Ιταλία: Ο πολυκεντρικός Βορράς

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Ιταλία: Ο πολυκεντρικός Βορράς

Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα λέμε ότι είμαστε με τους Ιταλούς. Μπορεί καμιά φορά να το πιστεύουμε κιόλας ότι εκτός από «όμοια» είμαστε και «ίσα». Μας παραπλανά το παρελθόν ή ο τρόπος που το συμπυκνώσαμε στην από δω μεριά του Ιονίου: η ηττημένη αρχαία Ελλάδα που ειπώθηκε ότι κατέκτησε τη Ρώμη με το πνεύμα της, όπως και η στρατιωτική πανωλεθρία του Μουσολίνι στην Πίνδο το ’40. Τα μεγέθη όμως δεν επιτρέπουν παρερμηνείες. Μπροστά στην ιταλική μπότα το ελληνικό έδαφος μοιάζει με παιδικό χέρι και ο πληθυσμός μας είναι περίπου το ένα έκτο του δικού τους – κι αν συγκρίνουμε τα ΑΕΠ ακόμη και στην προ κρίσης περίοδο, η διαφορά είναι ακόμη πιο ορατή.

Το πόσο μεγάλη χώρα είναι η Ιταλία το αντιλαμβάνεσαι χάρη σε όλα τα παραπάνω – και το νιώθεις όταν βρεθείς στους υπεραστικούς της δρόμους. Όχι χωρίς έκπληξη. Η πεδιάδα του Βορρά, δηλαδή οι ενωμένες λεκάνες Πάδου, Αδίγη και Πιάβε, είναι ένας τόπος με μάλλον αδιάφορη μορφολογία και μπόλικη υγρασία. Χρειάστηκε μια φορά να τον οδηγήσουμε από τη μια άκρη στην άλλη, σε μια μέρα. Πίστευα ότι θα βαριόμασταν τόσο, όσο και στην τετράωρη διαδρομή Ζάγκρεμπ-Βελιγράδι.

Καμία σχέση.

Στην Ιταλία, και ιδίως τη βόρεια, συμβαίνουν πράγματα κάθε πενήντα περίπου χιλιόμετρα, το πολύ. Παρόλο που δεν υστερεί σε παραγωγή (αγροτική όπως και βιομηχανική), αυτό που την χαρακτηρίζει –αυτό που «συμβαίνει»– είναι οι πόλεις της. Κάποιες τις «ήξερα» από το ποδόσφαιρο, από τα τηλεοπτικά στιγμιότυπα αγώνων σε ομιχλώδη γήπεδα όπως το Σαν Σίρο στο Μιλάνο ή το Κομουνάλε στο Τορίνο. Άλλες –Τεργέστη και Βενετία– είναι οι υποχρεωτικές κουκίδες που πρέπει να ενώσουμε μπαίνοντας από Σλοβενία. Εκτός όμως από αυτές τις πασίγνωστες, σχεδόν σε κάθε μισάωρο οδήγησης σε αουτοστράντα συναντάς τουλάχιστον μια άλλη, σημαντική πόλη.

Η βόρεια Ιταλία είναι πολυκεντρική, σχεδόν όσο η Γερμανία – ή η αρχαία Ελλάδα με τις πόλεις-κράτη. Η ιστορία των κατά τα άλλα ομοεθνών, που αλληλομάχονταν πολύ συχνότερα από όσο συνασπίζονταν, επαναλήφθηκε αιώνες μετά τόσο στα γερμανικά παλατινάτα, τις μαρκίες και τα άλλα κρατίδια, όσο και στις κοιτίδες της ιταλικής Αναγέννησης. Σύμφωνα με μια άποψη, η σύγχρονη εποχή ξεκίνησε στα βόρεια Απέννινα: πόλεις όπως η Φλωρεντία και η Σιένα προόδευσαν στις τέχνες και τον πολιτισμό, έχοντας νωρίτερα εγκαθιδρύσει τόσο τις αντιπροσωπευτικές πολιτειακές τους δομές όσο και τα πρώτα σύγχρονα τραπεζικά συστήματα – που πήραν το όνομά τους από την μπάνκα, τον πάγκο των δανειστικών και άλλων συναλλαγών που πρωτοεμφανίστηκε στις δημόσιες αγορές τους.

Προσθέτοντας τα μνημεία τού πανταχού παρόντος χριστιανισμού καθώς και δύο αιώνες βιομηχανικής και τεχνολογικής προόδου, προκύπτουν ο δυναμισμός και η ελκυστικότητα που χαρακτηρίζουν την Ιταλία του Βορρά. Όποτε οδηγούμε από εκεί, το ταξίδι κρατά περισσότερο από όσο αρχικά υπολογίζαμε. Συνήθως μια από τις πάμπολλες ιστορικές πόλεις θα μας προσελκύσει για να σταματήσουμε και να την εξερευνήσουμε. Άλλες φορές, ο κυκλοφοριακός φόρτος είναι απλά αβάσταχτος για τα δίκτυα των αυτοκινητοδρόμων και των κρατικών οδών. Κι όχι μόνο το καλοκαίρι, όταν οι Γερμανοί και λοιποί «στεριανοί» της Μεσευρώπης κατεβαίνουν οδικώς στην Αδριατική.

Τα δεδομένα είναι αμείλικτα. Τριάντα εκατομμύρια μόνιμοι κάτοικοι ζουν στη βόρεια Ιταλία, σε έκταση περίπου ίση με αυτή της Ελλάδας. Μόνη της η Αιμίλια-Ρομάνια, η περιφέρεια με κέντρο την Μπολόνια, έχει καμιά δεκαριά πόλεις με πληθυσμό εκατό χιλιάδων και άνω. Παρόλο το φιλτράρισμα που κάνουν τα διόδια στην κυκλοφορία, οι αυτοκινητόδρομοι φτάνουν στα όρια της κυκλοφοριακής τους ικανότητας. Όταν οι Γερμανοί αντιμετώπισαν τέτοιο πρόβλημα στον παρά τον Ρήνο διάδρομο, η λύση ήταν να κατασκευάσουν έναν δεύτερο παράλληλο αυτοκινητόδρομο. Η ώρα αυτή έφτασε και για την Ιταλία: το μαρτυρούν οι δίδυμοι άξονες που κατασκευάστηκαν στο παρελθόν (δυτικά της Γένοβας και αλλού), εγχείρημα που όμως αυτόν τον καιρό δεν φαίνεται πιθανό να επεκταθεί.

Ο λόγος για αυτό είναι η επιτακτική ανάγκη διατήρησης του ήδη υπάρχοντος (και εκτεταμένου) δικτύου σε ανεκτή κατάσταση. Την άνοιξη του 2018, λίγους μήνες πριν την κατάρρευση της γέφυρας Πολτσεβέρα, είχαμε οδηγήσει στις σήραγγες της Λιγουρίας, κοντά στα γαλλικά σύνορα. Η εσωτερική τους διαμόρφωση –επένδυση τοιχώματος, σήμανση και φωτισμός– υστερούσε σημαντικά σε σχέση με τα τούνελ στη νοητή συνέχεια του δικτύου, στη γαλλική Κυανή Ακτή. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη θέσπιση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την ασφάλεια σηράγγων, η Ιταλία ζητά διαρκείς παρατάσεις για την αναβάθμιση των σηράγγων της. Με αυτά και άλλα στοιχεία του οδικού δικτύου, όπως τα προβληματικά οδοστρώματα και οι κεκλιμένοι ιστοί οδοφωτισμού, η κατά τα άλλα πλούσια βόρεια Ιταλία αρχίζει να μοιάζει λιγότερο στους φύσει ανταγωνιστές της (π.χ. Γερμανούς) και περισσότερο με τα Βαλκάνια.

Ίσως και με την Ελλάδα. Ίσως τελικά να δικαιολογείται αυτός ο ισχυρισμός, όχι μόνο στον νότο αλλά και στην Αιμίλια-Ρομάνια του βορρά – και για την ακρίβεια στο δεύτερο συστατικό της. Η Ρωμανία δεν έχει τυχαία το ίδιο όνομα με αυτό που –πραγματικά– χρησιμοποιούνταν στο Βυζάντιο. Τα ψηφιδωτά της Ραβέννας, που αποτέλεσε εξαρχία, αυτόνομη δηλαδή περιφέρεια της Αυτοκρατορίας υπό τον Ιουστινιανό, μαρτυρούν ένα παρελθόν δεμένο με το δικό μας. Οι συνδέσεις δεν σταματούν εκεί: η ελληνική Τρίτη Ορεινή Ταξιαρχία ήταν βασικός συντελεστής της συμμαχικής νίκης στο διπλανό Ρίμινι το 1944. Και, παρόλο που η πάλαι ποτέ Magna Graecia είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, ένα εστιατόριο με το όνομα Μεσούργκα (στα μισά του δρόμου ανάμεσα στους Αγίους Βιτάλιο και Απολλινάριο) ήταν για μας ο ανέλπιστος φόρος τιμής στους μυθικούς Οινώτρους/Enotri, που λέγεται ότι από την Αρκαδία πέρασαν στη νότια Ιταλία –και συγκεκριμένα στον Μεσορύακα του Καταντζάρο– και έφεραν απέναντι «τα πάντα»: τον οίνο, το αλφάβητο, τη φάτσα και τη ράτσα.