Juan Gabriel Vásquez, «Οι πληροφοριοδότες»
Αν ο Marquez μάς γνώρισε τον μαγικό ρεαλισμό, ο Vasquez μάς οδηγεί στην απομάγευση. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζεις:
Όταν ο δημοσιογράφος Γκαμπριέλ Σαντόρο εξέδιδε το πρώτο του βιβλίο, τη βιογραφία μιας Γερμανίδας που εγκαταστάθηκε στην Κολομβία λίγο πριν από την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η πιο εξοντωτικά αρνητική κριτική θα γραφόταν από τον ίδιο τον πατέρα του. Τι κρυβόταν πίσω από τις φαινομενικά ανώδυνες εκμυστηρεύσεις της Γερμανίδας; Τι ήταν αυτό που έκανε τον πατέρα του Σαντόρο να αισθανθεί προδομένος;
Μετά από αυτό, θα κατευθυνθείς μηχανικά στο ταμείο και θα αγοράσεις το βιβλίο.
Είμαι από τους ελάχιστους που δεν έχουν διαβάσει τον «Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν». Το ξέρω, το βλέμμα σας στρέφεται με αποτροπιασμό — αλλά υπόσχομαι ότι, αφού διάβασα αυτό το βιβλίο, θα πάω στη βιβλιοθήκη με τα αδιάβαστα για να το αρχίσω αμέσως.
Οι «Πληροφοριοδότες» είναι ένα βιβλίο για την Ιστορία, επίσημη και ανεπίσημη, και τη μνήμη, συλλογική και ατομική. Είναι ένας λαβύρινθος από κάτοπτρα, αλλά κάθε κάτοπτρο εδώ αντανακλά και μια διαφορετική πραγματικότητα. Την πραγματικότητα του νέου δημοσιογράφου Γκαμπριέλ Σαντόρο, του πατέρα του , Γκαμπριέλ Σαντόρο επίσης, διαπρεπούς καθηγητή Ρητορικής, της Σάρα Γκούτερμαν, Εβραίας μετανάστριας που κατέφυγε μικρή με την οικογένειά της στην Κολομβία για να γλιτώσει από τον ναζισμό. Μέσα από αυτό το πλήθος αντικατοπτρισμών, ο αναγνώστης σαν ντετέκτιβ ψάχνει να βρει την αλήθεια.
Το βιβλίο που εκδίδει ο νεαρός Σαντόρο σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία στην κοινωνία της Μποκοτά, αναμοχλεύοντας μαύρες σελίδες της πρόσφατης ιστορίας της χώρας. Τον πόλεμο στο βιβλίο θα τον κηρύξει ο ίδιος του ο πατέρας. Θα χρησιμοποιήσει το ταλέντο του και το κύρος του για να λοιδορήσει το έργο του γιου του, καθιστώντας τον αναξιόπιστο. Έτσι κι αλλιώς, μόνο ένα ταλέντο χωρά στην οικογένεια: το δικό του. Αλλά είναι μόνο αυτό; Όταν ο Σαντόρο ρωτήσει τον πατέρα του προς τι τόσο μένος για το βιβλίο, θα πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Η μνήμη δεν είναι δημόσια». Μετά από αυτή την απάντηση θα απομακρυνθούν και δεν θα ξανάρθουν κοντά προτού ο πατέρας χρειαστεί να κάνει μια εγχείριση ανοικτής καρδιάς . Όταν βγει από το νοσοκομείο, όταν γλιτώσει τον θάνατο από αυτή την περιπέτειά του, θα το δει σαν μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή — μέχρι που θα αποκτήσει και ερωμένη: τη γυναίκα που τον κούραρε στο σπίτι. Σε μια ειρωνεία της μοίρας όμως θα πέσει θύμα τροχαίου γυρνώντας από μια εκδρομή που έκανε στην επαρχία.
Ο γιος, γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα, θα αρχίσει να ψάχνει το παρελθόν του πατέρα του. Σιγά-σιγά το βιβλίο μεταμορφώνεται σε ένα ψυχολογικό noir. Περιφερόμενος στη δαιδαλώδη Μποκοτά, αναζητά επιζώντες μάρτυρες μιας σκοτεινής εποχής, σκαλίζει βιβλιοθήκες, αρχεία, γράμματα, προσωπικά αντικείμενα, φωτογραφίες. Η έρευνα είναι δύσκολη και ψυχοφθόρα, οι μάρτυρες δεν ανοίγουν εύκολα τα στόματά τους κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια, πολλά από τα αρχεία έχουν καταστραφεί. Όταν κατορθώσει να ενώσει τα σπαράγματα, μπροστά του θα αναδυθεί μια ζοφερή εικόνα. Μια εικόνα ρυπαρή, που αγγίζει την ίδια του την οικογένεια. Η μαρτυρία της Σάρα Γκούτερμαν θα επιβεβαιωθεί με τον χειρότερο τρόπο. Ο φόβος της δίκαιας εκδίκησης θα τον στοιχειώσει, και αυτός ο γιος του θύτη θα κάνει ένα ταξίδι εξιλέωσης ελπίζοντας να βρει τον γιο του θύματος. Το ταξίδι είναι τόσο γεωγραφικό, στη σκοτεινή καρδιά της χώρας, όσο και χρονικό, γυρνώντας στη δεκαετία του 1940. Τότε που η Κολομβία ζούσε στον απόηχο του πολέμου, όπου κάτω από τη πίεση των ΗΠΑ επιδόθηκε σε ένα κυνήγι μαγισσών φυλακίζοντας τους μετανάστες γερμανικής καταγωγής και εξοντώνοντάς τους παράλληλα και οικονομικά. Κυρίως όμως είναι ένα ταξίδι μέσα στον εαυτό του, όπου θα ψάξει να βρει απαντήσεις. Τελικά τι είναι αυτό που χαράζεται μέσα μας και μας καθορίζει; Πόσο υπεύθυνοι είμαστε για αυτά που κάνουμε, όταν τα κάνουμε; Γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους και το πώς μπορεί να επηρεάσουμε άλλες ζωές με τις πράξεις μας και πόσο; Μια ιστορία προδοσίας ηθελημένης, επιπόλαιης (;) στοιχειώνει το βιβλίο. Ο προδότης μεταμελείται ποτέ ειλικρινά ή όχι;
Ο τίτλος του βιβλίου είναι διττός. Πληροφοριοδότες είναι αυτοί που κατέδιδαν στην κυβέρνηση συμπολίτες τους ως υποστηρικτές των ναζί με το παραμικρό ώστε να μπουν στη διαβόητη μαύρη λίστα. Ο φθόνος και η ιδιοτέλεια πήγαιναν χέρι-χέρι εκείνη την εποχή. Πληροφοριοδότες είναι όμως και οι μάρτυρες που χρησιμεύουν σαν ζωντανή μνήμη στον πρωταγωνιστή δημοσιογράφο.
Οι συγκρούσεις διατρέχουν το βιβλίο: γενιές, φυλές, η επίσημη και η ατομική ιστορία, η μνήμη και η ηθική, προσωπική και συλλογική, παλεύουν συνεχώς μεταξύ τους. Η γραφή του Vasquez ξεδιπλώνεται σε σπείρες, σαγηνεύοντάς σε από τις πρώτες σελίδες. Το βιβλίο είναι ένα ρόλερ-κόστερ: υπάρχουν στιγμές απαλές, σχεδόν υποτονικές, αλλά με το γύρισμα της σελίδας συνειδητοποιείς ότι έχεις ανεβεί σε δυσθεώρητο ύψος, από όπου κατρακυλάς με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πλημμυρισμένος αισθήματα και εικόνες. Όπως αυτή του Κόνραντ όταν πάει να πουλήσει τον τελευταίο του δίσκο: αυτή η εικόνα δεν θα φύγει ποτέ από το μυαλό μου…
Δεν ξέρω αν αυτό το βιβλίο δεν είναι εξίσου καλό με τον «Ήχο των πραγμάτων όταν πέφτουν», που όλοι μου το εκθειάζουν. Αυτό που ξέρω είναι ότι έχει πάρει θέση ανάμεσα στα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Με αυτό το βιβλίο ο Vasquez εδραιώνεται σαν ένας από τους σημαντικότερους νέους ξένους πεζογράφους που μας έχουν συστηθεί πρόσφατα. Επίσης ξέρω ότι χωρίς τον Αχιλλέα Κυριακίδη μπορεί να διάβαζα ένα διαφορετικό βιβλίο. Η μετάφρασή του είναι ένα έργο τέχνης από μόνη της. Ξεχωριστό και το εξώφυλλο του βιβλίου, φιλοτεχνημένο από τον Χρήστο Κούρτογλου, όπως όλα όσα έχει κάνει για τις εκδόσεις Ίκαρος. Ο Χρήστος Κούρτογλου έδωσε νέα πνοή στην τέχνη του εξωφύλλου, παραδίδοντάς μας με κάθε έργο του μαθήματα αισθητικής.