Και νά, αδερφέ μου…
Το 2011, έχασα έναν πολύ καλό φίλο. Δεν πέθανε ο άνθρωπος, αλίμονο! Απλά έπαθε «αγανάκτηση». Κατέβηκε δυο-τρεις φορές στην πλατεία Συντάγματος για να ξεχαστεί από κάτι δικά του, και αυτό ήταν. Κόλλησε. Μπήκε σε κάποια επιτροπή, άρχισε να ξημεροβραδιάζεται εκεί, να σηκώνει το χέρι του στα «αμεσοδημοκρατικά» ψηφίσματα των λαϊκών επιτροπών, με πήρε και τηλέφωνο να πάω να μου πει πόσο σημαντικό ήταν αυτό που συνέβαινε εκεί πέρα. Πήγα, τον βρήκα, καθίσαμε με τις ώρες και συμφωνήσαμε και οι δύο ότι, ναι, είναι πολύ σημαντικό. Αλλά για διαφορετικούς λόγους. Αυτός έβλεπε τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας. Εγώ έβλεπα τον εκφασισμό της. Από τότε δεν μου ξαναμίλησε. Άνθρωπος σπουδαγμένος, πανέξυπνος, διαβαστερός, με πολλές κοινές εμπειρίες, άπειρες φιλοσοφικές και πολιτικές συζητήσεις, υπαρξιακές αναζητήσεις κλπ. τουλάχιστον 10 χρόνων. Έχοντας κοινές ανησυχίες και προβληματισμούς, έχοντας φάει σχεδόν τα ίδια δακρυγόνα. Ας είναι καλά εκεί που είναι, σε ό,τι κάνει. Τελικά οι φασίστες και οι εθνοσοσιαλιστές μπήκαν στη Βουλή πανηγυρικά και οι δημοκράτες ψάχνουν σαν χαμένοι να βρουν τα θραύσματά τους. Δεν έχει σημασία.
Τον περασμένο Ιούνιο, με την αναγγελία του δημοψηφίσματος-φάρσα, φτάσαμε στο αποκορύφωμα του κοινωνικού διχασμού που με τόσο ξεδιάντροπο και ατσούμπαλο τρόπο κατάφερε να επιβάλει το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στις σχέσεις μας. Μέσα σε μία εβδομάδα, γούρλωσαν τα μάτια όλων. Φωτιές έβγαζαν τα πληκτρολόγια στα social media, και το γενικότερο επίπεδο φωνητικής έντασης αυξήθηκε σε όλη την επικράτεια. Γνωρίζω ότι και τότε χάλασαν φιλίες ετών, ακόμα και σχέσεις. Γνωρίζω ότι ακόμα και όσες κουτσά-στραβά επιβίωσαν ράγισαν σχεδόν μόνιμα. Δεν θα ξεχάσω εκείνες τις ημέρες αυτό το καχύποπτο βλέμμα ακόμα και μέσα στις παρέες μου. Με τις κρυφές υποψίες. Τι θα ψηφίσει άραγε ο τάδε; Λες να είναι εθνοπροδότης τού «ναι» ή μήπως βλήμα τού «όχι»; Ταμπέλες, γενικεύσεις, πάθος για την υπεράσπιση ενός ανύπαρκτου διλήμματος. Έπρεπε απλά να κορυφωθεί και να εξωτερικευθεί αυτή η μιζέρια που μας έτρωγε τα σωθικά τέσσερα χρόνια τώρα. Εγώ όμως ήξερα και προσπάθησα να μείνω όσο πιο αμέτοχος γινόταν. Δεν μπορούσα να παίξω το ανήθικο παιχνίδι του κ. Τσίπρα.
Ακούω τα σενάρια για τις μετρημένες ημέρες του μορφώματος ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και γελάω με πίκρα. Το μόρφωμα αυτό είναι εδώ για να μείνει, διότι δεν κρίνεται πλέον για τις πράξεις του, όπως έδειξε άλλωστε και το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα. Διότι κατάφερε να φέρει την κοινωνία στα μέτρα του. Μία κοινωνία που δείχνει απάθεια ή και απέχθεια για τα πολιτικά δρώμενα, επειδή από εδώ και πέρα πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη φυσική της επιβίωση. Όταν φέρνεις τους ανθρώπους σε τέτοια κατάσταση, η κρίση της εξουσίας ή της πολιτικής γενικότερα αποκτά δευτερεύουσα σημασία. «Ας κυβερνά όποιος θέλει. Εγώ έχω παιδιά να ταΐσω». Και κάποιοι αναρωτιέστε γιατί δεν ανοίγει ρουθούνι ή γιατί δεν κατεβαίνουν ούτε δέκα άνθρωποι στους δρόμους για τη φορολογική εξόντωση που ετοιμάζεται, τις στρατόκαβλες εμφανίσεις του Πρωθυπουργού με τον ακροδεξιό συνεργάτη του, την ισοπέδωση της Παιδείας, της διαφάνειας και ένα σωρό άλλα τραγελαφικά που «παρελαύνουν» καθημερινά από μπροστά μας. Μα κανείς πλέον δεν μισεί τους πολιτικούς. Όλοι μισούμε τον διπλανό — κι αν δεν έχουμε ακόμα επαρκή στοιχεία για τον μισούμε, έχουμε ικανή καχυποψία για να μην μπορούμε πλέον να κάνουμε ουσιαστικό διάλογο.
Το μόρφωμα έχει κερδίσει προ πολλού, και πλέον παρακολουθούμε αμέτοχοι το καταστροφικό του έργο σε κάθε επίπεδο.