Και το ατέλειωτο κάποτε τελειώνει
Η ιστορία του ανθρώπου είναι μια ιστορία κατανάλωσης φυσικών πόρων. Αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο· όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αυτό κάνουν, άλλωστε, κατά τη διαρκή πορεία τους προς τον θάνατο. Η διαφορά είναι ότι ο άνθρωπος το κάνει με δραματικό ρυθμό. Και, όσο ήμασταν σχετικά λίγοι πάνω στον πλανήτη, αυτό δεν πείραζε ιδιαίτερα, καθώς οι φυσικοί πόροι φάνταζαν ανεξάντλητοι. Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είναι.
Κατ’ αυτή την έννοια, οι Άνθρωποι του δάσους της Άννυ Πρου (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019) είναι ουσιαστικά η ιστορία του ανθρώπου από καταβολής κόσμου, έστω και αν επιφανειακά είναι η ιστορία δύο Γάλλων αποίκων στον Καναδά του 17ου αιώνα και των απογόνων τους. Ο Ρενέ Σελ και ο Σαρλ Ντικέ, φτωχοί ξυλοκόποι και οι δύο, φτάνουν με το ίδιο πλοίο στις ακτές του Κεμπέκ και μπαίνουν στην υπηρεσία ενός Γάλλου γαιοκτήμονα. Και αυτή η στιγμή είναι το σημείο αφετηρίας δύο εντελώς διαφορετικών βίων: Ο Σελ παραμένει στην υπηρεσία του αφεντικού του, παντρεύεται (με το ζόρι) μια ιθαγενή της φυλής των Μικμάκ, και δημιουργεί ένα οικογενειακό δέντρο βαθιά ριζωμένο από τη μια στην εργατική τάξη και από την άλλη στην ινδιάνικη παράδοση, με όλα τα προβλήματα που συνεπάγεται αυτό. Ο Ντικέ, από την άλλη, το σκάει, θέλοντας να πλουτίσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Στην αρχή ασχολείται με το γουνεμπόριο, και μετά με την υλοτομία. Δημιουργεί επιχείρηση, παντρεύεται μια Ολλανδή, ανοίγει γραφεία στη Βοστόνη, αγγλοποιεί το όνομά του σε Ντιουκ και χτίζει μια οικονομική αυτοκρατορία που αφανίζει ό,τι δέντρα βρει μπροστά της.
Όλα αυτά ακούγονται εδώ κάπως σχηματικά και υπεραπλουστευμένα. Η Πρου, όμως, έχει την εξυπνάδα να μην υποκύψει στον πειρασμό του στείρου διδακτικισμού και της εύκολης δαιμονοποίησης (από τη μια οι κακοί πλούσιοι λευκοί που καταστρέφουν το περιβάλλον για να πλουτίσουν ακόμη περισσότερο, κι από την άλλη οι καλοί φτωχοί Ινδιάνοι που ζουν σε αρμονία με τη φύση), αλλά αντίθετα πλέκει ένα αφήγημα σύνθετο, που μπορεί μεν να μη διαθέτει την εκφραστικά εντυπωσιακή και περίπλοκη γλώσσα άλλων ομότεχνών της, διαθέτει όμως δύναμη, πλούτο και ενσυναίσθηση, καθώς και ένα πολύ σημαντικό και επίκαιρο μήνυμα, το οποίο προκύπτει αβίαστα μέσα από την πλοκή: Έχουμε πρόβλημα, κυρίες και κύριοι. Η ανθρώπινη δραστηριότητα επιφέρει αλλαγές στον πλανήτη, και μάλιστα αλλαγές που δεν θα μας αρέσουν καθόλου όταν θα αρχίσουμε να τις νιώθουμε στο πετσί μας. Πρέπει κάτι να κάνουμε. Θα κάνουμε, όμως;
Η δική μου απάντηση είναι πως, όχι, δεν θα κάνουμε. Και, εδώ που τα λέμε, σύμφωνα με κάποιους επιστήμονες, η κατάσταση είναι ήδη μη αντιστρέψιμη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να προσπαθήσουμε — κάθε άλλο. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι αυτή ακριβώς η ματαιότητα του εγχειρήματος είναι που το καθιστά απαραίτητο. Απλώς, καλό θα ήταν να μην τρέφουμε αυταπάτες του τύπου «πάμε να σώσουμε τον πλανήτη». Ο πλανήτης δεν θα έχει πρόβλημα. Εμείς θα έχουμε πρόβλημα. Ο πλανήτης δεν μας έχει ανάγκη. Εμείς τον έχουμε ανάγκη. Πρέπει όμως να μεριμνήσουμε για το κοινό καλό. Και η ιστορία δείχνει ότι δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κοινό καλό. Μας ενδιαφέρει μόνο το προσωπικό μας (νομιζόμενο) καλό.
Δεν θέλω, όμως, να κλείσω τόσο απαισιόδοξα. Οπότε, θα κλείσω με δυο λόγια για την εμπειρία της μετάφρασης του βιβλίου.
Τα εμπόδια εμφανίστηκαν ήδη από τις πρώτες σελίδες: μπόλικες γαλλικές λέξεις, ονομασίες δέντρων και φυτών που σε μεγάλο ποσοστό δεν υπάρχουν στην ελληνική χλωρίδα, πολλές λέξεις στη γλώσσα των Μικμάκ και άλλων ινδιάνικων φυλών του Καναδά. Αργότερα, μπαίνουν στο παιχνίδι τα γερμανικά, τα ολλανδικά και η γλώσσα των Μαορί, καθώς η δράση μεταφέρεται για λίγο στη Νέα Ζηλανδία. Ευτυχώς η Πρου γράφει απλά, στρωτά και κατανοητά, και υπάρχουν και όλες οι απαραίτητες υποσημειώσεις (στο τέλος του βιβλίου) ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να υπερβεί με ευκολία τα εμπόδια και να ασχοληθεί λιγότερο με τη γλώσσα και περισσότερο με το μήνυμα του βιβλίου, ένα μήνυμα που κάνει δειλά την εμφάνισή του ήδη από την αρχή:
«Πόσο μεγάλο είναι αυτό το δάσος;» ρώτησε ο Ντικέ με την κλαψιάρικη ψιλή φωνή του. Το σώμα του ήταν ελάχιστα μεγαλύτερο από παιδιού.
«Είναι το δάσος του κόσμου. Είναι ατέλειωτο. Τυλίγεται σαν ουροβόρος όφις και δεν έχει ούτε τέλος ούτε αρχή. Κανείς δεν έχει δει ποτέ την άλλη άκρη του».
Νά, όμως, που ήρθε η πραγματικότητα και μας χτύπησε φιλικά στην πλάτη χαμογελώντας σαρδόνια…