέτης δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει, ας προσπαθήσει να αφήσει λίγο χώρο σε εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη. Γιατί μην ξεχνάμε ένα πράγμα: το σαμποτάζ, πια, το κάνουμε οι ίδιοι. Και διατηρούμε ακέραια την ευθύνη γι’ αυτό.
[ Εικονογράφηση: Douglas Manry, Monsters Discussing Politics].