Καφέ
ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Από εκείνο τον μακρινό καιρό του Ερωδού στη Θεσσαλονίκη, που ήταν καιρός, κατά μιαν έννοια, ευτυχής και είχε διακοπεί για τον ευτυχέστερο ακόμη του Βερολίνου και του Hardenberg (τα απογεύματα) ή των σταντ στον σταθμό της Wittenbergplatz (ο οποίος δεν ήταν ακριβώς στην πρωινή διαδρομή, αλλά με μια εύκολη παράκαμψη εντασσόταν) ώς τα πρόσφατα σύντομα διαστήματα αναμονής σε υποχρεώσεις των παιδιών (κάποιο ασυνάρτητο μαγαζί στην Πολίχνη, ένας έρημος εξώστης στο Ωραιόκαστρο) ή τις ενδιάμεσες στάσεις και τα βράδια των αφίξεων στα ταξίδια (έξω από τον σταθμό των τρένων στην Κολωνία, ας πούμε, στο ξενοδοχείο IBIS στις Βρυξέλλες, ή στα υπαίθρια μαγαζιά με τις τεράστιες οθόνες να δείχνουν παρτίδες πόκερ στο Ζάγκρεμπ), από τότε ώς τώρα, αν αθροίσει κανείς τον καιρό που έχεις περάσει μόνος στο τραπέζι κάποιου καφέ, θα είναι συντριπτικά περισσότερος από τον καιρό που το μοιράστηκες με άλλους, και βέβαια μια απεικόνιση θα έδειχνε ξεκάθαρα πως όσο πια μακριά στο παρελθόν πηγαίνουμε τόσο πυκνότερη θα είναι η στήλη της παρέας. Ωστόσο δεν θα ήταν δυνατόν να αποτυπώσει (το μάταιο αυτό γράφημα) πως τότε η στάση αναμονής που υπαινισσόταν κάθε κίνηση (από το κάθισμα που είχες επιλέξει ώς τον τρόπο που ήταν ανοιγμένα τα ρολά της φωτοσύνθεσης, στερεωμένα με το τασάκι έτσι που να τυλιχτούν στα γρήγορα, μόλις χρειαστεί, μόλις κατέβει τα σκαλιά ο πρώτος που θα προστεθεί στη σύνθεση, ή όταν επιτέλους φτάσει εκείνη που οπωσδήποτε θα έχει σημασία να υποθέσει ότι για χάρη της διακόπτεται τόσο σημαντική δουλειά), η στάση εκείνη που ανυπερθέτως περιελάμβανε μια προσδοκία με περίγραμμα προσώπων, ήταν γνήσια, εν αντιθέσει με ό,τι μεταφέρεις από αυτή στο (ούτως ή άλλως πιο μοναχικό) παρόν, ένα ας πούμε πειστικό απείκασμά της, πως είναι τάχα αυτός που κάθεται εκεί μόνος του, μ’ ένα λάπτοπ, το βιβλίο του, ένα σημειωματάριο ή απλώς το κινητό του, κάποιος που μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο θα σηκώσει το βλέμμα προς την πόρτα και θα χαμογελάσει στον θαμώνα που την έκλεισε πίσω του και τον αναζητεί με βλέμμα λίγο απολογητικό επειδή καθυστέρησε. Κι ώσπου να συμπληρωθούν όσα πεντάλεπτα χρειαστεί για να τελειώσεις τον καφέ σου, ή τη δουλειά σου, προσέχεις κάπως να συντηρηθεί η αίσθηση αυτή, όχι βεβαίως επειδή νοιάζεται κανείς από τους παρισταμένους, αλλά πρωτίστως επειδή έχεις πάντα κατά νου την εικόνα των ηλικιωμένων αντρών που συναντάς στην Ερμού τα μεσημέρια του Σαββάτου, στη Βασιλέως Γεωργίου τα πρωινά της Κυριακής, να κρατιούνται από το πλαστικό κυπελάκι του καφέ και να κοιτάζουν πίσω από τα τζάμια, ωσότου χαμηλώσουν με μια κίνηση ανακούφισης το βλέμμα στο ρολόι και σηκωθούν να φύγουν.