Και μετά τον ΣΥΡΙΖΑ τι;

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Και μετά τον ΣΥΡΙΖΑ τι;

«Ένας είναι ο εχθρός, ο τσιπροκαραμανλισμός», «Η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά το ενδεχόμενο της συνεργασίας με την αποκρουστική Δεξιά», είναι μερικά από τα βαρύγδουπα στάτους που γράφτηκαν στο Facebook κυρίως από μέλη του σοσιαλδημοκρατικού χώρου μετά από ένα απλοϊκό αυγουστιάτικο στάτους πρώην βουλευτή και υπουργού που προσπαθούσε να υφάνει μια ιστορία συνωμοσιολογίας για την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή. Η όλη φασαρία, πέρα από τις διαδικτυακές αντεγκλήσεις, θα ήταν μάλλον αδιάφορη, αν δεν ήγειρε ένα ουσιαστικό ζήτημα. Ποιος θα είναι τελικά ο χώρος και ποιες οι συνεργασίες που θα αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας μετά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ;

Η εκλογή Μητσοτάκη σηματοδότησε για τη ΝΔ μια νέα αρχή στο πολιτικό επίπεδο, κυρίως γιατί, αν και φορέας ενός ονόματος με βαρύ φορτίο στην πολιτική ζωή της χώρας, ο ίδιος είχε ελάχιστη κυβερνητική φθορά και εξέφραζε τα αιτήματα κοινωνικών ομάδων που στα χρόνια της κρίσης φαίνονταν να αποκλείονται από το κοινωνικό γίγνεσθαι: επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες, νέους επιστήμονες κλπ. Άρα, οι απαιτήσεις για τον ίδιο είναι ιδιαίτερα υψηλές, καθώς θα πρέπει να εκφράσει το νέο πολιτικό αφήγημα για τη χώρα. Εσωκομματικά επίσης δείχνει να έχει καθαρό μέτωπο: μετά και την αποπομπή τού πρώην γραμματέα του κόμματος, δεν φαίνεται να έχει κάποια εσωκομματική αντιπολίτευση. Επιπλέον, όπως μαρτυρά και η πολιτική ιστορία, θα βρει σχετικά εύκολα και το σημείο ισορροπίας με το καραμανλικό στρατόπεδο, που έχει πάντα μια σημασία στο εσωκομματικό πεδίο της ΝΔ: ο πατέρας Μητσοτάκης εισήλθε στη ΝΔ επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Μητσοτάκης πρότεινε τον Καραμανλή για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και «κατέβασε» τον Κώστα Καραμανλή στην Α΄ Θεσσαλονίκης, και ο Κώστας Καραμανλής ενέκρινε την κάθοδο Κυριάκου Μητσοτάκη στη Β΄ Αθηνών το 2004.

Το παράδοξο είναι όμως οι δυνητικοί (;) μελλοντικοί πολιτικοί συνεργάτες του. Ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος (ίσως όχι το σύνολο των εκπροσώπων του) του ζητά να αποκηρύξει τον Κ. Καραμανλή και την πενταετία διακυβέρνησής του, να τον εξαναγκάζουν να προβεί σε ιστορική δικαίωσή τους και μετά να συνεργαστούν μαζί του. Επί της ουσίας, καλούν τον Μητσοτάκη να διαιρέσει την ΝΔ ώστε εκείνοι να του προσφέρουν τη συνεργασία τους. Ζητούν, με άλλα λόγια, να σπάσει πολιτικά ένα κόμμα που βρίσκεται στο 30%, με αυξητικές τάσεις και σίγουρη πρωτιά στις επόμενες εκλογές, για να συνεργαστεί με ένα κόμμα (ποιος ξέρει άραγε ποιο) που θα προκύψει (πιθανώς) από τις αέναες διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς, με άγνωστο αρχηγό, και το οποίο είναι άγνωστο τι εκλογικό σκορ θα καταγράψει, και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στήριξη και κάποιων Ευρωπαίων παραγόντων, καλοβλέπει την υφαρπαγή —που σε μεγάλο βαθμό έτσι και αλλιώς έχει πετύχει— και του εναπομείναντος πολιτικού ζωτικού χώρου στην Κεντροαριστερά.

Το πρόβλημα είναι ότι ένα κομμάτι της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα έχει ανατραφεί με αντιδεξιά στερεότυπα, του είναι δύσκολη η συνεργασία με τη ΝΔ, δεν χώνεψε στη πραγματικότητα ποτέ και τη συνεργασία Σαμαρά-Βενιζέλου και προσχώρησε και εύκολα στη λογική των «Σαμαροβενιζέλων». Επιπλέον, ένα κομμάτι διανοουμένων της Κεντροαριστεράς φλέρταρε και φλερτάρει ανοιχτά με τον ΣΥΡΙΖΑ, προτάσσοντας την περίφημη «συναίνεση», καθώς πιστεύει ότι η ένταξή τους στο πολιτικό άρμα του ΣΥΡΙΖΑ θα τους έδινε και τη δύναμη να επιβάλουν τις θέσεις τους. Προφανώς όμως η λογική οδοστρωτήρα του ΣΥΡΙΖΑ τους αποτρέπει, φαινομενικά τουλάχιστον, από περαιτέρω σκέψεις.

Άρα το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: πώς ο Μητσοτάκης, γιατί αυτός θα αναλάβει την πρωτοβουλία, θα μπορέσει να συγκροτήσει τους αρμούς διακυβέρνησης της χώρας στη μετά ΣΥΡΙΖΑ εποχή με τους άλλους πολιτικούς χώρους. Προσωπικά θεωρώ ότι η μόνη λύση είναι μια έντιμη προγραμματική συμφωνία σε ένα επίπεδο θέσεων και στόχων, συμφωνία όμως στην οποία θα προσέλθουν όσοι θέλουν πριν τις εκλογές. Μόνο έτσι μπορούν να αποφευχθούν σκιαμαχίες για το παρελθόν, πολιτικοί καιροσκοπισμοί τύπου Λεβέντη και κατηγορίες για πολιτικό οπορτουνισμό.

Μένει να αποδειχτεί αν θα υπάρξει και η πολιτική τόλμη να αναληφθούν και οι ανάλογες πρωτοβουλίες, γιατί το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αυτοτροφοδοτούμενο όπως είναι, δείχνει να θρέφεται από το τέλμα και από τη στασιμότητα.