Κ. Μάνσφηλντ, «Σε μια γερμανική πανσιόν»
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μου έκαναν δώρο το βιβλίο μιας συγγραφέως άγνωστης τότε σε μένα. Το βιβλίο ήταν οι «Κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη» της Κάθρην Μάνσφηλντ από τις Εκδόσεις Γράμματα σε μετάφραση Μαρίας Λαϊνά. Τότε εγώ μόλις είχα πρωτοανακαλύψει τον Στίβεν Κινγκ και διάβαζα μανιωδώς ό,τι δικό του υπήρχε. Το βιβλίο μπήκε στην άκρη και το έπιασα στα χέρια μου μετά από ενάμιση χρόνο. Διάβασα μια συγγραφέα με τέτοια οικονομία και καθαρότητα στη γραφή, που σπάνια συναντάς. Η διεισδυτικότητά της, τόσο στην ψυχή των ηρώων όσο και στην ανάλυση των καταστάσεων που βίωναν, μου φάνηκε πρωτοφανής. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βιρτζίνια Γουλφ έγραψε στο ημερολόγιό της ότι η γραφή της Μάνσφηλντ ήταν η μόνη που ζήλεψε ποτέ!
Η Κάθρην Μάνσφηλντ έζησε μια σύντομη αλλά ασυνήθιστη και περιπετειώδη ζωή. Γεννήθηκε στο Ουέλλιγκτον της Νέας Ζηλανδίας από μεγαλοαστούς γονείς. Η σχέση της με την καταπιεστική μητέρα της ήταν εξαρχής δύσκολη. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Λονδίνο και ταξίδεψε στην Ευρώπη. Αμφιφυλόφιλη —στο ημερολόγιό της αναφέρει δύο γυναίκες με τις οποίες είχε σχέσεις—, έμεινε έγκυος εκτός γάμου. Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Τζορτζ Μπόουντεν, αλλά ο γάμος δεν κράτησε παρά ελάχιστες ώρες, μιας και τον εγκατέλειψε το ίδιο βράδυ. Αποβάλλει, και η μητέρα της την αναγκάζει να εγκαταλείψει το Λονδίνο για ένα σπα στη Γερμανία. Με την επιστροφή της στο Λονδίνο ξαναβρίσκει τον κύκλο των Μοντερνιστών και συνεχίζει τον μποέμικο τρόπο της ζωής της που είχε διακοπεί. Δεύτερος γάμος με τον Τζον Μίντλετον Μάρι μετά από μια θυελλώδη πολύχρονη σχέση. Το 1917 διαγνώστηκε η φυματίωση. Πέθανε στα τριάντα τέσσερά της χρόνια. Κληρονομιά της ογδόντα οκτώ διηγήματα-διαμάντια.
Μετά το «Γκάρντεν πάρτι» από τις Εκδόσεις Σμίλη το 2006, μια ακόμα εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Λαϊνά, ήρθε η ώρα της «Γερμανικής πανσιόν». Το ντεμπούτο της Μάνσφηλντ είναι μια συλλογή δεκατριών διηγημάτων. Κυκλοφόρησε το 1911 από τον εκδοτικό οίκο του Στίβεν Σουίφτ και γνώρισε αμέσως επιτυχία. Είναι σπάνιο να συναντάς μια γυναικεία φωνή με τέτοια αίσθηση του χιούμορ, με τόσο άψογο κωμικό timing. Ένα χιούμορ μαύρο, σαρκαστικό, χρησιμοποιείται για να στιγματιστεί η ανισορροπία δύναμης στις σχέσεις των δύο φύλων, οι μικρές και μεγάλες κοινωνικές αδικίες.
Τα δεκατρία διηγήματα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Τα πρώτα θα μπορούσες να πεις ότι είναι σατιρικά πορτρέτα: η δυσκαμψία της υψηλής κοινωνίας και ο πιθηκισμός της μεσαίας τάξης της Γερμανίας αναδεικνύονται μέσα από τη δηλητηριώδη διακωμώδηση της ανάγκης για συνεχή επιβεβαίωση της δικής τους πολιτισμικής ανωτερότητας και υλικής ευμάρειας. Η Μάνσφηλντ παρατηρεί προσεκτικά τον υφέρποντα εθνικισμό. Τα σχόλια των Γερμανών βαρόνων για τους Άγγλους και τον τρόπο ζωής τους, τα σουφρωμένα χείλη αποδοκιμασίας προς την πρωταγωνίστρια και τις εγγλέζικες συνήθειές της, φαίνονται εφιαλτικά προφητικά. Τρία χρόνια μετά, οι δυο πολιτισμοί θα συγκρουστούν με έναν πρωτοφανή για την ανθρωπότητα τρόπο. Μια σύγκρουση που θα οδηγήσει στην πτώση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Το βιβλίο, όσο προχωρά, γίνεται όλο και πιο μαύρο. Τα παιγνιώδη, σαρκαστικά διηγήματα, που σε έκαναν να γελάς με το έξυπνο χιούμορ τους, δίνουν τη θέση τους σε άλλα, σκοτεινά και ακανθώδη. Η πένα της Μάνσφηλντ γίνεται πιο κοφτερή, σχεδόν βίαιη. Πλέον κυριαρχεί ο υποβιβασμένος ρόλος της γυναίκας. Της γυναίκας συζύγου, κόρης, υπαλλήλου. Η ενδοοικογενειακή βία, ο συζυγικός βιασμός, η απόπειρα σεξουαλικής επίθεσης, η παιδική εργασία, ακόμα και η βία του τοκετού. Η συγγραφέας παρατηρεί τα πάντα με μεγεθυντικό φακό, δίνοντας στο φως μια καθημερινή πραγματικότητα που προκαλεί οργή. Γίνεται ιδιαίτερα καταγγελτική για τον αντρικό ζωώδη κόσμο στον οποίο ζει και τους κανόνες που αυτός έχει επιβάλλει. Ο θεσμός του γάμου και της οικογένειας φαντάζει σαν φυλακή, με τις γυναίκες να έχουν αποδεχθεί τον ρόλο που τους έχει οριστεί — μια γυναίκα μπορεί να αισθάνεται πλήρης μόνο αν τεκνοποιήσει. «Γέννηση», «Το κουρασμένο κορίτσι», «Η ταλάντωση του εκκρεμούς», «Ξέσπασμα», όλα τους στάζουν φρίκη. Σχεδόν όλα τα διηγήματα έχουν ένα τέλος απότομο, ανοιχτό, αφήνοντας τον αναγνώστη μετέωρο, με ένα αίσθημα ανησυχίας.
Τα διηγήματα αυτής της συλλογής δεν έχουν το τέλειο φινίρισμα των διηγημάτων του «Γκάρντεν πάρτι» που εκδόθηκε έντεκα χρόνια μετά. Μοιάζουν με άκοπα διαμάντια. Αλλά το ακατέργαστο έχει τη δική του γοητεία. Ας μην ξεχνάμε ότι τα διαμάντια, όπως κι αν είναι, είναι παντοτινά. Τελειώνοντας το βιβλίο, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς τι θα μπορούσε να κάνει αυτή η συγγραφέας αν δεν την προλάβαινε ο θάνατος. Η κληρονομιά που μας άφησε είναι μικρή σε ποσότητα αλλά τόσο πολύτιμη.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ποικίλη Στοά. Έχει ένα καλαίσθητο εξώφυλλο, όπως μας έχει συνηθίσει ο οίκος από τα πρώτα του βιβλία. Η μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή είναι μια δουλειά αξιώσεων.