Ιστορίες του Γκρέγκορ Σάμσα [ 1 ]
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Η πρώτη φράση που, με δυσκολία, κατάφερε ν’ αρθρώσει ήταν: «Beat that, Οβίδιε!»
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Με μεγάλο κόπο μετακίνησε το ογκώδες σώμα του ώς την άκρη του κρεβατιού και αφέθηκε να πέσει με πάταγο στο πάτωμα. Αισθάνθηκε αφόρητο τον πόνο στην πλάτη του, μα σύρθηκε μέχρι την πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά στην αδελφή του που ετοίμαζε το πρωινό. «Δεν θα το πιστέψεις αυτό!» της είπε με μια βραχνή φωνή που δεν τη γνώρισε για δική του. Εκείνη του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Έχω κάνει πολλή εξάσκηση», του απάντησε συνεχίζοντας τη δουλειά της. «Μερικές φορές έχω καταφέρει να πιστέψω μέχρι και έξι απίθανα πράγματα πριν από το πρόγευμα». Ο Γκρέγκορ έκανε στροφή και γύρισε στο δωμάτιό του απογοητευμένος.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, δεν βιάστηκε ν’ ανοίξει τα μάτια του, δεν βιάστηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι· έμεινε λίγη ώρα ξαπλωμένος εκεί και γύριζε στον νου του όλα τα ενδεχόμενα: μπορεί να ήταν μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο, μπορεί να ήταν ο Γκρέγκορ Σάμσα όπως και χθες, μπορεί να έβρισκε δίπλα του ένα κοιμισμένο κορίτσι με απαλό δέρμα και λεπτό ιδρώτα κάτω από το στήθος. Μπορεί να ξυπνούσε σ’ έναν άλλο τόπο και να ’ταν κι αυτός ένας άλλος. Τα ενδεχόμενα ήταν συναρπαστικά — δεν βιαζόταν ν’ ανοίξει τα μάτια του.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα ——η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πλάκα— και, ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι, μπόρεσε να δει τη στρογγυλή καφετιά κοιλιά του που χωριζόταν σε τμήματα από κάτι τοξοειδείς ζώνες, ενώ τα σκεπάσματα μετά βίας τον κάλυπταν ολόκληρο και ήταν έτοιμα να γλιστρήσουν από πάνω του. Με τα μικρά, θλιβερά λεπτεπίλεπτα ποδαράκια του, που αβοήθητα ανάδευαν μπροστά στα μάτια του, προσπάθησε να φτάσει το κινητό του τηλέφωνο, για να ενημερώσει την κατάστασή του στο Facebook και, ίσως, να ποστάρει μία σέλφι. «Πόσο εντυπωσιακό θα είναι αυτό!» σκεφτόταν όλο χαρά προσπαθώντας να συντονίσει τις κινήσεις του για να ξεκλειδώσει τη συσκευή.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του φορώντας ένα τσαλακωμένο μακό μπλουζάκι και από κάτω τίποτα· ένα σφίξιμο αισθανόταν ανάμεσα στα πόδια, τα μάτια του ήταν βαριά, στα γόνατα, στα χέρια, στους μηρούς ένιωθε πόνο, η γλώσσα του ήταν στεγνή, η πλάτη του γδαρμένη. Τράβηξε την καρέκλα του μπροστά στο παράθυρο κι έμεινε εκεί, όλη μέρα, να κοιτάζει ολίγη αγαπημένη πολιτεία, ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών. «Ποτέ μην πας στη δουλειά μετά από μια νύχτα αχαλίνωτου σεξ», ήταν η συμβουλή που του ’χε δώσει ο πατέρας του πριν κλείσει τα μάτια του για πάντα.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του με δυνατούς πόνους στο στομάχι και διάθεση να διαβάσει Ίταλο Καλβίνο, ένα κείμενό του συγκεκριμένα για τους χάρτες. Ήταν όμως υποχρεωμένος να τα αναβάλει και τα δύο για κάποια άλλη στιγμή, τον πόνο και τον Καλβίνο. Τα σημείωσε πάντως στο σημειωματάριό του, έφτιαξε καφέ και ξεκίνησε για τη δουλειά.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Η πλάτη του ήταν σκληρή και άκαμπτη, τα πόδια του αδύναμα, η όρασή του θολή, η ανάσα του δύσκολη. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυμηθεί πώς μύριζε το χώμα ύστερα από τη βροχή, πώς μύριζε το σώμα της τα πρωινά κάτω από τα σκεπάσματα, πώς αστράφτουν τα βότσαλα μόλις τα κρατήσεις μια στιγμή έξω από το νερό. Θυμήθηκε τον εαυτό του και χαμογέλασε. Άνοιξε τα μάτια, σηκώθηκε και μπήκε στο μπάνιο να νιφτεί από τα βραδινά του όνειρα.
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, κατόρθωσε να κατέβει από το κρεβάτι και να συρθεί μέχρι την πόρτα. Έχωσε τη μουσούδα του στο μικρό άνοιγμα και κοίταξε προς το καθιστικό. Είδε τον πατέρα, τη μητέρα και την αδελφή του να τρώνε όλοι μαζί το πρωινό τους: το έπιαναν με τα λεπτά ποδαράκια τους και το έφερναν στο μυτερό μαύρο μουσούδι τους. «Ευτυχώς», ανάσανε ανακουφισμένος ο Γκρέγκορ, «δεν είμαι ο μόνος!»
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο. Σηκώθηκε, έκανε δυο γύρους πάνω στο ταβάνι για να ξεπιαστεί, έφαγε λίγο μουχλιασμένο τυρί για πρωινό και ξεκίνησε για τη δουλειά. «Αχ, Θεέ μου», σκέφτηκε, «τι εξοντωτικό επάγγελμα είναι αυτό που διάλεξα! Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει κι εγώ όλο στον δρόμο είμαι: να τρομάζω τις γυναίκες τρέχοντας γύρω-γύρω μες στα δωμάτια, να πετάγομαι ξαφνικά κάτω από το ψυγείο και από τα σκοτεινά ντουλάπια, να κάνω αυτό το φρικτό κρατς! καθώς με πατάνε με το παπούτσι τους. Να επιζώ μόνος εγώ στους πολέμους και στις πυρηνικές καταστροφές. Αχ, καημένε Γκρέγκορ!»
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, μονολόγησε: «Ονειρεύτηκα πως ήμουν μια τεράστια κατσαρίδα που ξαπλωμένη ανάσκελα πάνω στη σκληρή της πλάτη δεν μπορεί να κουνηθεί από τη θέση της. Ξύπνησα και είδα έκπληκτος πως ήμουν ο Γκρέγκορ Σάμσα. Ποιος είμαι, λοιπόν, στην πραγματικότητα; Ο Γκρέγκορ Σάμσα που ονειρεύεται πως είναι κατσαρίδα ή μια κατσαρίδα που φαντάζεται πως είναι ο Γκρέγκορ Σάμσα;»
Ξυπνώντας κάποιο πρωί από ταραγμένο ύπνο ο Γκρέγκορ Σάμσα, έμεινε ώρα πολλή να παρατηρεί τον αφαλό του κοριτσιού που κοιμόταν ξεσκέπαστο δίπλα του. Πόσο θα ήθελε να έχει έστω ένα, σκέφτηκε, ανθρώπινο χέρι για να δοκιμάσει και να χαρίσει ατέλειωτες νέες ηδονές σε αυτό το τόσο παραμελημένο σημείο του ανθρώπινου σώματος.